Είδαμε και σχολιάζουμε.
Βράδυ Τετάρτης είχαμε ραντεβού στο Αθήναιον της οδού Βασιλίσσης Όλγας. Είναι η δεύτερη φορά που παράσταση από το «ψαγμένο» Vault της Αθήνας θα παρουσίαζε παράσταση στην Θεσσαλονίκη. Προηγήθηκε πριν λίγα χρόνια το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» και τώρα το «The Curing Room». Και τα δυο κουβαλούσαν ως προίκα πέρα από καλές εντυπώσεις θεατών και το προσφιλές «sold out». Την σκηνοθετική ευθύνη είχε (και έχει) ένα δικό μας παιδί, από τα μέρη μας δηλαδή και δεν είναι άλλος από τον Δημήτρη Καρατζιά που σημειώστε είναι και συνιδιοκτήτης του θεατρικού χώρου που διατηρούν με επιτυχία στην Αθήνα.
Περνώντας στα του «The Curing Room» (απορώ γιατί δεν μεταφράστηκε στα ελληνικά), τονίζουμε πως δεν πρόκειται για κανένα ευκολοχώνευτο εργάκι, ούτε κάποιο φαντεζί παιχνιδάκι στα χέρια ενός σκηνοθέτη που αποφασίζει να το παρουσιάσει σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι αρέσκονται σε ευκολίες, βολεμένοι κυρίως σε «κλασσικά εικονογραφημένα». Το κοινό στο οποίο απευθύνεται οφείλει να έχει ανοιχτά μυαλά και κυρίως αντοχές ώστε να δεχτεί αφομοιώνοντας ένα περιεχόμενο που από την αφίσα καταλαβαίνεις πως πρόκειται για δοκιμασία.
Γιατί θέλει κότσια να παρακολουθείς για κοντά 2 ώρες επτά ολόγυμνους «μαντραχαλέους» να βολοδέρνονται ενώ αργότερα να τρώει ο ένας τον άλλον. Φυσικά τα κότσια δεν τα έχει τόση ανάγκη ο θεατής που πέρα από ματάκηδες και λιγούρηδες… επτά ηθοποιοί δοκιμάζονται χωρίς όρια επί σκηνής.
.

Το έργο χαρακτηρίζεται αντιπολεμικό κοινωνικό δράμα και είναι κάποιου Ντέιβιντ Ίαν Λι που αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Το 1944 ναζιστικά στρατεύματα πετούν γυμνούς σε ένα κελάρι ενός άδειου Μοναστηριού κάπου στην Πολωνία, μια διμοιρία Ρώσων στρατιωτών. Ο εγκλεισμός, η πείνα, η δίψα και το ένστικτο της επιβίωσης γρήγορα θα τους οδηγήσει στα άκρα.
Τα πρόσωπα αυτά και πως βιώνουν τη νέα τους σκληρή πραγματικότητα είχε να διαχειριστεί ο Δημήτρης Καρατζιάς. Και παρότι το κείμενο δεν ήταν ξεκάθαρο τόσο σε χαρακτήρες αλλά και πως αυτοί οδηγούνταν σε ακραίες συμπεριφορές, δεν εννοούμε φυσικά τα προφανή, πείνα, νερό, αλλά μέσω ενός περιγραφικού κατά βάση κειμένου, η παράσταση υπήρξε προσεγμένη, με ευαισθησίες, εστιάζοντας σε ανθρώπινες ανάγκες επιβίωσης και ότι αυτό σημαίνει αλλά και μια μεταμόρφωση το δράμα να γίνει θρίλερ… Σε αυτό βοηθήθηκε από κατάλληλους φωτισμούς, ενώ συνέβαλλαν χαρακτηριστικές για την περίσταση “σκληρές” μουσικές.
Σαφώς είχε πολλά ακόμη να κάνει και δεν τα τόλμησε. Όπως μια πιο μελετημένη απέλπιδα προσπάθεια των ταλαίπωρων ηρώων, ένα παραλήρημα που θα πρόσδιδε στο αδιέξοδο που βρισκόντουσαν, ένα συναίσθημα που μερικώς μας άγγιζε, ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον που ελάχιστα μας έπνιξε, μα κυρίως από τη μέση και μετά μια πιο ωμή και σκληρή διαχείριση των συντρόφων, μιλάμε για κανιβαλισμό έως το συναδελφικό «όμορφο», το λες και ελπιδοφόρο γι΄ αυτούς φινάλε. Παρά ταύτα λόγω περιεχομένου η παράσταση γι αυτό που οραματίστηκε ισορροπεί στο μεγαλύτερο της μέρος.

.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, όταν δεν υπάρχει ένα δυνατό κείμενο αλλά μόνο το πλαίσιο, τότε πρέπει να είσαι ή ο Χορν ή η Λαμπέτη να τα φέρεις εις πέρας. Και ακόμη χειρότερα όταν περιφέρεσαι εντελώς γυμνός έχεις ένα λόγο ακόμα παραπάνω να ντύσεις πέρα από την «γύμνια» του ρόλου σου και τον ίδιο σου τον εαυτό. Ομολογώ παρόλο που με ιντριγκάρει το γυμνό, δέκα λεπτά ήταν αρκετά για να ξεκολλήσει το μάτι μου από τα «όργανα»… του καθενός και να επικεντρωθώ στο τι είχαν να μου πουν οι ηθοποιοί, αυτό θεωρείται επιτυχία.
.
Σε μια κακή ακουστική βραδιά που η φωνή τους δεν περνούσε καλά – καλά στη σάλα του θεάτρου, υποκριτικά κανένας δεν εντυπωσίασε, ωστόσο δε είναι τυχαίο που τον Λοχαγό, έναν από τους πιο κεντρικούς ρόλους ερμήνευσε ένας εξαίρετος νέος ηθοποιός, ο Στέλιος Ψαρουδάκης (η Θεσσαλονίκη τον είδε τελευταία στα «Φεγγάρια» στο πλευρό του Άγγελου Αντωνόπουλου). Ο οποίος ήταν και ο μόνος που εξέφρασε σε σωστές δόσεις τον πόνο, το αδιέξοδο και την ευθύνη ενός ανθρώπου που βλέπει τους φαντάρους του να υποφέρουν επιλέγοντας μια ακραία απόφαση. Από εκεί και πέρα, τόσο ο Νίκος Γκέλιας που όλη η Ελλάδα γνώρισε στην υπέροχη ταινία «Ξενία» όσο και οι υπόλοιποι, Ευθύμης Γεωργόπουλος, Τάσος Δέδες, Πάνος Νάτσης Βασίλης Τσιγκριστάρης και Στέλιος Καλαϊτζής, μπορεί να είχαν τις στιγμές τους, μικρές αλλά τις είχαν, ωστόσο παρασύρθηκαν σε βατά μονοπάτια παρά κάποιας εσωτερικής ερμηνείας. Θεωρώ πως μπορούσαν τουλάχιστον σωματικά να δείξουν την σκληρότητα που βιώνουν.

.
Τέλος, οφείλω να ομολογίσω πως η παράσταση αδικείται κατάφορα στο συγκεκριμένο θέατρο. Η υπερυψωμένη σκηνή, ο απλωμένος χώρος και μια σχετική απόσταση από τους θεατές δεν προσφέρει την απαιτούμενη ατμόσφαιρα. Μια άλλη –βολική- απάντηση θα ήταν η αναπόφευκτα μικρή παραγωγή του εναλλακτικού αθηναϊκού Vault και δεν εννοούμε φυσικά το έμψυχο υλικό, αλλά τουλάχιστον μια σκηνική παρέμβαση θα φόρτωνε περισσότερο τον εγκλεισμό τους, ενώ μια τρίτη και τελευταία δικαιολογία πως έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια πιο πιεστική, σφιχτή σκηνοθεσία θα ανέτρεπε όλες τις παραπάνω ενστάσεις.
.
Παραστάσεις που έχουν κάτι να πουν, κυρίως τολμούν μέσω κάποιας ιδιαιτερότητας αλλά δυστυχώς δεν το πετυχαίνουν ολοκληρωτικά, ειλικρινά μας στεναχωρούν, ωστόσο για την τίμια προσπάθεια, αξίζει να το βιώσετε βλέποντας το.
Βαθμολογία
6 στα 10
—
-ΑΘΗΝΑΙΟΝ
«THE CURING ROOM» του David Ian Lee.

Μέρες και ώρες παραστάσεων: 16 – 20 Μαίου. Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21:15. Κυριακή19:00 και 21:15. Διάρκεια: 100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
.
ΒΙΝΤΕΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ – ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΑΙΟΝ 16/5/2018
Φωτογραφικό υλικό