Είδε και σχολιάζει ο Γιώργος Μπαστουνάς.
.
Το «Σπασμένο γυαλί» αποτελεί μία παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Άρθουρ Μίλερ με κεντρικό άξονα ένα ζευγάρι, όπου τη νύχτα των κρυστάλλων, που οι Ναζί έσπασαν όλα τα μαγαζιά των Εβραίων, η γυναίκα μένει παράλυτη, χωρίς παθολογική αιτία, με τον Δόκτωρ Χάιμαν να διερευνά τις βαθύτερες αιτίες αυτού του γεγονότος σε συνάρτηση της σχέσης με το σύζυγό της.
Αρχικά, στα θετικά (+) σημεία της παράστασης εντάσσεται το διαχρονικό κείμενο του Άρθουρ Μίλερ, το οποίο αποτελεί ένα ψυχολογικό έργο, που θέτει στο επίκεντρο ύψιστης σημασίας κοινωνικά και πολιτικά θέματα, όπως ο ναζισμός, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, αλλά και η σωματική και ψυχική ενδοοικογενειακή βία. Τα μεγεθυμένα αυτά στοιχεία παρουσιάζονται ενταγμένα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, οι οποίοι πάλλονται με τα συναισθήματα και τους φόβους τους και προσπαθούν να αποκαθηλωθούν από μία πραγματικότητα, που τους βασανίζει. Το κείμενο φαίνεται να έχει αρχή, μέση και τέλος υπηρετώντας πλήρως το αρχέτυπο τρίπτυχο «ύβρις, νέμεσις, κάθαρσις».
.
.
Η σκηνοθεσία της Άσπας Καλλιάνη κινείται σε γενικές γραμμές σε ικανοποιητικά πλαίσια με τη συνεχή εναλλαγή σκηνών να συμβάλλει στην ανανέωση του έργου και στην προσπάθεια να γίνει μία μεγαλύτερη εμβάθυνση στον ψυχισμό των ηρώων, σκιαγραφώντας τις αντιδράσεις τους σε μία έκταση χρόνου. Ορισμένα σκηνοθετικά ευρήματα, όπως η σκηνή, που πασχίζει ο σύζυγος να σηκώσει την καθηλωμένη πρωταγωνίστρια από το αμαξίδιο ή η σκηνή, που σήμανε το φινάλε της παράστασης, συμβάλλουν καίρια στην αύξηση της δραματικότητας. Η σκηνοθεσία ακολουθεί μία συνεχώς αυξανόμενη ροή, με μία παράσταση, που ξεκινά αργά στο πρώτο μέρος της, αλλά σταδιακά εξελίσσεται στο δεύτερο μέχρι να επέλθει η κορύφωση στο φινάλε αυτής.
Οι τρείς πρωταγωνιστές μοιάζουν να έχουν αρκετή χημεία μεταξύ τους με ισομετρικά μοιρασμένους ρόλους. Αναλυτικότερα, ο Γιάννης Βούρος στο ρόλο γιατρού Χάιμαν διατήρησε μία ήρεμη, όπως άρμοζε στο ρόλο του, απόδοση και αποτέλεσε τον αντίθετο πόλο του εκρηκτικού, αλλά και εύθραυστου συζύγου Φίλιπ Γκέλμπεργκ, τον οποίο ερμήνευσε ο Χάρης Σώζος, ώστε να επέρχεται μία αρμονία. Η Παναγιώτα Βλαντή σε έναν δύσκολο ρόλο, της παράλυτης Σύλβια Γκέλμπεργκ με πολλές ψυχολογικές μεταπτώσεις στάθηκε αξιοπρεπώς, διαχειριζόμενη μία ευρεία γκάμα συναισθημάτων, που άλλοτε προσέφεραν μία μετρημένη απόδοση, και άλλοτε μία πιο υπερβολική αποτύπωση, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Η Βάσω Γουλιελμάκη στο ρόλο της συζύγου του γιατρού ερμηνεύει έναν ρόλο, τόσο με κωμικές, όσο και με δραματικές πτυχές, που περιπλέκονται μεταξύ τους, ώστε παρά την προσπάθεια για μετρημένη σύλληψη, εντούτοις παρουσιάζει μία συγχέουσα υπερβολή. Τέλος, αξιοπρεπής είναι η Ελίνα Μάλαμα στο ρόλο της αδερφής της Σύλβια, που ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας, με την απόδοσή της να κινείται σε ικανοποιητικά πλαίσια.
.
.
Στα θετικά η ενδυματολογική επιλογή της έμπειρης Ντένης Βαχλιώτη, που παραπέμπει σε εκείνην την εποχή, με αποτέλεσμα να διατηρεί την ιστορικότητα, που απαιτείται.
Στα αρνητικά (-) στοιχεία αρχικά θα εντάσσαμε τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης. Η περίπου δίωρη παράσταση στερεί δυστυχώς από το όλο σύνολο τη συνοχή και συνεκτικότητα, που θα προσέφερε ένα πιο «μαζεμένο» χρονικά θέαμα. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στους διαλόγους, οι οποίοι σε αρκετά σημεία κινούνται με αργόσυρτο ρυθμό, ενώ υπάρχουν σκηνές, που δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην όλη εξέλιξη. Παράλληλα, το κείμενο σε πολλά σημεία περιέχει κωμικά στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στο να ελαφρύνουν τον θεατή από την προηγηθείσα έντονη ψυχαναλυτική ανάπτυξη, όμως νοθεύουν την ταυτότητα ενός φαινομενικά καθαρόαιμου ψυχολογικού δράματος. Το δεύτερο μέρος είναι σαφώς περισσότερο βελτιωμένο και «σφιχτό» σε σχέση με το πρώτο μέρος, με αποτέλεσμα να υπερτερεί.
Οι φωτισμοί υπήρξαν υπερβολικά «σκληροί» και ψυχροί που δεν συνέβαλλαν καθόλου στην πλοκή με την αποτύπωση των συναισθηματικών μεταπτώσεων των ηρώων αλλά και η σκηνογραφία του Μανόλη Παντελιδάκη, έμοιαζε να είναι υπερβολική, με τη διαμόρφωση ενός σκηνικού χώρου, που στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης δεν αξιοποιείται στην ολότητά του. Ένα πιο μεστό σκηνικό με ανάλογη παραπομπή στην εποχή, που διαδραματίζεται η υπόθεση θα ταίριαζε περισσότερο. Απόρροια αυτού είναι η ύπαρξη αδυναμιών στην κινησιολογία των ηρώων, οι οποίοι μη μπορώντας να αξιοποιήσουν πλήρως τον διαθέσιμο χώρο εγκλωβίζονται σε μία πιο περιορισμένη κίνηση με στοιχεία επαναληπτικότητας.
.
.
Τέλος, παρατηρήθηκε σε ορισμένα σημεία του έργου κακή ακουστική των ηρώων, που οφειλόταν στην κακή άρθρωση ορισμένων ηθοποιών.
Συνολικά (=) θα λέγαμε, ότι πρόκειται για μία ολοκληρωμένη παράσταση, όπου θίγει ευαίσθητα και πάντα επίκαιρα θέματα μέσα από μία δουλεμένη σε πλοκή ιστορία. Παρά τις προσπάθειες όμως των ηθοποιών και της σκηνοθεσίας, η μεγάλη διάρκεια της παράστασης οδηγεί σε πολλά σημεία σε ένα αργοκίνητο θέαμα, που αποσπά τον θεατή από την ψυχογραφική ατμόσφαιρα, που επιδιώκει να αποτυπώσει.
Βαθμολογία:
5,1/10
Τυχαία αποσπάσματα από τη παράσταση
111111111111111111111111111
-k-
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ
«ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΓΥΑΛΙ» του Άρθουρ Μίλλερ
Κοινωνικό
Στο έργο αυτό, μια από τις πιο σημαντικές και ώριμες δουλειές του Μίλλερ, ο συγγραφέας ψυχαναλύει ένα γάμο και μας δείχνει όλα αυτά που μας κρατούν ακίνητους τη στιγμή που θα έπρεπε να δράσουμε.
Σκηνοθεσία: Άσπα Καλλιάνη.
Ερμηνεύουν: Γιάννης Βούρος, Παναγιώτα Βλαντή, Χάρης Σώζος, Βάσω Γουλιελμάκη, Ελίνα Μάλαμα.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή: 21.00 μμ. Σάββατο: 18.00 μμ & 21.00 μμ. Κυριακή : 18.30 μμ (έως 26 Ιανουαρίου).
-k-
.
Δείτε & αυτά:
/
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α -επετειακά- Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020.
& αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
.
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
..
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό