Είδε η Ελένη Γιαννακίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της παράστασης «Μέδουσα» στη σκηνή του «Αθήναιον» σε κείμενο Μιχάλη Καραγιάννη και σκηνοθεσία Αντώνη Καραγιάννη με την Πηνελόπη Αναστασοπούλου σε έναν ίσως από τους πιο σημαντικούς ρόλους στην επαγγελματική της θεατρική πορεία.
Πρόκειται για ένα έργο που αξιοποιεί τον μύθο της Μέδουσας, στην ουσία τον αναγιγνώσκει ξανά, και μας προσφέρει τον μύθο από μια άλλη οπτική, τοποθετώντας τον στη σημερινή εποχή και καθιστώντας τη Μέδουσα πρόσωπο επίκαιρο και συνάμα διαχρονικό με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί κάθε γυναίκα που έχει δεχτεί κακοποιητικές συμπεριφορές, που έχει από φόβο σωπάσει, που έχει περιθωριοποιηθεί και ήρθε τώρα η ευκαιρία να μιλήσει, να σπάσει τη σιωπή και να βγάλει την αλήθεια γυμνή στο φως.
Σύμφωνα με τον μύθο, η Μέδουσα είναι μια πανέμορφη κόρη, ιέρεια στον Ναό της Θεάς Αθηνάς στο νησί της Σερίφου. Ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας, την βλέπει, σαγηνεύεται από την ομορφιά της και σμίγει μαζί της παρά τη θέλησή της μέσα στο ιερό. Η θεά Αθηνά θυμώνει με τη Μέδουσα και την μεταμορφώνει σε τέρας. Οι μπούκλες των μαλλιών της μεταμορφώνονται σε φίδια και το βλέμμα της πετρώνει κάθε άνθρωπο που την κοιτάει στα μάτια. Όλοι την φοβούνται και την απεχθάνονται κι η Μέδουσα κρύβεται σε ένα σπήλαιο όπου χρόνια μετά τη βρίσκει ο νεαρός Περσέας, μετά από εντολή του βασιλιά Πολυδέκτη, και την αποκεφαλίζει. Από το κεφάλι της τότε πετάγονται ο Πήγασος κι ο Χρυσάωρ. Ο Περσέας, στη συνέχεια, έχοντας μαζί του το κεφάλι της Μέδουσας και ταξιδεύοντας προς Σέριφο, συναντά την Ανδρομέδα δεμένη σ έναν βράχο, τιμωρημένη από τους θεούς, την ελευθερώνει πετρώνοντας το θαλάσσιο τέρας για το οποίο εκείνη αποτελεί έδεσμα και γυρνά μαζί της στο νησί. Εκεί, αφού πετρώνει κι ο βασιλιάς Πολυδέκτης βλέποντας το κεφάλι της Μέδουσας, ο Περσέας γίνεται ήρωας και αφιερώνει το κεφάλι της Μέδουσας στην Αθηνά που το τοποθετεί στην ασπίδα της ως έμβλημα δύναμης και παράλληλα τρόμου για τους εχθρούς.
Στην παράσταση, η Πηνελόπη Αναστασοπούλου παρουσιάζεται ως Μέδουσα στην ανθρώπινη γήινη μορφή της, όχι ως αποτρόπαιο τέρας που πετρώνει κάθε έναν στο διάβα του αλλά ως γυναίκα που έχει γίνει θύμα του ισχυρού ανδρικού φύλου, που έχει κακοποιηθεί, πολλές φορές μέχρι θανάτου κιόλας , και που δεν έχει δικαιωθεί, αντιθέτως και παραδόξως έχει ενοχοποιηθεί, έχει εξευτελιστεί, έχει απομονωθεί από την ίδια την κοινωνία, έχει φοβηθεί και δεν μιλά. Ήρθε όμως η στιγμή που σπάει την σιωπή της και μέσα από έναν μονόλογο απευθυνόμενη στην κοινωνία, σε κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα απευθυνόμενη σε κάθε γυναίκα, ανοίγει την καρδιά της και τις σκέψεις της, μας καλεί, εμάς τους θεατές, να την κοιτάξουμε στα μάτια, μας καλεί να την ακούσουμε και μαζί της μέσα από το προσωπικό δράμα που ταυτίζεται με το δράμα κάθε γυναικείας ύπαρξης που έχει υποστεί κάθε μορφής βιασμό και κακοποίηση( λεκτική, σωματική, ψυχική), να οδηγηθεί στην λύτρωση.
Ετσι, καταφέρνει, μέσα από τα 70 λεπτά μονολόγου, με την ερμηνεία, τις κραυγές, τις κινήσεις, τις συσπάσεις του κορμιού της, τους λυγμούς, να καταλαμβάνει όλο σχεδόν τον χώρο της σκηνής κι ως άλλη ιέρεια να αναζητήσει την κάθαρση ρίχνοντας συμβολικά νερό στο πρόσωπο και σώμα της, αφού πρώτα το αλείψει με σαπούνι για να νιώσει αγνή, να απαλλάξει το κορμί της από τη βρωμιά αλλά και να εξοβελίσει το βάρος από μέσα της, να απαλλαχθεί από κάθε ενοχή που δε θα έπρεπε να νιώθει, να διώξει τα φαντάσματα που κουβαλά συνέχεια ως αλυσίδες που δεν την αφήνουν να ελευθερωθεί .
Ιδιαίτερη είναι η στιγμή που η ηθοποιός αναφέρει όλα τα ονόματα των νεαρών γυναικών που βρήκαν φρικτό θάνατο από τους συντρόφους τους, τους συζύγους, τους βιαστές τους, καλώντας όλες και όλους να μην σιωπούν σε κάθε είδους κακοποιητική συμπεριφορά εις βάρος τους και να μιλούν, όπως και η ίδια υποδυόμενη τη Μέδουσα στη σκηνή μιλά, κάνοντας αναφορές στον μύθο, σχετίζοντας το δράμα της Μέδουσας με το δράμα κάθε θύματος που ζητά δικαίωση και ψυχική σωτηρία. Συνειρμικά, στο νου όλων μας περνάει και ο προσωπικός αγώνας της ίδιας της ηθοποιού που δεν φοβήθηκε και μπήκε μπροστά στο κίνημα metoo, που τόλμησε και μίλησε για να βγουν στο φως περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς απέναντί της ,ώστε να γίνει η ίδια παράδειγμα για να ακολουθήσουν κι άλλες γυναίκες να μιλούν, να μην αφήνουν τίποτα κρυφό για να σταματήσουν οι θύτες να ηρωοποιούνται και να μένουν αλώβητοι πέρα από κάθε υποψία και τιμωρία.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον να ξεκινήσει η παράσταση με ένα άκρως εντυπωσιακό και με πολλούς συμβολισμούς σκηνικό. Μια ημιδιάφανη κουρτίνα δεσπόζει στη σκηνή όπου διαγράφεται μια γυναικεία μορφή ξαπλωμένη σε ένα κατάλευκο μεγάλο σε μήκος τραπέζι που παραπέμπει σε χώρο μπάνιου, μιας και κάτω από αυτό υπάρχουν σκεύη λουτρού, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει και με ανάκλιντρο αλλά και τραπέζι λήψης αποφάσεων και ετυμηγοριών. Ακούγονται ήχοι νερού που τρέχει κατά μήκος της κουρτίνας και μουσική που μας καθηλώνει σ αυτό το σκηνικό για κάποια λεπτά και μας τοποθετεί στον συμβολικό χώρο αλλά και χρόνο που θέλει ο σκηνοθέτης να μας βάλει. Στο νου μας η λέξη κάθαρση, εξαγνισμός, λουτρό, αγνότητα, φύση, νερό, τόλμη, φόβος, θάρρος αντικαθιστούν η μία την άλλη και πάλι από την αρχή έρχονται και φεύγουν, καθώς ο ήχος του νερού είναι πολύς, συγκεκριμένος και δυνατός.
Η φωνή της Κάτιας Δανδουλάκη που ακούγεται ως ο εσωτερικός μονόλογος της Μέδουσας, μάς αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις της μυθικής μορφής από τη μια πλευρά, ενώ τα λόγια της Αναστασοπούλου που ακολουθούν, αποτελούν από την άλλη πλευρά τον μονόλογο της Μέδουσας προς εμάς, τους θεατές. Κι οι δυο φωνές με τον έντονο εξομολογητικό χαρακτήρα τους καταφέρνουν να μας κάνουν να ταυτιζόμαστε μαζί τους, να αποστρεφόμαστε στιγμές, να λυπόμαστε για την αδυναμία αντίδρασης και φόβου, να χαιρόμαστε για τη δύναμη της ψυχής και θάρρους, να οδηγούμαστε μαζί στο φως και στην αλήθεια.
Στο σκηνικό, δεσπόζουν και οι μεγάλες κατά μήκος, στο πίσω μέρος της σκηνής, αλυσίδες που συχνά η ηρωίδα χτυπά για να αποδεσμευθεί από αυτές ή πάλι για να τονίσει πως θέλει όλοι να γίνουμε μια αλυσίδα, να ενωθούμε χωρίς να διστάζει καμιά γυναίκα και να δυναμώσουμε τις φωνές μας απέναντι στη σιωπή και τον φόβο.
Η ενδυματολογική επιλογή, ένα λευκό – μπεζ φόρεμα που διαγράφει και συνάμα αφήνει ελεύθερο το σώμα να χορέψει, να κινηθεί, να ξαπλώσει, να πλυθεί, σαν ρούχο ιέρειας ή θεάς, με της σειρά της τονώνει τη σύνδεση του μύθου με την πραγματικότητα, ενώ οι μουσικές συνδράμουν δυναμικά στην κορύφωση του μονολόγου ακολουθώντας τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της ηρωίδας σε συνδυασμό με τους φωτισμούς που παίζουν με τις αποχρώσεις του διάφανου μπλε τονίζοντας το ουράνιο και υδάτινο στοιχείο.
Το αρνητικό (-) σημείο που βαρύνει τη παράσταση το βρίσκουμε στο φλύαρο κείμενο που δυστυχώς σε πολλά σημεία επαναλαμβάνεται. Στα 70 λεπτά του έργου υπάρχουν πολλά σημεία όπου παρατηρούμε συνεχείς επαναλήψεις λέξεων -φράσεων, σκέψεων που κουράζουν και δεν συνδράμουν στην εξέλιξη, μα αποτελούν ανούσια καθυστέρηση στην πορεία της Μέδουσας προς την λύτρωση. Η υποκριτική δεινότητα της Αναστασοπούλου πολλές φορές αποδεικνύεται πολύ ισχυρή καλύπτοντας αδυναμίες του κειμένου που, αν από μόνο του κουβαλούσε μέσω των αφηγηματικών τρόπων που γράφτηκε δυνατότερο συναισθηματικό και συγκινησιακό φορτίο, η πρωταγωνίστρια θα το απογείωνε .
Εν κατακλείδι (=), πρόκειται για μια παράσταση που πραγματεύεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο το ζήτημα της κακοποίησης της γυναίκας και την προσπάθειά της να μην φιμώνεται ο λόγος της αλλά να τολμά να ακούγεται η φωνή της και να βρίσκει δικαίωση, προασπίζοντας το δικαίωμα της για αξιοπρέπεια, προσωπική βούληση και ελευθερία στις επιλογές της. Η σύνδεση με τον μύθο της Μέδουσας αναδεικνύει την εσκεμμένη προσπάθεια των θυτών να καλύπτουν τα σφάλματά τους σε μια κοινωνία που αρέσκεται να ενοχοποιεί αδύναμους σωματικά ανθρώπους όπως τις γυναίκες, να βαυκαλίζεται πίσω από πέπλα σεμνοτυφίας και να χάνει το αίσθημα του δικαίου και της προσωπικής λύτρωσης .
Βαθμολογία: 6,4/10
Η Πηνελόπη Αναστασοπούλου ενσαρκώνει μια σύγχρονη Μέδουσα που σπάει τη σιωπή στο Θέατρο Αθήναιον




.jpg)
.jpg)


