.
Οι «τηλεκριτικές» που εγκαινίασε η Κουλτουρόσουπα, ένεκα ανυπαρξίας κάθε θεατρικής δραστηριότητας λόγω πανδημίας, σαφώς και δεν αποτελούν «φυσιολογικές» κριτικές, καθώς το θέατρο αποτελεί ένα ζωντανό πυρήνα αλληλεπίδρασης, αλλά μια διαφορετική θεατρική οπτική. Με αυτά τα κριτήρια κρίνουμε και τις παραστάσεις που παρακολουθούμε από τον καναπέ όσο #Μένουμε_σπίτι
“Κ”
.
Στα πλαίσια των ελεύθερων προβολών που παραχώρησε το Θέατρο Πορεία, παρακολουθήσαμε την «Μιράντα», σε διασκευή και σκηνοθεσία του Όσκαρας Κορσουνόβας. Η παράσταση φιλοξενήθηκε στην Θεσσαλονίκη, στο θέατρο Άνετον, τον Οκτώβριο του 2016.
Το έργο…
Η «Μιράντα» είναι εμπνευσμένη από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ («The Tempest», 1610), η οποία θεωρείται το τελευταίο έργο του μεγάλου δημιουργού. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ποιητικό κείμενο που πραγματεύεται θέματα διαχρονικά, τα οποία ανέκαθεν άγγιζαν την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως: η εξουσία, ο αγώνας για την απόκτησή της, η προδοσία, η εκδίκηση, η αγνή αγάπη, η συγχώρεση κ.α. ‘Eνα ρομαντικό παραμύθι για μεγάλους που περιέχει στοιχεία ρεαλιστικά αλλά και υπερβατικά και συνδυάζει αρμονικά δραματικές αλλά και κωμικές σκηνές. Η υπόθεση της Τρικυμίας, η καλή γνώση της οποίας είναι προαπαιτούμενο για να παρακολουθήσει κανείς την πλοκή της «Μιράντας» είναι η εξής: Ο Πρόσπερο είναι ο νόμιμος δούκας του Μιλάνου, ένας άνθρωπος διανοούμενος που λατρεύει τα βιβλία.Ο αδερφός του, Αντόνιο, συνωμοτεί με τον βασιλιά της Νάπολης, Αλόνσο για να πάρει την εξουσία από τον Πρόσπερο, τον οποίο και εγκαταλείπει στο ανοιχτό πέλαγος, πάνω σε μια βάρκα,μαζί με την μικρή του κόρη Μιράντα. Οι δυο τους καταλήγουν σε ένα ερημονήσι, όπου ζουν η μάγισσα Συκοράκα, ο γιος της Κάλιμπαν, το αιθέριο πνεύμα Άριελ και άλλα πνεύματα και ξωτικά. Ο Πρόσπερο αποκτά μαγικές δυνάμεις, σκλαβώνει τον Κάλιμπαν και θέτει στις υπηρεσίες του το πνεύμα Άριελ. Χρόνια αργότερα ο Αντόνιο και ο Αλόνσο με τον στόλο τους πλέουν στο νησί. Ο Πρόσπερο προκαλεί μαγικά μια τρικυμία, κατά την οποία το καράβι του Αλόνσο βουλιάζει. Μεταξύ των ναυαγών είναι ο Φερντινάντο, ο γιος του Αλόνσο, ο οποίοςσυναντά τη Μιράντα και την ερωτεύεται όπως και εκείνη. Μετά το ναυάγιο, ο Αντόνιο και ο Αλόνσο συνειδητοποιούν ότι αιτία των βασάνων τους είναι η άδικη συμπεριφορά τους προς τον Πρόσπερο. Η ιστορία έχει ευτυχισμένο τέλος: τα αδέλφια συμφιλιώνονται και η Μιράντα με τον Φερντινάντο αρραβωνιάζονται. Ο Πρόσπερο, ελευθερώνει τον Άριελ, εγκαταλείπει την μαγεία και ξαναγίνεται δούκας στο Μιλάνο.Η τρικυμία περνά και η γαλήνη επιστρέφει στις καρδιές των ηρώων…
.
.
Βασισμένος σε αυτή την ιστορία και συγκεκριμένα στην ερμηνεία του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα και κριτικού Γιαν Κοτ, ο βραβευμένος Λιθουανός σκηνοθέτης Κορσουνόβας, θέλησε με την «Μιράντα» να αποδώσει επί σκηνής, όπως ο ίδιος δήλωσε, την εμπειρία του από το απολυταρχικό καθεστώς της χώρας του, στοιχεία του οποίου «είδε» μέσα στο αριστούργημα του Σαίξπηρ. Η υπόθεση της παράστασης που εμπνεύστηκε εκτυλίσσεται στο σαλόνι ενός μικρού διαμερίσματος, όπου ζουν αποκλεισμένοι ένας πατέρας με την ανάπηρη κόρη του, την οποία φροντίζει με υπομονή, αυταπάρνηση και τρυφερότητα. Η καθημερινότητά τους απλή, χωρίς τίποτα το αξιόλογο, περιορίζεται στην φροντίδα του παιδιού και στην ανάγνωση βιβλίων. Το αγαπημένο βιβλίο της κοπέλας είναι η Τρικυμία του Σαίξπηρ, την οποία δεν διαβάζουν απλά, αλλά αναπαριστούν οι δυο τους, ερμηνεύοντας όλους τους ρόλους. Η «θεατρική παράσταση» που ανεβάζουν στο σαλόνι τους αποτελεί γι΄αυτούς μια απόδραση από την πεζή καθημερινότητα, μια πνευματική αντίσταση στο φασισμό που φυλακίζει τις ζωές τους.Εμπνευσμένη η σύνδεση του βασανισμένου πατέρα με τον αδικημένο Πρόσπερο που προσπαθεί να βρει γαλήνη και ψυχική ηρεμία γι’ αυτόν και το παιδί του. Για την ελληνική εκδοχή της «Μιράντας» ο σκηνοθέτης τοποθέτησε χρονολογικά την υπόθεση στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών με σκοπό να καταστήσει το έργο πιο οικείο στο ελληνικό κοινό.
.
.
Το κείμενο της «Μιράντας», σε μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, συνδυάζει πραγματικούς, λιτούς, καθημερινούς διαλόγους – αν όχι μονολόγους, αφού για ένα μεγάλο κομμάτι της παράστασης η Ιωάννα Παππά δεν μιλά-, με αποσπάσματα της Σαιξπηρικής Τραγωδίας αναμφισβήτητης λογοτεχνικής βαρύτητας. Ο συγγραφέας εμπλέκει στοιχεία ρεαλιστικά και υπερφυσικά, επιστρατεύει δημιουργικά τα πνεύματα και τους μάγους που έπλασε η φαντασία του Σαίξπηρ, αιώνες πριν, για να αποδώσει μια σύγχρονη εκδοχή της καταπιεσμένης ανθρώπινης φύσης και του αγώνα για πνευματική ελευθερία και πραγματοποίηση των ονείρων…
.
.
Καταρχάς στα θετικά της παράστασης (+) οι πολύ καλές ερμηνείες των δύο ηθοποιών, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στις ερμηνευτικές προκλήσεις του έργου με μεγάλη επιτυχία. Ο Λαέρτης Μαλκότσης στον ρόλο του στοργικού πατέρα αλλά και σε όλους τους σαιξπηρικούς χαρακτήρες που υποδύεται, αποδεικνύει το μέγεθος του υποκριτικού του ταλέντου αλλά και την αξιοθαύμαστη ευελιξία του. Με απίστευτη ταχύτητα, με δυναμική κίνηση και υποδειγματική εκφραστικότητα μεταμορφώνεται με λιγοστά ρούχα και αξεσουάρ από έναν καθημερινό άνθρωπο στον μάγο Πρόσπερο, στον άθλιο Κάλιμπαν και στο νάρκισσο Φερντινάντο. Αναδεικνύει με πειστικότητα τα πάθη και τις αδυναμίες του κάθε χαρακτήρα και γεμίζει την σκηνή με την επιβλητική παρουσία του. Η δυσκολία του ρόλου του είναι προφανής. Πέρα από το πρώτο μέρος της παράστασης που υποδύεται τον υπομονετικό πατέρα, αναλαμβάνει στη συνέχεια ο ίδιος, διαβάζοντας το βιβλίο στην κόρη του, τον ρόλο του αφηγητή αλλά και του σκηνοθέτη της δικής του εκδοχής της «Τρικυμίας».Δεν λείπουν βέβαια στιγμές που η ερμηνεία του αγγίζει τα όρια της υπερβολής.
Η συμπρωταγωνίστρια του, Ιωάννα Παππά, απέδωσε πειστικά τον δύσκολο ερμηνευτικά ρόλο του κοριτσιού με ειδικές ανάγκες που ονειρεύεται να γίνει μπαλαρίνα. Καθηλωμένη στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης σε μια πολυθρόνα, εκφράζεται άλλοτε μονολεκτικά, άλλοτε με κραυγές και άλλοτε με μικρές κομμένες φράσεις, συνδυάζοντας παράλληλα σπασμωδικές κινήσεις των χεριών και του προσώπου της. Παρόλες τις παραπάνω δυσκολίες καταφέρνει να ξεπεράσει τον εαυτό της και να αποδώσει τον ρόλο της εκφραστικά αλλά και κινησιολογικά με μεγάλη επιτυχία. Με αξιοθαύμαστη υποκριτική ευλυγισία μεταμορφώνεται στον Άριελ το πονηρό και σκοτεινό πνεύμα, δίνοντας μια υπερφυσική και κάπως τρομακτική χροιά στην υπόθεση.Εξαιρετικά συγκινητική είναι η εμφάνιση της στο τέλος της παράστασης ως μπαλαρίνας-κύκνου, αφήνοντας ένα αισιόδοξο μήνυμα ότι τα όνειρα, όσο απίστευτα κι αν φαντάζουν μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Στην προσπάθεια των ηθοποιών συμβάλλει σημαντικά ο φωτισμός της παράστασης από τον Αλέκο Αναστασίου, που σηματοδοτεί επιτυχημένα τις εκφραστικές αλλαγές και μεταφέρει την συναισθηματική ένταση που εκπέμπει η κάθε σκηνή. Αρμονικά δεμένη με την υπόθεση και η μουσική επένδυση της παράστασης από τον Antanas Jasenka.
Το σκηνικό, δια χειρός Dainius Liskevicius, αποδίδει ρεαλιστικά ένα μέσο διαμέρισμα της δεκαετίας του ΄70. Ψηλές βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία, πολυθρόνες και τραπεζάκια, μια παλιά τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο, όλα αρμονικά δεμένα μεταξύ τους αποδίδουν τέλεια την ατμόσφαιρα της εποχής. Αντικείμενα, ρούχα και αξεσουάρ είναι προσεκτικά επιλεγμένα και τοποθετημένα για να καλύψουν και τις ανάγκες της αναπαράστασης της Τρικυμίας που ακολουθεί. Λιτά αλλά συμβατά με την όλη ατμόσφαιρα του έργου και τα κοστούμια της παράστασης.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Όσκαρας Κορσουνόβας, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέροντα στοιχεία, εμφανίζει αρκετές αδυναμίες (-). Καταρχάς, ενώ ομολογουμένως το δεύτερο μέρος του έργου είναι γεμάτο ένταση και ποικιλία εικόνων και συναισθημάτων, ένα αρκετά εκτεταμένο χρονικά κομμάτι στην αρχή της παράστασης, που αναλώνεται στις συνομιλίες πατέρα – κόρης, στερείται παντελώς ενδιαφέροντος και εναλλαγών, σε σημείο που καταντά βαρετό και κουραστικό. Επίσης, ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης στο σημείωμα του αναφέρεται στη έμπνευσή του για την διασκευή της Τρικυμίας από το απολυταρχικό καθεστώς της χώρας του, η σύνδεση αυτή δεν γίνεται ιδιαίτερα αισθητή.
Η ηχητική μετάδοση αποσπασμάτων από ομιλίες του Παπαδόπουλου, είναι παντελώς ανεπαρκής και περνά σχεδόν απαρατήρητη. Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να κατατοπιστεί το κοινό για την χρονική περίοδο στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα, χωρίς να προστίθεται κάτι ουσιώδες στην υπόθεση. Επιπλέον η επιλογή του να παρουσιάσει τη διασκευή της Τρικυμίας ως μια «δεύτερη» παράσταση μέσα στην βασική ιστορία πατέρα – κόρης, ενώ ως σύλληψη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, στην πράξη εμφάνισε αρκετές αστοχίες. Η αποσπασματική δραματοποίηση σκηνών της Τρικυμίας, χωρίς συνοχή και συνέχεια, δεν μεταφέρει την αίσθηση, το συναισθηματικό υπόβαθρο και τα βαθύτερα νοήματα του σαιξπηρικού έργου. Μόνο για τους θεατές που έχουν πολύ καλή γνώση της υπόθεσης και των χαρακτήρων της Τρικυμίας γίνεται κατανοητή η πλοκή αλλά και οι διάλογοι των δύο ηθοποιών. Για τους λοιπούς το όλο εγχείρημα καταλήγει δυσνόητο.
.
.
Συμπερασματικά (=) η «Μιράντα», είναι μια παράσταση για λίγους, με κορυφαίο στοιχείο την ερμηνεία των δύο ηθοποιών που ξεπερνούν τους εαυτούς τους στην προσπάθειά τους να αποδώσουν το όραμα του σκηνοθέτη. Μια παράσταση που υμνεί την ικανότητα του ανθρώπου να πραγματοποιεί τα όνειρα του ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες, να βρίσκει διέξοδο, φως και ελπίδα. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Σαίξπηρ: «Είμαστε από το υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα και τη ζωούλα μας ύπνος την περιβάλλει»…
Βαθμολογία
5,1
Φωτογραφικό υλικό