Οι «τηλεκριτικές» που εγκαινίασε η Κουλτουρόσουπα, ένεκα ανυπαρξίας κάθε θεατρικής δραστηριότητας λόγω πανδημίας, σαφώς και δεν αποτελούν «φυσιολογικές» κριτικές (πως θα γινόταν άλλωστε καθώς το θέατρο αποτελεί ένα ζωντανό πυρήνα αλληλεπίδρασης), αλλά μια διαφορετική θεατρική οπτική. Με αυτά τα κριτήρια κρίνουμε και τις παραστάσεις που παρακολουθούμε από τον καναπέ όσο #Μένουμε_σπίτι
“Κ”
Συνεχίζοντας το μαραθώνιο θεάτρου σήμερα θα σας προτείνω να ακούσετε μονόπρακτα με τη μαγική φωνή της Έλλης Λαμπέτη που κάποιοι καλοί άνθρωποι ανέβασαν για μας τους θεατρόφιλους και να δείτε το σπαραχτικό πραγματικά «Γάλα» του Βασίλη Κασικονούρη από το Εθνικό μας Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη.
Για όσους δε γνωρίζουν την Έλλη Λαμπέτη τα μονόπρακτα αυτά είναι η τέλεια ευκαιρία , αλλά και για όσους τη γνωρίζουν και την αγαπούν θα τα απολαύσουν εξίσου. Η ηθοποιός αυτή είναι η «ιέρεια» του θεάτρου. Ο χαρακτηρισμός «αερικό» δεν της αποδόθηκε αδίκως. Μαθήτρια της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη έπαιζε με όλο της το «είναι». Οι ερμηνείες της ήταν γεμάτες πάθος κι ένταση. Δεν ήταν ηθοποιός τεχνικής αλλά ψυχής. Άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στο ελληνικό θέατρο και μια σπουδαία παρακαταθήκη.
Η Έλλη Λαμπέτη παρουσίασε σε μια ενιαία παράσταση, το 1978, τα μονόπρακτα του Κοκτώ “Η ψεύτρα”, “Η ανθρώπινη φωνή”, “Την έχασα”, μαζί με τα μονόπρακτα: “Η Εβραία” του Μπρεχτ, “Η πιο δυνατή” του Στρίνμπεργκ, “Μια ψυχούλα” του Τσέχωφ. Τη μετάφραση έκανε ο Μάριος Πλωρίτης, τη σκηνοθεσία ο Σωτήρης Μπασιάκος.
Υπάρχουν σχεδόν όλα στο youtube όμως ξεχωρίζω την «Ανθρώπινη φωνή» του Κοκτώ και την «Εβραία» του Μπρεχτ χωρίς καθόλου να υποτιμώ τα άλλα.
Η «Εβραία» ανήκει στη συλλογή με τα 24 μονόπρακτα που ο Μπρεχτ έγραψε για την φρίκη της φασιστικής εξουσίας με τον τίτλο «Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ».
.
.
Μια αστή γυναίκα -σύζυγος Γερμανού καθηγητή Ιατρικής- μαζεύει τα πράγματά της, αποφασισμένη ν’ αφήσει τον άντρα της και να μετοικήσει στο Άμστερνταμ, καθώς η σκοτεινή νέα πραγματικότητα την ωθεί να αποχωρήσει, προκειμένου να μην σταθεί εμπόδιο στην εξέλιξη της καριέρας του συζύγου της λόγω της εβραϊκής καταγωγής της. Μέσα σε αυτήν την ευαίσθητη συναισθηματική κατάσταση, τηλεφωνεί σε φίλους και γνωστούς και μέσα από την συνομιλία τους ξεδιπλώνεται το αδιέξοδο της Ιουδίθ.
Η Λαμπέτη είναι τόσο βαθιά ανθρώπινη που η φωνή της σε διαπερνά. Όλος ο πόνος, ο φόβος για το άγνωστο, η αγωνία της επιβίωσης, η αυταπάρνηση κι η θυσία αλλά και το κουράγιο ακούγονται στην παλλόμενη φωνή της ηθοποιού. Στις στιγμές που η ηρωίδα «σπάει», όλη η ένταση σε κάνει να ανατριχιάζεις.
111111111111 11111111111111111
Στην «Ανθρώπινη φωνή» μία γυναίκα βιώνει την εγκατάλειψη μέσα από ένα τηλεφώνημα, εμφανίζοντας έναν τρόμο για την μοναξιά και το τέλος μιας σχέσης που την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή.Το «κόκκινο τηλέφωνο» είναι το μέσο επικοινωνίας, αλλά γίνεται εργαλείο θανάτου, τόσο ψυχικού, όσο και πραγματικού. Η μετάφραση του Πλωρίτη γίνεται με λόγο ποιητικό και μελοδραματικό που αρμόζει σε έναν τύπο ερωτευμένης γυναίκας κάπως ξεπερασμένο ενώ η Λαμπέτη με έναν τόνο βαθιάς απελπισίας που προσπαθεί ματαίως να κρυφτεί, κάτω από την προσποιητή και ψεύτικη άνεση είναι τουλάχιστον συγκινητική.
222222222222222222222 22222222222222222222222
Ακούστε την Λαμπέτη. Είναι η απόδειξη ότι το θέατρο μπορεί να αποτελέσει μέσον διαφυγής και να συγκινήσει ακόμα και μέσα από μια οθόνη όταν γίνεται από ταλαντούχους ηθοποιούς.
Τηλε-Βαθμολογία:
Είναι κάπως άτοπη η βαθμολογία επειδή το υλικό είναι ηχογραφημένο χωρίς εικόνα. Μπορώ όμως μετά βεβαιότητας να σας προτρέψω να ακούσετε αυτή την απίστευτη ηθοποιό.
Η δεύτερη επιλογή μου είναι το “Γάλα” του Βασίλη Κατσικονούρη που ανέβηκε το 2003 από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη.
Η Ρήνα και τα δύο παιδιά της, ο Λευτέρης κι ο Αντώνης, επαναπατρισμένοι μετανάστες από την Τυφλίδα, ζουν σε ένα ημιυπόγειο στην Κυψέλη. Στην καθημερινή τους πάλη για επιβίωση και ένταξη στο περιβάλλον τους, ο Αντώνης, ο μεγάλος γιος αποδεικνύεται πιο πρόθυμος και πιο φιλόδοξος. Δουλεύει σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα, τους στηρίζει οικονομικά και φαίνεται να έχει προσαρμοστεί εντελώς στη νέα τους πραγματικότητα. Ο Λευτέρης ο μικρότερος, χαμένος κάπου ανάμεσα στην παιδική του ηλικία και την εφηβεία, αν και στα είκοσι πια, νοσταλγεί πεισματικά το παρελθόν. Η παθολογική νοσταλγία του είναι το αποτέλεσμα ή ίσως και η αιτία της σοβαρής ψυχικής ασθένειας που έχει – βρίσκεται σε αρχικό στάδιο σχιζοφρένειας, παρακολουθείται από γιατρό και κοινωνική λειτουργό, αλλά δε συνεργάζεται, δεν παίρνει τα χάπια του, έχει παραισθήσεις και εξαφανίζεται για μέρες. Στη Λάρισα ο Αντώνης αρραβωνιάζεται με τη Νατάσα, την κόρη του ιδιοκτήτη του βενζινάδικου. Η κάθοδός του στην Αθήνα για γνωρίσει τη Νατάσα στους δικούς του, θα αποτελέσει το σημείο καμπής για τη ζωή όλων.
.
.
Το έργο πραγματεύεται με τον πιο βαθιά αληθινό και ανθρώπινο τρόπο θέματα όπως η μετανάστευση, η ψυχική νόσος, ο κοινωνικός ρατσισμός, οι οικογενειακές σχέσεις που ακροβατούν σε τεντωμένο σκηνή, η απύθμενη αγάπη της μητέρας για το παιδί της.
Μια σκηνοθεσία από τον Μαστοράκη αριστοτεχνική, δεμένη, μεστή και διεισδυτική, χωρίς καθόλου να υπερβάλω. Εξαιρετική η ιδέα της σταδιακής αποδιοργάνωσης του χώρου που γίνεται παράλληλα με την πλήρη “αποσύνθεση” της οικογένειας. Η σκηνή γίνεται “ανάστα ο Κύριος” και γεμίζει όσο περνάει η ώρα με πράγματα και σκουπίδια πεταμένα παντού, θυμίζοντας το χάος που επικρατεί στο μυαλό του Λευτέρη, το οποίο γιγαντώνεται για να καταλήξει στην διάλυση του ήρωα.
Η Μάνια Παπαδημητρίου στο ρόλο της τραγικής, πραγματικά, μητέρας είναι σπαρακτική με μέτρο και συναίσθημα. Ο πόνος της σε διαπερνά σαν ηλεκτικό ρεύμα. Ο αδικοχαμένος Κωνσταντίνος Παπαχρόνης έπλασε έναν Λευτέρη εύθραυστο αλλά και σκληρό όπως ακριβώς είναι ένα μικρό παιδί, ένας άνθρωπος με “λαβωμένη” ψυχή. Σε ορισμένα σημεία παρουσιάζει μια ροπή προς την υπερβολή, όμως αυτό είναι ένα πταίσμα αν σκεφτεί κανείς πως αναμετράται με εναν πολύ απαιτητικό ρόλο όπου οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές και το έργο του τιτάνιο. Γιάννος Περλέγκας και Μαρία Παπαστεφανάκη επιδεικνύουν ερμηνευτική επάρκεια σε λιγότερο απαιτητικούς αλλά εξίσου σημαντικούς ρόλους.
Φώτα, μουσική, σκηνικά-κοστούμια εξυπηρετούν τον σκοπό της παράστασης δημιουργώντας ένα πνιγηρό κλίμα.
Στο “ Γάλα” οι εναλλαγές είναι σαρωτικές. Η βία διαδέχεται την τρυφερότητα, η ένταση τη γαλήνη, η απελπισία την ελπίδα, το όνειρο τον εφιάλτη, η πραγματικότητα την ψευδαίσθηση, και αντιστρόφως. Κι όλα αυτά φτάνουν στον θεατή, ακόμη κι από την οθόνη.
Τηλε-Βαθμολογία:
7,5
7 7
—————-
Επανερχόμαστε με δύο κωμωδίες, το “Ψύλλοι στ’ αφτιά” του Φεντώ σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και το “Βάλε τον υπουργό στην πρίζα” σε διασκευή και σκηνοθεσία των Ρέππα -Παπαθανασίου.
.
Φωτογραφικό υλικό