«ΣΩΣΕ» για «γέλια και για πολλά κλάματα»… Είδαμε την απογοητευτική παράσταση στο Αριστοτέλειον & Σχολιάζουμε.
Ουδείς αρνείται ότι στις μέρες μας, οι στιγμές αυθεντικού γέλιου, πηγαίου και αυθόρμητου, είναι δώρο πολύτιμο και η συγκεκριμένη, γνωστή κωμωδία εγγυάται από τη φύση της πολλές στιγμές παρόμοιας ποιότητας γέλιου, αυτού που χαρίζει εσωτερική ευφορία, ευεργετικό ξαλάφρωμα… Και είναι λογικό να πηγαίνεις γεμάτος προσδοκίες για μια «λυτρωτική» βραδιά. Μόνο που εν προκειμένω, αυτές οι αυθεντικές στιγμές περιορίστηκαν στο ελάχιστο, σε σχέση με πληθώρα άλλων που δυστυχώς «ατύχησαν»… Ο λόγος για την παράσταση «Το ΣΩΣΕ» του Μάικλ Φρέιν σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Κυριακίδη και μια πλειάδα γνωστών ηθοποιών που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστέλειον την ημέρα της πρεμιέρας.
Μια δυνατή κωμωδία καταστάσεων, από τις πιο ευφυείς που έχουν γραφεί… από το θέατρο για το θέατρο, κοιτώντας το «από μέσα». Πιο συγκεκριμένα, ο θεατής παρακολουθεί τη διαδικασία ανεβάσματος μιας παράστασης από έναν «δυσλειτουργικό» θίασο «απροσάρμοστων» ηθοποιών, όπου όλα είναι… δύσκολα και ιδιαίτερα! Ο σκηνοθέτης σνομπάρει εμφανώς και τελικά σηκώνει τα χέρια ψηλά… οι ηθοποιοί ξεχνούν τα λόγια, την υπόθεση, τη ροή, ένα πράγμα «ποιος είμαι και τί κάνω»…. παράλληλα κουβαλούν ο καθένας τα προσωπικά του και τα εμπλέκουν μέσα στο έργο, όπου πραγματικές ζωές και μυθοπλασία γίνονται κουλουβάχατα! Η γενική δοκιμή πριν την πρεμιέρα θα καταλήξει ένα χάος με τον σκηνοθέτη να έχει σαλτάρει, ενώ η ίδια η πρεμιέρα- που παρακολουθούμε τις εξελίξεις στο πίσω μέρος των παρασκηνίων και στο μπροστά από τη σκηνή- θα αποδειχθεί ο απόλυτος σουρεαλισμός, καθώς ο θεατής αδυνατεί να διακρίνει την πραγματικότητα των ηρώων από την πλοκή του έργου! Πώς να μη γίνει «το σώσε» από ανατρεπτικές, τρελές καταστάσεις και πώς να μη προκύψουν εκρήξεις γέλιου!
Δικαιωματικά, το πλέον δυνατό στοιχείο (+) της παράστασης είναι το ίδιο το έργο του Μάικλ Φρέιν:
– Μια εμπνευσμένη ιδέα σαν σύλληψη που επέλεξε να παρουσιάσει τον θεατρικό κόσμο εκ των έσω, με μια εύστοχη και άκρως χιουμοριστική παρωδία/ σάτιρα. Έφερε στο προσκήνιο όλο το ιντριγκαδόρικο ή πικάντικο παρασκήνιο, από τις πρόβες, τα πίσω από τη σκηνή, τις σχέσεις των ηθοποιών, τις αντιδράσεις του σκηνοθέτη, τις ιδιαιτερότητες καθενός, τα απρόοπτα μιας παράστασης, εμπλέκοντάς τα αριστοτεχνικά. Επί της ουσίας μια διπλή και εξαιρετικά ευρηματική γραφή, καθώς ο συγγραφέας εφηύρε ως βάση ένα υποτυπώδες «θεατρικό» και έφτιαξε έτσι τη δομή του, ώστε πάνω του να χτίσει την πολυσύνθετη πλοκή του καθεαυτού έργου με την εγγενή θεατρικότητα. Και δυνατά του σημεία τις απρόβλεπτες καταστάσεις – φάρσες, άκρως χιουμοριστικές στην ακρότητά τους, παράλληλα με χαρακτήρες εντελώς ιδιαίτερους, με χαριτωμένη τρέλα. Ως κείμενο, βρήκαμε τη μετάφραση των Α. Παναγιωτοπούλου – Σ. Φασουλή, οικεία και με αμεσότητα, αλλά περιμέναμε κάτι παραπάνω στη σπιρτάδα των διαλόγων και ειδικά στις χιουμοριστικές ατάκες. Ωστόσο εκτιμούμε την πλήρη απουσία της συνήθους βωμολοχίας.
– Στα θετικά της παράστασης θα κατατάξουμε το ενδιαφέρον – περιστρεφόμενο σκηνικό του σκηνικού της υποτιθέμενης παράστασης, που αναπαριστούσε την καλαίσθητη μπροστά όψη της σκηνής και την πίσω των παρασκηνίων, καθώς και τα κατάλληλα κοστούμια. Όσον αφορά στους στατικούς φωτισμούς και τη μουσική ως απλή εισαγωγή, θα τα χαρακτηρίζαμε επαρκή, χωρίς ωστόσο να συμβάλλουν σε κάτι ιδιαίτερα.
Από εδώ και πέρα… αρχίζουν οι ενστάσεις (-), εκ των οποίων κάποιες με «διπλή» ανάγνωση:
– Όπως ας πούμε οι ερμηνείες των ταλαντούχων ηθοποιών, που σχεδόν στο σύνολό τους κέρδισαν μεν τις εύκολες εντυπώσεις, αλλά όχι την ουσία του συγκεκριμένου έργου. Δεδομένης της μακράς εμπειρίας των περισσότερων, προφανώς δεν αξιολογούμε εδώ το ήδη καταξιωμένο ταλέντο και σκηνική άνεση, αυτά ήταν εμφανέστατα. Μόνο που κάποιες φορές σαν τη συγκεκριμένη, τα εν λόγω προσόντα λειτουργούν και ως… παγίδα. Ο ηθοποιός επαναπαύεται στις κατακτημένες ευκολίες του, αναπαράγει τη μανιέρα του, υποβαθμίζει τις ανάγκες του ρόλου προτάσσοντας την εικόνα του, ξεφεύγει από τα ζητούμενα του έργου χάριν εντυπωσιασμού ή από κεκτημένη ταχύτητα, υπερβάλλοντα ζήλο, έλλειψη μέτρου, ανεπαρκή σκηνοθετική καθοδήγηση…
Διότι βλέπαμε στη σκηνή ταλαντούχους ηθοποιούς, που στην πλειοψηφία τους «ξεχείλωσαν» αδικαιολόγητα τους ρόλους τους, σε σημείο που κάποιες φορές η κωμικότητα άγγιξε τα όρια της σαχλαμάρας – ακόμα και γελοιότητας, δίνοντας εν μέρει την αίσθηση ότι «κοροϊδεύουν» τον ρόλο. Τη στιγμή που στη συγκεκριμένη κωμωδία το γέλιο προκύπτει άφθονο και αβίαστο μέσα από φρενήρεις καταστάσεις και οι χαρακτήρες από τη γραφή τους εμπεριέχουν ολοκληρωμένη κωμικότητα. Συνεπώς όλα τα παραπανίσια τερτίπια – τύπου καρικατούρας, μοιάζουν όχι απλά περιττός και τραβηγμένος πλεονασμός, αλλά από βαρετά έως ενοχλητικά ή κακόγουστα ή φτηνά…
Μια «οπτική» του ρόλου, από την οποία ελάχιστοι ξέφυγαν, όπως ο σκηνοθέτης Π. Σταθακόπουλος που ανταποκρίθηκε με ισορροπία στις απαιτήσεις του ρόλου, καθώς και οι χαμηλών τόνων βοηθοί του με περιορισμένη παρουσία. Ως απολαυστική ερμηνεία, παρότι επίσης τραβηγμένη, ξεχωρίσαμε αυτήν της Β. Γουλιελμάκη με τον ιδιαίτερο, φευγάτο ρόλο της χαζούλας, ως ήσυχη και αποτελεσματική αυτήν του Γ. Σκιαδαρέση, ενώ οι πληθωρικοί Β. Κυριακίδης, Μ. Μάλφα, Χ. Τσάφου και ο υποτονικός Γ. Κωνσταντίνου, παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο τους που σε στιγμές έλαμψε… δίχασαν. Διότι το χειρίστηκαν με ακατάλληλο τρόπο και έπεσαν πολλάκις στην παγίδα που λέγαμε, με τραβηγμένες υπερβολές για εκβιασμό γέλιου, αδικώντας οι ίδιοι τις ερμηνείες τους αλλά και το συνολικό αποτέλεσμα.
– Ερχόμενοι στη σκηνοθεσία του Βλαδίμηρου Κυριακίδη, οι ενστάσεις δυστυχώς εντείνονται, καθώς φέρει τη βασική ευθύνη για το προβληματικό σύνολο. Που χαρακτηρίστηκε από ένα γενικό ξεχείλωμα ερμηνειών και κυρίως ρυθμού, αλλοιώνοντας τη θαυμαστή δυναμική ενός ευφυούς έργου. Το οποίο θα λέγαμε ότι από τη φύση του είναι ήδη «σκηνοθετημένο» σε μεγάλο βαθμό από τον συγγραφέα του, ευκολύνοντας τρόπον τινά τη δουλειά του σκηνοθέτη της παράστασης, με την έννοια ότι δεν χρειάζεται να κατεβάσει ιδέες ή να ψάξει ευρήματα, του δίνονται έτοιμα από τις καταστάσεις. Έχει όμως να διαχειριστεί έναν δύσκολο συντονισμό και σκηνικό αποτέλεσμα, με κύριο μέλημα την απόδοση ενός ιδιαίτερου, σφιχτού ρυθμού που καταλήγει τρελά «αγχωτικός», σημείο -κλειδί του έργου.
Όμως εδώ επήλθε η… ατυχία, στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης και ειδικά στο πρώτο. Μόνο στο μισό του δεύτερου μέρους βρήκε η σκηνοθεσία τον απαιτούμενο ρυθμό – δικαιώνοντας το πνεύμα του έργου και κερδίζοντας φυσικά το αυθόρμητο γέλιο – για να τον… ξαναχάσει προς το φινάλε. Ανεβάζοντας επιπλέον στη σκηνή έναν θεατή – γιατρό για την εξέταση υποτίθεται του Β. Κυριακίδη, μετά από μια θεαματική, πολύ δύσκολη τεχνικά πτώση, όπου το ξεχείλωμα (τύπου χαβαλέ) εντάθηκε, απλωμένο σε «περιττή» διάρκεια 2,5 ωρών και καταλήγοντας σε ένα μέτριο, ασαφές φινάλε.
Αυτά που σκηνοθετικά επικράτησαν ήταν μια διαρκής αστάθεια, όπου την εκτός κλίματος χαλαρότητα διαδέχονταν σπασμωδικά η ένταση, αρκετές ανούσιες επαναλήψεις, πιασάρικες υπερβολές για εύκολα γελάκια, περιστασιακές πόζες και κραυγές, κουραστική κινητικότητα και θόρυβος, πολλές ενοχλητικές διακοπές με απεύθυνση στο κοινό για χειροκρότημα καταστρέφοντας αναίτια τη συνέχεια της ροής και γενικά ένα είδος «επικοινωνίας» που σε στιγμές θύμιζε κλίμα… επιθεώρησης,προδίδοντας το ύφος του έργου. Το οποίο, ειδικά στην αρχή του κύλησε με δόσεις πλήξης και σκόρπια μαγκωμένα γελάκια, χάνοντας «το ήμισυ του παντός»…. (ίσως και κάποιους θεατές…).
Εν κατακλείδι (=), παρά τις σκόρπιες καλές στιγμές, δεν αποφύγαμε την απογοήτευση από μια παράσταση βασισμένη σε μια από τις ωραιότερες κωμωδίες και στελεχωμένη από άξιους ηθοποιούς, που για ένα περίεργο λόγο υπονόμευσε τον εαυτό της, ενώ είχε όλες τις εγγυήσεις να προσφέρει πλούσιο, ευεργετικό, ποιοτικό γέλιο…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
5 στα 10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό