Συγνώμη κα ΚΑΙΤΗ ΠΑΠΑΝΙΚΑ, απογοητευτικός ο θεατρικός μονόλογος σας. Είδαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον και σχολιάζουμε.
Φεστιβάλ μονολόγων και «Κραυγές γυναικών» η μία μετά την άλλη… Και είναι αλήθεια ότι ο μονόλογος ως έκφραση – και… όχι μόνο θεατρική- δένει αρμονικά με την πολυσύνθετη/ λαλίστατη γυναικεία φύση! Και ειδικά όταν επικεντρώνεται «στα του οίκου» της και «στα της ψυχής» της. Μπορώντας να μιλά γι αυτά όχι 80 λεπτά, αλλά ώρες ατέλειωτες… Ένα σχετικό δείγμα μας έδωσε η παράσταση- μονόλογος «Συγγνώμη μαμά» σε κείμενο και σκηνοθεσία Γιώργου Βασιλειάδη, με ερμηνεύτρια την Καίτη Παπανίκα που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον. Τόσο ο τίτλος όσο και οι πληροφορίες της παράστασης, έδωσαν σαφές στίγμα για το περιεχόμενο και το θέμα της, κρατώντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού την προσδοκία για «θεατρική έκπληξη» επί σκηνής…
Ποιο ήταν το θέμα; Ίσως το πιο κοινότυπο, χωρίς βέβαια αυτό από μόνο του να σηματοδοτεί κάτι αρνητικό. Εν ολίγοις η ζωή μιας γυναίκας, μιας μέσης ελληνίδας γυναίκας σε όλους τους ρόλους που καλείται να υπηρετήσει στο διάβα των χρόνων της, ξεκινώντας από την ηλικία «συνειδητότητας» του φύλου, εκεί κοντά στην εφηβεία. Μια γυναίκα που παρακολουθούμε να αφηγείται τα γεγονότα της ζωής της από τα 15 μέχρι τα 95, διατρέχοντας τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, το γάμο της, τη δουλειά της, τα δύο της παιδιά, τη σχέση με τη μητέρα της, τη σχέση με τον άνδρα και τα παιδιά της, τα όνειρα και τους καημούς της σε μια Ελλάδα που διαρκώς αλλάζει γύρω της. Για να καταλήξει στα βαθιά γηρατειά, με όση διαύγεια μυαλού της απομένει, να αναπολεί με λαχτάρα μα και πίκρα όσα έκανε ή δεν έκανε, φυλάγοντας πριν το τέλος μια συγκινητική «συγγνώμη» στη μάνα της. Μια φιγούρα απόλυτα ρεαλιστική, καθημερινή, συνηθισμένη, σχεδόν «απαρατήρητη» ανάμεσα στις άπειρες παρόμοιες δίπλα μας…
Θα ξεκινήσουμε από τα αρνητικά (-) της παράστασης, έχοντας κάποιες σοβαρές ενστάσεις επί της ουσίας:
– Η πρώτη και βασική αφορά στο κείμενο του Γ. Βασιλειάδη. Όπως προαναφέραμε, η επιλογή ενός κοινότυπου θέματος ΔΕΝ μεταφράζεται απαραίτητα σε κοινοτυπία, όσον αφορά στη διαχείρισή του. Δεδομένου ότι… όλα έχουν ειπωθεί και ότι το τρίπτυχο «Ζωή- Έρωτας- Θάνατος» δεν θα πάψει ποτέ να αποτελεί κυρίαρχη πηγή έμπνευσης, είναι αναμενόμενο να το συναντάμε συχνά- πυκνά στα θεατρικά έργα. Και η φαντασία του συγγραφέα είναι αυτή που θα δώσει μια ΜΗ κοινότυπη έως απρόβλεπτη διάσταση σε ένα χιλιοειπωμένο θέμα, προσφέροντάς το ακόμη και ως «πρωτοφανές»! Σε αντίθεση με την περίπτωση του συγκεκριμένου, όπου η φαντασία έλαμψε με την πλήρη απουσία της και όχι μόνο…
‘Ενας στεγνός ρεαλισμός με τη μορφή μιας εντελώς επίπεδης αφήγησης κοινών γεγονότων, που ουδέποτε θα κέντριζαν το συγγραφικό ενδιαφέρον και πολύ περισσότερο αυτό ενός θεατή. Η πλήρως συμβατική ζωή μιας γυναίκας- σαν τις άπειρες παρόμοιες της καθημερινότητας- είναι μεν μια υπαρκτή, αληθινή πραγματικότητα, αλλά δοσμένη τόσο επίπεδα ως «ρεπορτάζ», ΔΕΝ καθίσταται ουδόλως ενδιαφέρουσα ως μορφή τέχνης, θεατρικής εν προκειμένω. Διότι όταν λείπει τραγικά αυτό το «κάτι» μιας ουσιαστικής εμβάθυνσης/ αναζήτησης/ αλληγορίας/ ποίησης κλπ. ποιο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον μπορεί να έχει μια στεγνή αφήγηση σαν αυτές που ακούει κανείς καθημερινά από χιλιάδες γυναίκες γύρω του; Που βρίσκεται η «τέχνη»; Ενώ αντίθετα το στοιχείο της «συμβατικότητας», ως σπουδαίο ερέθισμα για θεατρική ανάδειξη, έμεινε πλήρως αναξιοποίητο σε επίπεδο ανούσιας περιγραφής, με στοιχεία αφελούς «διδακτισμού» ή με κάποια κοινότυπα τσιτάτα.
Πέραν τούτων όμως, υπήρξαν και εγγενείς συγγραφικές αδυναμίες, τόσο στο γεγονός ότι ΔΕΝ αιτιολογήθηκε καθαρά το «συγγνώμη μαμά», όσο και σε κάποιες λεπτομέρειες χαρακτηριστικές. Ας πούμε η εφηβική ηλικία της ηρωίδας αναφέρεται στην προπολεμική Ελλάδα, όμως τίποτα στην αφήγηση δεν δίνει καν το στίγμα και το κλίμα της συγκεκριμένης εποχής, αντίθετα παραπέμπει σε πολύ μεταγενέστερες περιόδους. Ούτε όμως και οι καθοριστικές περίοδοι της κατοχής, του εμφυλίου, της δικτατορίας δίνονται με «συγγραφικό» στίγμα, σαν όλη η μακριά πορεία να αναφέρεται σε μια ίδια – ουδέτερη εποχή.
– Για την ισοπέδωση όμως ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η σκηνοθεσία, επίσης από τον Γ. Βασιλειάδη. Όπου η έλλειψη φαντασίας που χαρακτήρισε το κείμενο, συνόδεψε μοιραία και τη δραματοποίησή του, περιορισμένη σε κάποιες υποτυπώδεις- αμήχανες μετακινήσεις μεταξύ των λιγοστών επίπλων και σε κάποιες αλλαγές αξεσουάρ στα ρούχα ή αλλαγές μακιγιάζ, ομολογούμε εύστοχες. Κόβοντας παράλληλα τις σκηνές με χαμήλωμα των φώτων και παρεμβολή τραγουδιών, μόνο που το «κόψιμο» διαρκούσε υπέρ του δέοντος, δημιουργώντας μεγάλα χάσματα στη ροή και αποδυναμώνοντας εντελώς τον ρυθμό της, ενώ έλειψε απογοητευτικά η πειστική ατμόσφαιρα της αλλαγής των εποχών. Με λίγα λόγια, η σκηνοθεσία ακολούθησε με «συνέπεια» τις αδυναμίες του κειμένου: συμβατική, επίπεδη, άνευρη, χωρίς έμπνευση…
Αυτό που – σε ένα βαθμό – έσωσε την παράσταση (+) ήταν η ερμηνεία της Καίτης Παπανίκα.
– Μια καταξιωμένη ηθοποιός με μακριά πορεία, αν και σπάνια εμφανιζόμενη τα τελευταία χρόνια, που απέδωσε μια ερμηνεία μεστή, ως απόρροια της σκηνικής της εμπειρίας αλλά και του ταλέντου της. Παρότι ελαφρώς κουρασμένη και δυσκίνητη, εντούτοις έφερε σε πέρας με επιτυχία την μεγάλη δυσκολία ενός ρόλου που απαιτούσε να υποδυθεί την ηρωίδα από παιδούλα μέχρι υπέργηρη, παρότι οι ηλικιακές αλλαγές θα μπορούσαν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα σκηνοθετικά. Ωστόσο η πολύ εκφραστική εκφορά του λόγου, η αμεσότητά της στην επικοινωνία με το κοινό, κάποιες δουλεμένες λεπτομέρειες και το εμφανές συναίσθημα, κάλυψαν σε ένα βαθμό τις αδυναμίες του έργου. Με μόνα αδύνατα σημεία στην ερμηνεία της κάποιες στιγμές μελό και το άτεχνο φινάλε.
– Η μουσική με εμβόλιμα τραγούδια του Αλέξανδρου Χατζή και της Αλέκας Κανελλίδου σε όλη τη διάρκεια, υπήρξε εξαιρετική μεν ως άκουσμα, αλλά σε ορισμένες σκηνές ακατάλληλη, καθώς περιμέναμε ακούσματα πιο ταιριαστά με την ατμόσφαιρα της κάθε εποχής, ακολουθώντας και μουσικά τις αλλαγές των δεκαετιών. Το σκηνικό των λιγοστών επίπλων, απλό και συμβατικό, ενώ οι έξυπνες στυλιστικές λεπτομέρειες πάνω στο βασικό κοστούμι, έδιναν το ζητούμενο αποτέλεσμα. Οι φωτισμοί απλά εναλλάσσονταν μονότονα σε χαμηλό για την αλλαγή σκηνής και το τραγούδι και δυναμωμένο στη διάρκεια της αφήγησης…
Θα κλείσουμε (=) λέγοντας επιγραμματικά ότι πρόκειται για μια παράσταση όπου δυστυχώς η ανιαρή συμβατικότητα σε όλα τα επίπεδα, κατάπιε την αλήθεια της με ό,τι καλό θα μπορούσε να δώσει μέσω αυτής, αλλά και μια ωραία ερμηνεία δυνατοτήτων…
Βαθμολογία: 4 στα 10
Φωτογραφικό υλικό