Είδε η Ειρήνη Σοφιανίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η καλλιτεχνική αξία του Γιώργου Κιμούλη είναι αναμφισβήτητη, γι’ αυτό κάθε παράσταση του χαίρει ευρείας αποδοχής από τους θεατές. «Η σπασμένη στάμνα» δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Σε ένα κατάμεστο θέατρο Κήπου παρακολουθήσαμε την κωμωδία του Γερμανού Χάινριχ Φον Κλάιστ σε μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη με τον ίδιο να κρατάει τον ρόλο του δικαστή Αδάμ.
Ο Χάινριχ Φον Κλάιστ, γόνος αριστοκρατικής στρατιωτικής οικογένειας που όμως έζησε μες στη φτώχια, είχε μια μάλλον δυστυχισμένη ζωή με τραγική κατάληξη. Αφού παραιτήθηκε από τον Πρωσικό στρατό ακολούθησε το επάγγελμα του εκδότη και στη συνέχεια του συγγραφέα. Τη «Σπασμένη στάμνα» την έγραψε το 1806 και ανέβηκε για πρώτη φορά σε σκηνοθεσία του Γκαίτε και γνώρισε παταγώδη αποτυχία. Από το 1820 και μετά όμως αγαπήθηκε πολύ κι έγινε μία από τις πιο επιτυχημένες ευρωπαϊκές κωμωδίες.
Η ιστορία εκτυλίσσεται τον 17ο αιώνα σε ένα χωριό έξω από την Ουτρέχτη. Δικαστική αρχή του χωριού είναι ο Αδάμ, ένας διεφθαρμένος δικαστής που καταχράται κατ’ εξακολούθηση την εξουσία του και μόνο με την απονομή δικαιοσύνης δεν ασχολείται. Το έργο ξεκινάει με τον δικαστή να μπαίνει στην αίθουσα του δικαστηρίου τραυματισμένος, φορώντας νυχτικιά και έχοντας χάσει την περούκα του. Εξηγεί την κατάσταση του στον βοηθό του τον Λιχτ με φτηνές δικαιολογίες που δεν τον πιστεύει και του ανακοινώνει την άφιξη του επιθεωρητή Βάλτερ, απεσταλμένο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οποίος κάνει ελέγχους για τη σωστή λειτουργία των επαρχιακών δικαστηρίων. Ο Επιθεωρητής καταφτάνει και η υπόθεση που καλείται να εκδικάσει ο Αδάμ παρουσία του είναι αυτή μιας σπασμένης στάμνας που ανήκει στην κυρία Μάρθα. Η ιδιοκτήτρια της στάμνας κατηγορεί τον μέλλοντα γαμπρό της τον Ρούπρεχτ ότι την έσπασε. Εκείνος αρνείται τις κατηγορίες κι ενώ η κόρη της κυρίας Μάρθας, η Εύα, μοιάζει να γνωρίζει τον πραγματικό ένοχο, διστάζει να τον αποκαλύψει. Ο δικαστής προσπαθεί να κλείσει άρον άρον την υπόθεση κηρύσσοντας ένοχο τον Ρούπρεχτ , όμως μετά από επιμονή του Επιθεωρητή και την μαρτυρία της κυρίας Μπριγκίτε ο πραγματικός ένοχος αποκαλύπτεται και τη θέση του δικαστή παίρνει ο Λίχτ. Θα κάνει όμως ευσυνείδητα τη δουλειά του ή θα συνεχίσει στο ίδιο μήκος κύματος με τον Αδάμ;
Πρόκειται για μία κωμωδία που σατιρίζει τα κακώς κείμενα και την παθογένεια των δικαστηρίων, την υπέρμετρη φιλοδοξία του ανθρώπου και παρουσιάζει την ανθρώπινη φύση των δικαστών που ενώ πρέπει να είναι άμεμπτου ηθικής, αδέκαστοι, έντιμοι και με υψηλό κύρος γίνονται έρμαια των ενστίκτων τους και παρασύρονται από τις αδυναμίες τους.
Πάμε τώρα στην παράσταση που είδαμε.
Στα θετικά (+) της παράστασης: Ο Γιώργος Κιμούλης έκανε μια ωραία μετάφραση ενώ διασκεύασε το έργο διατηρώντας τη «λαϊκή χροιά» και εμπλουτίζοντας το κείμενο με στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας θυμίζοντας λίγο το ύφος του Δημήτρη Ψαθά. Έξυπνοι διάλογοι, αβανταδόρικες ατάκες λεπτό χιούμορ αλλά και χοντροκομμένη πλάκα έδωσαν ζωντάνια στο έργο.
Ως προς τη σκηνοθεσία και πάλι του Κιμούλη, χωρίς να έχει κάτι δύσκολο να διαχειριστεί αξιοποίησε τη μεγάλη του εμπειρία για να στήσει μια παράσταση που είχε τον ρυθμό της κωμωδίας τους κανόνες της οποίας σίγουρα γνωρίζει αν και κάπου κάπου έκανε κοιλιές.
Το σκηνικό της Κατερίνας Σβορώνου ήταν μεν λιτό θύμιζε όμως αίθουσα επαρχιακού δικαστηρίου, ενώ πολύ έξυπνη η ιδέα με τις στοίβες των «εν αναμονή δίκης» υποθέσεων. Τα κοστούμια της ίδιας στο πνεύμα της εποχής του έργου καλοδουλεμένα και λειτουργικά.
Όσον αφορά τις ερμηνείες ο Γιώργος Κιμούλης έστησε για άλλη μια φορά ένα «one man show». Είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικός ηθοποιός με ζηλευτή τεχνική. Αβίαστο, φυσικό παίξιμο και παύσεις που προκαλούσαν το γέλιο των θεατών. Οι κινήσεις, οι εκφράσεις του προσώπου, όλα είχαν μέτρο. Απέδωσε απόλυτα την κουτοπονηριά και το μπρίο του γραφικού «Δικαστή Αδάμ». Μια ένσταση για τον τρόπο ομιλίας του ήρωα του, με κομπιάσματα που ενώ στην αρχή ήταν διασκεδαστικός τελικά από ένα σημείο και μετά πραγματικά κούρασε.
Όταν παίζει κανείς με έναν τόσο πληθωρικό ηθοποιό όσο ο Κιμούλης είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κι όμως ο Αργύρης Αγγέλου τα κατάφερε. Χωρίς υπερβολές με μετρημένη κίνηση και σωστούς μορφασμούς ήταν απολαυστικός στο ρόλο του «Κακού βεζίρη» Λιχτ που εποφθαλμιά τη θέση του δικαστή.
Πολύ καλή δουλειά κι από τον Βασίλη Γιακουμάρο. Ο Ρούπρεχτ του είχε την αυθεντικότητα και την αθωότητα ενός γνήσιου χωριάτη.
Η Τζόυς Ευείδη ως Μάρθα, η Λιλή Τσεσματζόγλου ως Εύα, ο Γιώργος Στριφτάρης ως επιθεωρητής Βαλτέρ και ο Βασίλης Πουλάκος ως φρουρός και κυρία Μπριγκίτε στους μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς τους ρόλους υπηρέτησαν επάξια τις επιταγές του έργου.
Στα αρνητικά (-)…. Κι ενώ φαίνεται όλα να πήγαν καλά δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε για τον λόγο επιλογής του συγκεκριμένου έργου. Ο κόσμος έχει μεγάλη ανάγκη να γελάσει. Αλλά να γελάσει με την καρδιά του με μια καθαρόαιμη απολαυστική κωμωδία, μ’ εκείνο το γάργαρο γέλιο που απλώνεται σαν βάλσαμο στην καρδιά. « Η σπασμένη στάμνα» δεν ανήκει σ’ αυτές τις κωμωδίες. Για ποιον λόγο λοιπόν να ξεθάψει κανείς ένα έργο που τίποτα ιδιαίτερο δεν έχει να προσφέρει; Ναι, σίγουρα έχει κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις όμως έχει και μια απλοϊκή ιστορία που όσο καλή διασκευή και να έκανε ο Γιώργος Κιμούλης όσο και να προσπάθησε να περιορίσει τα «πλατιάσματα», το έργο δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ανία. Κι όταν σε μια κωμωδία ο θεατής κοιτάει το ρολόι του θετικό δεν το λες.
Συνοψίζοντας (=): είδαμε μια ανάλαφρη, χαριτωμένη κωμωδία. Με έναν σαρωτικό για άλλη μια φορά Κιμούλη κι έναν θίασο που λειτούργησε υποστηρικτικά προς τον κεντρικό ρόλο με τον Αργύρη Αγγέλου να καταφέρνει να ξεχωρίσει. Για να περάσει ευχάριστα ένα φθινοπωρινό βράδυ ήταν οκ αλλά μέχρι εκεί.
Βαθμολογία: 6,1/10
Πληροφορίες για τη παράσταση ΕΔΩ