.
Αξίζει τελικά η Βανδή; Ποια όμως κλέβει την παράσταση; Και ποιος είναι αυτός που παίζει σαν «αγγούρι»; Γι’ αυτά και άλλα πολλά, αναλυτική κριτική παρουσίαση (1600 λέξεων!!!) της σούπερ παράστασης που σκίζει στο Ράδιο Σίτυ.
.
Είδαμε & σχολιάζουμε +βίντεο.
Οι παραστάσεις είναι σαν τα ραντεβού. Μπορεί να ξέρεις που θα πας, με ποιους θα βρεθείς, μα δεν γνωρίζεις πως θα περάσεις, ασχέτως αν έχεις ακούσει και τα καλύτερα! Καλή ώρα η παράσταση «Mamma Mia» που μπορεί να έσκισε ενάμιση χρόνο στο Ακροπόλ της Αθήνας, να άρεσε γενικά στον κόσμο, μα κάτι το τόλμημα της μεταφοράς του διάσημου μιούζικαλ στα ελληνικά, κάτι η Δέσποινα Βανδή στον πρωταγωνιστικό ρόλο… δεν μας άφηναν σε «ησυχία», ώσπου το βράδυ της περασμένης Τετάρτης που δόθηκε η πρεμιέρα στο Ράδιο Σίτυ της Θεσσαλονίκης, οι ανησυχίες δεν επιβεβαιώθηκαν καθώς πως πρόκειται για μια όντως μεγάλη παραγωγή και μια εξαιρετική παράσταση συνόλου. Κυρίως, μια απολαυστική, χορταστική κοντά τριών ωρών παράσταση γεμάτη μουσική, τραγούδια, χορό και θέαμα.
Όπου μεταφερόμαστε σε ένα ελληνικό νησί και στις προετοιμασίες ενός γάμου, με την νύφη να έχει στείλει κρυφά σε τρεις άνδρες προσκλητήρια, ευελπιστώντας πως ένας από τους παραλήπτες, θα είναι ο άγνωστος πατέρας της…
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) της παράστασης, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο κείμενο της Κάθριν Τζόνσον, που αρχής εκ εξ αρχής δεν αποζητά και δεν προσφέρει βαθυστόχαστες αναλύσεις χαρακτήρων, μένει επιφανειακά στην παρουσίαση προσώπων και γεγονότων για ένα και μόνο λόγο: να είναι κατανοητό, χαρούμενο, ευχάριστο μα και σκαμπρόζικο, ενώ τα όποια συναισθήματα θα εκφραστούν με το πιο δυνατό στοιχείο του έργου και δεν είναι άλλα, από τα υπέροχα τραγούδια (και μουσική) που το συνοδεύουν. Για τα τραγούδια που ακούγονται δεν μας πέφτει κανένας κριτικός λόγος, η ιστορία τα έχει κατατάξει στο πάνθεον των απόλυτα επιτυχημένων όλων των εποχών και φυσικά στην καρδιά κάθε μουσικόφιλου που ακούει αυτού του είδους τη μουσική.
Οπότε αυτό που σε κερδίζει θεωρώντας πως επρόκειτο για το πρώτο μεγάλο στοίχημα της παράστασης, ήταν η απόδοση των στίχων (Μπένι Άντερσον, Μπιορν Ουλβέους και Κάθριν Τζόνσον) στα ελληνικά από την Θέμιδα Μαρσέλλου. Και πως δεν θα ήταν άλλωστε ένα μεγάλο στοίχημα, ένα πολύ μεγάλο ρίσκο, καθώς οι τεράστιες αυτές επιτυχίες του συγκροτήματος των Άμπα έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό μας ως έχουν και η όποια μετάφραση, μόνο τρόμο προσκαλούσε… Ο φροντισμένος όμως στίχος, ταίριαξε και κούμπωσε τόσο ομαλά, τόσο γλυκά, με αποτέλεσμα να απολαμβάνουμε και την ελληνική εκδοχή ενώ αν γνωρίζαμε απ΄ έξω και ανακατωτά και τα λόγια … βέβαιο ήταν πως θα ακουγόμασταν έως τη Βασιλίσσης Όλγας…
Από σκηνοθετικής πλευράς η Θέμιδα Μαρσέλλου για άλλη μια φορά απόδειξε πως κατέχει το «πολυθέαμα». Κατανοώντας ως μαστόρισσα του είδους μουσικό θέατρο περί τίνος πρόκειται, όφειλε να σεβαστεί τον μύθο και να είναι αντάξιος του, να ξεδιπλώσει την ιστορία με όλα τα ευτράπελα, να διαχειριστεί ένα μεγάλο πλήθος ηθοποιών και χορευτών και να χαρίσει στο κοινό ένα χορταστικό ψυχαγωγικό θέαμα. Επέτυχε στα περισσότερα, κυρίως να φτιάξει τη διάθεση του κόσμου όπως εξαίρετα αποδόθηκε στην κινηματογραφική έκδοση, φέρνοντας ίσως και άρωμα λονδρέζικου μιούζικαλ. Λέω ίσως, καθώς αναφερόμενος στο λονδρέζικο… αδυνατώ να ξεχάσω που πριν δυόμισι χρόνια μας είχε επισκεφτεί ο αυθεντικός περιοδεύων θίασος με κάτι 80άρια εισιτήρια στο Μέγαρο Μουσικής, και το αποτέλεσμα ήταν κυριολεκτικά απογοητευτικό, σε βαθμό να αποχωρεί ο κόσμος στο διάλειμμα… Αν τώρα, στο Λονδίνο, παρουσιάζεται μια τέτοιου τύπου παράσταση, καλά θα κάνουν να δουν την ελληνική…
Σε μια «μεγάλη» παράσταση που ευτυχώς οι θεατρικοί παραγωγοί στα χρόνια της οικονομικής ύφεσης επενδύουν στο πλούσιο και γεμάτο θέαμα, ενώ το κοινό παρ’ όλες τις δυσκολίες ανταποκρίνεται, δεν τσιγκουνεύτηκαν και στη δεδομένη να χαρίσουν και ένα οπτικό θέαμα. Ξεκινώντας από τα καλοφτιαγμένα σκηνικά (Μανόλης Παντελιδάκης), μας αιχμαλώτισαν τα διώροφα αιγαιοπελαγίτικα σπίτια πνιγμένα στα χρώματα του λευκού και του μπλε, τα πλουμιστά κοστούμια (Παναγιώτα Κοκκορού), σήμα κατατεθέν μιας τρελής φανταχτερής δεκαετίας, τα πολυάριθμα και απαραίτητα αξεσουάρ, ενώ μια ζωντανή ορχήστρα (Μουσική Διεύθυνση – Διδασκαλία Ορχήστρας: Ηλίας Καλούδης. Διεύθυνση Ορχήστρας – Πιάνο: Ανδρέας Καρανίκας), κυριάρχησε με την παρουσία της σε μια παράσταση που η μουσική και τα τραγούδια είναι το ένα και το αυτό. Στα επιπλέον, ένα ειδικό οπτικό εφέ (Κάρολος Πορφύρης) μας συνεπήρε όταν η νεαρή πρωταγωνίστρια μέσω ενός τραγουδιού αμφιταλαντευόταν για την πατρότητα, ενώ πρόβαλλαν ζωντανές μορφές από τους τρεις μπαμπάδες.
.

Το δεύτερο στοίχημα του ελληνικού «ΜΑΜΜΑ ΜΙΑ» ήταν οι πρωταγωνίστριες. Και συγκεκριμένα η μάνα και η κόρη. Στα δύο αυτά πρόσωπα έχει χτιστεί και όλη η ιστορία. Μα πιο πολύ στην Ντόνα, που μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα κορίτσι που ευτύχησε να ζήσει στα χρόνια της ελευθερίας και της ανεμελιάς… Μεταξύ άλλων να γνωρίσει ανθρώπους, τόπους και κουλτούρες γυρίζοντας τον κόσμο, να συγκροτήσει μια επιτυχημένη γυναικεία μπάντα και να γευτεί τον έρωτα όσο λίγες. Η μοίρα θα την φέρει στην Ελλάδα να μεγαλώνει μια κόρη που εγωιστικά δεν θα της αποκαλύψει ποτέ ποιος είναι ο πατέρας της… Για τον ρόλο αυτό, επιλέχτηκε η Δέσποινα Βανδή, μια σουπερ σταρ της ποπ-λαϊκής μουσικής σκηνής.
Πάντα σε αυτές της περιπτώσεις υπάρχει μεγάλη και δικαιολογημένη καχυποψία. Μιλώ για το αληθινό θεατρόφιλο κοινό, αυτοί που κάθε μήνα ευλαβικά παρακολουθούν 3 με 4 παραστάσεις και ουχί θαυμαστές και τηλεοπτικοί θαμώνες που αρέσκονται και ξιπάζονται χαζεύοντας λαμπερά πρόσωπα στη σκηνή. Η περίπτωση της Βανδή δεν είναι καινούρια και δεν θα είναι η τελευταία. Πολλάκις έχουμε λουστεί μαϊντανούς να εμπορεύονται την δημοφιλία τους και από τραγουδιστές να το παίζουν ηθοποιοί ή παρουσιαστές να χώνονται εμβόλιμα σε κεντρικά θέατρα. Αλλά τι να λέμε τώρα, όταν ο κλάδος έχει να ανεχτεί έως και κελεπούρια ξεγάνωτα που πριν λίγους μήνες μόστραραν τους κοιλιακούς τους σε μακρινές παραλίες και τώρα θα μας το παίζουν μουράτοι ηθοποιοί σε τηλεοπτικούς δέκτες…
Λοιπόν, για να μην ξεφεύγουμε, όσο συγκρατημένοι υπήρξαμε όταν ακούσαμε πως η Βανδή θα είναι η ελληνίδα Ντόνα, άλλο τόσο ευχάριστα μας ξάφνιασε η παρουσία της πάνω στη σκηνή. Ναι, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Για τα δεδομένα μιας μουσικής παράστασης (βλέπε μιούζικαλ) που η υποκριτική δεν είναι το φόρτε της υπήρξε αξιοπρεπέστατη. Ηταν άνετη, πειστική στα περισσότερα σημεία, χρωμάτιζε με τόνο την φωνής της, μιλούσε καθαρά και σταθερά, άφηνε παύσεις και χώρο στους συναδέλφους, δεν τόνιζε τον όποιο βεντετισμό της, ενώ η κίνηση της είχε χάρη και πειθώ. Για όλους αυτούς που τη περίμεναν με το ντουφέκι πολύ γρήγορα συνειδητοποίησαν πως είχε τα κότσια να σταθεί όρθια και δεν τους έκανε την χάρη να την δουν να την καταβροχθίζει μια μεγάλη θεατρική σκηνή. Προφανώς αντιλαμβανόμενη το μεγάλο βάρος του ρόλου και τη μεγάλη ευθύνη που ανέλαβε, δούλεψε αρκετά και αυτό φάνηκε μπροστά στα μάτια μας. Τραγουδιστικά που είναι και ο τομέας της ανταποκρίθηκε ακόμα καλύτερα.
Η μεγάλη όμως έκπληξη της παράστασης ήταν η κόρη της Ντόνας, η Εύα Τσάχρα, που πρόβαλε με την παρουσία της όλα αυτά τα συναισθήματα που νιώθει η ηρωίδα της. Είχε φρεσκάδα, ομορφιά, θηλυκότητα, τσαγανό σαν την μάνα της, εξυπνάδα, μαγκιά, τόλμη, ένα μεγάλο καημό που την κατανοούσες, είχε και μια θεσπέσια φωνή που μας αιχμαλώτισε. Πραγματικά υπέροχη και συγχαρητήρια για την επιλογή.
Από εκεί και πέρα, όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι ήταν συνοδευτικοί με «χοντρές» όμως αβάντες. Στις φίλες θάμπωσε η Μπέττυ Μαγγίρα, αρχικά με ένα κορμί θανατηφόρο που θα ζήλευαν πολλές στην ηλικία της, ενώ στο ρόλο μιας ανδροφάγας γυναίκας σάρωσε οπτικά, ερμηνευτικά και χορευτικά. Είναι αυτό που λέμε ρόλος κουμπωμένος πάνω της. Απολαυστική υπήρξε και η Μαριέλλα Σαββίδου δίνοντας εύθυμες πινελιές, νάζι και ακαταμάχητη συντροφικότητα.
Στους άνδρες πατέρες της ιστορίας και οι τρεις άρεσαν, καθένας για το δικό του “πόνο”, ωστόσο ο Άκης Σακελλαρίου και ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης εμφανώς ξεχώρισαν σκηνικά με την άνεση που τους χαρακτηρίζει από έναν «μαζεμένο» και λίγο ερμηνευτικά Αργύρη Αγγέλου.
Για τα χορευτικά της Άννας Αθανασιάδη δεν έχουμε λόγια καθώς δεν χορταίναμε να τους απολαμβάνουμε και αξίζει να αναφερθούν όλοι είτε χόρευαν, είτε είχαν κάποιες ατάκες: Μαρία Βασιλάτου, Μάριος Χατζηαντώνη, Μανώλης Θεοδωράκης, Μάριος Μαριόλος, Ιουλίτα Μωσαίδου, Νάντια Τόλιου, Θέμις Μαρσέλλου, Θοδωρής Γιαννόπουλος, Ελένη Δήμου, Γιάννης Λάφης, Γιώργος Μαρτίνος, Μαρία Μέντζα και Ντόρα Γκέγκα. Μα και οι υπέροχες μικρές πρωταγωνίστριες: Ελένη Κώστα, Ρόζα Κάβουρα, Δανάη Γιαχουστίδη και Βιολέτα Κάβουρα.
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσουμε και να τονίσουμε δυο λόγια για το θεατρικό χώρο του Ράδιο Σίτυ που μετρά δεκαετίες ζωής με τεράστιες μουσικές και θεατρικές επιτυχίες. Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από το «ΜΑΜΜΑ ΜΙΑ», ήταν χαρά μας να παρουσιαστεί στη συγκεκριμένη σκηνή καθώς ανάλογες παραγωγές θα βλέπαμε –οπωσδήποτε- στο Μέγαρο Μουσικής… Πολλές φορές έχουμε επισημάνει την πλήρη ακαταλληλότητα του χώρου για να παρουσιαστούν μέσα σε αυτόν τον αχανή χώρο θεατρικές παραστάσεις και πολλές φορές έχουμε επικρίνει τους παραγωγούς που ναι μεν αντιλαμβανόμαστε ένα ευνόητο πάθος και μια ευνόητη εμμονή να το επιλέγουν με στόχο το μεγάλο κέρδος, αδιαφορώντας όμως τόσο για το προϊόν τους και κυρίως τι αποτέλεσμα θα έχει στο θεατρόφιλο κοινό. Αντ’ αυτού το 1200άρι Ράδιο Σίτυ, μπορεί να έχει και αυτό τα θέματα του, μα η θέαση ακόμη και στον εξώστη είναι προτιμότερο από τα μίλια απόστασης του καλογυαλισμένου Μεγάρου της δυσφορίας.
Όσο για τα αρνητικά (-) θα είμαι αρκετά επικριτικός απέναντι του για ένα και μόνο λόγο: ήταν αυτός που χαλούσε τη μαγιά μιας απίθανης παράστασης και μου κάνει εντύπωση πως η σκηνοθέτιδα δεν έχει ακόμα «συμμαζέψει»… Μιλώ για τον Άρη Μακρή, έναν μάλλον τραγουδιστή, έναν μάλλον χορευτή, έναν μάλλον μουσικό, έναν βέβαιο μαϊντανό της σόου μπιζ και ακόμη πιο βέβαιο, άλλος ένας ωραίος ατάλαντος νεαρός. Το πιο βέβαιο απ΄όλα; Ηθοποιός δεν θα αξιωθεί να γίνει ποτέ… Κατάπινε λέξεις, περιφερόταν σαν “αγγούρι”, είχε μια εκνευριστική εμφανή αμηχανία, δεν έβγαζε κανένα συναίσθημα, ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Με μια λέξη: φρικτός.
.
Σε μια μεγάλη σε διάρκεια παράσταση, λογικές αδυναμίες εντοπίσαμε σε μέρος κάποιων πράξεων που ομαδικά τις περνούσαν ξώφαλτσα ή βιαστικά, στα «δραματικά» απαιτούνταν καλύτερος χειρισμός, η αναμενόμενη –μικρή- κοιλιά στο κλείσιμο του πρώτου μέρους και κάπως ο ήχος.
.
Εν ολίγοις (=)
Τρέξτε να το δείτε, θα το ευχαριστηθείτε από την αρχή μέχρι το τέλος, σε βαθμό που δεν θα θέλετε να τελειώσει… Γιατί θα σας έχει φτιάξει τη διάθεση.
Βαθμολογία
7 στα 10
Παρακάτω, απολαύστε 10 ολόκληρα λεπτά από το ξεσηκωτικό φινάλε. Στην αρχή είναι η υπόκλιση και επιστρέφουν με τραγούδια για να ξεσηκώσουν όλο το θέατρο…
————————————————
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2017 έως 31/05/2018 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 8α Θεατρικά (Κουλτουρο) Βραβεία Θεσσαλονίκης 2018 που θα πραγματοποιηθούν πρώτο 15νθήμερο Ιουνίου 2018

Φωτογραφικό υλικό