Είδε και σχολιάζει η Μαρία Γρηγοριάδου.
Το φημισμένο μιούζικαλ «Το Φάντασμα της Όπερας», μετά από 12.000 παραστάσεις στο Her Majesty ‘s Theatre του Λονδίνου και παρουσιάσεις σε 165 πόλεις, και με την αξεπέραστη μουσική του Andrew Lloyd Webber, σε στίχους του Charles Hart και Richard Stilgoe που στηρίζονται στο βιβλίο του Stilgoe και Lloyd Webber, έχουν οι Θεσσαλονικείς την ευκαιρία να απολαύσουν αυτή την περίοδο στο Μέγαρο Μουσικής. Και η υποδοχή που του επιφύλαξε το κοινό είναι τεράστια και παρά τα πανάκριβα εισιτήρια ελάχιστα έχουν απομείνει δικαιώνοντας τη φήμη που το ακολουθεί για μια μοναδική εμπειρία.
.

.
Η υπόθεση παρότι είναι γνωστή αξίζει να αναφερθεί, η Κριστίν μια νεαρή χορεύτρια του μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού αγαπά πολύ τη μουσική. Ξαφνικά εμφανίζεται μια φωνή που την καθοδηγεί ώστε να βρει τη φωνή που κρύβεται μέσα της και να καταφέρει να πρωταγωνιστήσει στην Όπερα. Αυτή η φωνή ανήκει στο αποκαλούμενο Φάντασμα της Όπερας, ενός ιδιοφυούς ανθρώπου που τρύπωσε στα έγκατα της Όπερας του Παρισιού για να αποφύγει το χλευασμό των ανθρώπων εξαιτίας της αποκρουστικής του εμφάνισης. Το Φάντασμα όταν άκουσε τη φωνή της Κριστίν μαγεύτηκε κι αποφάσισε να την αναδείξει με οποιοδήποτε κόστος, οδηγώντας τον σ’ έναν «απαγορευμένο» έρωτα και σε μια σχέση εξάρτησης μαζί της. Αντίθετα η Κριστίν ερωτεύεται έναν παιδικό της φίλο, τον Ραούλ, ο οποίος τυχαίνει να είναι ένας εκ των νέων ιδιοκτητών της Όπερας. Ίντριγκες, τραγικά γεγονότα, σκληρές διεκδικήσεις πόθων, έρωτες κι απογοητεύσεις εξελίσσονται σε όλο το έργο.
.

.
Παρακολουθώντας λοιπόν την παράσταση στις 22 Ιανουαρίου, απόλυτη ήταν η ικανοποίηση απ’ όσα είδαμε, ακούσαμε και νιώσαμε. Η ένταξη στο κλίμα του έργου ξεκινά μόλις μπει κανείς στην αίθουσα Φίλων Μουσικής, της οποίας η σκηνή είναι διαμορφωμένη με το επιβλητικό σκηνικό που παραπέμπει σε θεωρία Όπερας. Στην οροφή της πλατείας βρισκόταν ένας πολυέλαιος ο οποίος μας προϊδέασε για τη συνέχεια και μας δημιούργησε μια περιέργεια για το πώς θα παρουσιαστεί η σκηνή κατά την οποία αυτός πρέπει να πέσει.
.

.
Μόλις ανοίγει η αυλαία το πρώτο που εντυπωσιάζει το θεατή είναι το επιβλητικό και ογκώδες σκηνικό. Σκηνικά άλλοτε έντονα χρωματιστά κι άλλοτε σκοτεινά περιστρέφονταν κι εναλλάσσονταν με απίστευτη ταχύτητα. Πολλές φορές αναρωτιόσουν αν όλα αυτά συνέβαιναν ζωντανά ή έβλεπες μια ταινία στον κινηματογράφο. Δυο από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές της παράστασης ήταν η σκηνή στην οποία το Φάντασμα οδηγεί την Κριστίν μέσα στη βάρκα και η πτώση του πολυελαίου της Όπερας που επέρχεται ως αντίποινο από την οργή του Φαντάσματος. Μια ξύλινη βάρκα οδηγούσε τους πρωταγωνιστές μέσα σ’ ένα ποτάμι καπνού δίνοντας μια υγρή και μυστήρια αίσθηση στο σκηνικό ενώ αντίστοιχα η πτώση του πολυελαίου συνοδευόταν από ήχους κρότου και λάμψεις που δημιούργησαν ένα συναίσθημα φόβου και πανικού.
.

.
Όλα οι καλλιτέχνες ήταν ξεχωριστοί στους ρόλους τους. Άψογα καταρτισμένοι κι απόλυτα συγχρονισμένοι και προσαρμοσμένοι στο χώρο. Η Κριστίν (Amy Manford/ Celinde Schoenmaker) απέδωσε όλα τα συναισθήματα του ρόλου της και ήταν ιδιαίτερα συγκινητική στα τραγικά σημεία της ερμηνείας καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει τι νιώθει το Φάντασμα γι’ αυτήν και να σώσει τον αγαπημένο της Ραούλ που ήταν αιχμάλωτός του. Ο Ραούλ ( Nadim Naaman) αποτέλεσε μια ήρεμη δύναμη στη σκηνή καθώς επιστράτευσε τη λογική του για να βρει τη λύση στο μυστήριο ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να καθησυχάσει και να ενθαρρύνει την αγαπημένη του Κριστίν. Το Φάντασμα της Όπερας ενσάρκωσε ο Ben Forster ο οποίος ήταν καθηλωτικός στην ερμηνεία του. Απέδωσε άριστα μέσα από τη βροντερή και αισθαντική φωνή του όλο τον πόνο, την αγωνία, το πάθος και την αγάπη που έκρυβε ένα παραμορφωμένο πλάσμα, καθώς μέσα από την κινησιολογία του και όλη τη σκηνική του παρουσία φαινόταν ότι έπασχε πάνω στη σκηνή. Εξαιρετικοί υπήρξαν και όλοι άλλοι βασικοί συντελεστές: η ψηλομύτα σοπράνο-πριμαντόνα (Lara Martins) που με τα καμώματά της έδωσε μια ευχάριστη νότα στο έργο, η διευθύντρια του μπαλέτου της Όπερας (Valerie Cutko) που με τη σύνεση και τη λογική της προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τον τρόμο που έσπερνε το Φάντασμα ενώ ταυτόχρονα τον συμπονούσε, μας εντυπωσίασαν όλοι με τον επαγγελματισμό και την ευκολία με την οποία μπορούσαν να τραγουδήσουν και να παίξουν ταυτόχρονα.
.

.
Η παράσταση συνοδευόταν από αρκετά οπτικοακουστικά εφέ που βοήθησαν τους θεατές να βιώσουν πιο έντονα και ρεαλιστικά την ιστορία. Φώτα τρεμόσβηναν, κρότοι ακούγονταν, ενίσχυση στον ήχο υπήρχε ώστε να είναι πιο δυνατός και καθαρός κι αυτό σ’ έκανε να νιώθεις σα να έχεις μπει μέσα στο παραμύθι. Επιπλέον, η ζωντανή μουσική προσέδωσε ζωντάνια στο έργο και το κοινό μπορούσε να απολαύσει μια παράσταση κατά την οποία όλα συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή, ταυτόχρονα, νιώθοντας την επικοινωνία και τη σύνδεση της μουσικής, της υπόθεσης και των συντελεστών, η οποία βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία.
.

.
Λεπτομέρειες που αφορούν τα αρνητικά αφορούν κυρίως το χώρο του Μεγάρου, που δεν είναι διαμορφωμένο για τέτοιες μεγάλες παραγωγές με αποτέλεσμα να αποδυναμώσει και την παράσταση, γι’ αυτό και πολλές φορές η σκηνή φαινόταν μικρή ή πολύ γεμάτη από τα μεγάλα σκηνικά. Η εμβληματική σκηνή με τη βάρκα ήταν αρκετά περιορισμένη ενώ ο εορταστικός χορός της Μασκαράτα, στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι συντελεστές, υπήρξε αρκετά στριμωγμένος. Μια άλλη δυσκολία που υπήρχε ήταν η θέση των υπότιτλων, οι οποίοι βρίσκονταν στα δυο πλαϊνά της σκηνής κι αυτό δυσκόλευε το θεατή που ήθελε να διαβάσει τη μετάφραση αλλά και να παρακολουθήσει ταυτόχρονα την παράσταση. Ωστόσο όπως αναφέραμε στην αρχή, αυτά δεν αφορούν άμεσα την παρουσίαση του έργου και δεν πρέπει να απωθεί κάποιον που μπορεί να δει μια τέτοια παραγωγή, έστω και με τις δομές που διαθέτουμε, στην Ελλάδα.
Καταλήγοντας, «Το Φάντασμα της Όπερας», με τους αυθεντικούς πρωταγωνιστές του West End, έτσι όπως παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, θα μείνει μια αξέχαστη εμπειρία. Πρόκειται για μια πλουσιοπάροχη παραγωγή που για περίπου 2,5 ώρες, μας έκανε να ταξιδέψουμε, να συγκινηθούμε, να γελάσουμε και να βιώσουμε όλη την πάλη μεταξύ του Φαντάσματος, της Κριστίν και της σκληρής πραγματικότητας. Την συστήνουμε ανεπιφύλακτα.
.
.
Φωτογραφικό υλικό