Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το «Λεωφορείο ο πόθος», ένα από τα γνωστότερα έργα του σπουδαίου Αμερικανού δραματουργού Τενεσί Ουίλιαμς, παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Το έργο γράφτηκε το 1947 και ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ν. Υόρκη την ίδια χρονιά σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν. Το 1949 ανέβηκε στο Λονδίνο σε σκηνοθεσία Λώρενς Ολίβιεκαι το 1951 έγινε παγκοσμίως γνωστό με την πολυβραβευμένη μεταφορά του στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές την Βίβιαν Λη και τον Μάρλον Μπράντο.
Υπόθεση: Η γοητευτική αριστοκράτισσα, Μπλανς Ντιμπουά, φθάνει, με ένα λεωφορείο που ονομάζεται «Πόθος»,στη Νέα Ορλεάνη. Βαθιά πληγωμένη, έχοντας χάσει τους γονείς της, τη δουλειά της (λόγω της προτίμησής της σε ανήλικα αγόρια) αλλά και την έπαυλη της οικογένειας, πηγαίνει να μείνει με την αδελφή της Στέλλα και τον άνδρα της Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Δυστυχώς τα «Ηλύσια Πεδία», όπως ονομάζεται η συνοικία που μένουν, κάθε άλλο παρά τόπος ανάπαυσης και ηρεμίας θα αποδειχθούν για αυτή.
Η βία, η ένταση και οι καθημερινές συγκρούσεις με τον Στάνλεϊ θα την προσγειώσουν απότομα στην σκληρή πραγματικότητα που συστηματικά αποφεύγει. Οι φαντασιώσεις μιας πλούσιας και ειδυλλιακής ζωής με τις οποίες ξεγελά τον εαυτό της δεν θα αργήσουν να γκρεμιστούν και η συνειδητοποίηση της φρικτής αλήθειας θα την οδηγήσει στην απομόνωση, στην απόρριψη και τελικά στην πλήρη ψυχική κατάρρευση…
Στα θετικά (+) της παράστασης θα συμπεριλάβουμε καταρχάς το διεθνώς αναγνωρισμένο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, που δυστυχώς στις μέρες μας αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρο, λόγω των καθημερινών κρουσμάτων κακοποίησης γυναικών. Ο συγγραφέας, γνωστός για τη βαθιά ανθρώπινη απεικόνιση των χαρακτήρων του, συνηθίζει να ψυχογραφεί στα έργα του γυναίκες, όπως η Μπλανς Ντιμπουά, αδύναμες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής,ψυχικά εύθραυστες και συναισθηματικά ευάλωτες, παραδομένες στον φόβο της παράνοιας. Μέσα από την ιστορία τηςαγγίζει με δεξιοτεχνία θέματα όπωςη σεξουαλικότητα, η ενδοοικογενειακή βία, οι κοινωνικές διαφορές αλλά και η σύγκρουση ανάμεσα στην ειλικρίνεια και το ψέμα, εστιάζοντας κυρίωςστη μετάβαση ενός διαφορετικού, βαθιά μοναχικού ανθρώπου από τις φαντασιώσεις στην παράνοια.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά φώτισε διεξοδικά κάθε οπτική γωνία του έργου και έχτισε μια σύγχρονη, δυναμική παράσταση, σκληρή και ωμά ρεαλιστική, ταυτόχρονα όμως βαθιά ανθρώπινη. O σκηνοθέτης επικεντρώθηκε κυρίως στο χτίσιμο των χαρακτήρων και των μεταξύ τους σχέσεων. Ανέδειξε υποδειγματικά την κοινωνική διάσταση του ψυχολογικού αδιεξόδου της πρωταγωνίστριας, την υπαρξιακή κρίση της, το πώς ακροβατεί ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα. Μας ξενάγησε ευρηματικά στους διαδρόμους του τραυματισμένου της μυαλού, στις φαντασιώσεις και τα παραληρήματά της.
Η παράσταση ξεχειλίζει από ρεαλισμό, οι διάλογοι αποπνέουν μια αλήθεια που σε πείθει αυτόματα και σε κάνει κοινωνό της σύγκρουσης και της βίας που καραδοκεί. Το γυμνό και η σαρκική απόλαυση εντείνουν την αίσθηση της κυνικότητας και μόνο το τέλος προδίδει μια ποιητική διάθεση όταν η Μπλανς γκρεμίζει τους τοίχους του δωματίου και δραπετεύει σε έναν ανθισμένο κήπο, μια όαση που έπλασε η ίδια για να ξεφύγει από τον εφιάλτη που ζούσε.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών υπήρξαν αξιόλογες.
Η Αλεξία Καλτσίκη ήταν απλά απολαυστική. Άλλοτε παθιασμένη και δυναμική και άλλοτε διστακτική και ανασφαλής ερμήνευσε εξαιρετικά τον χαρακτήρα της Μπλανς Ντιμπουά δίνοντας του μια ιδιαίτερα ανθρώπινη διάσταση. Προσέγγισε τον ρόλο της με ευαισθησία και απέδωσε τον ψυχισμό και το εσωτερικό δράμα της πρωταγωνίστριας με ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Η ερμηνεία της είχε μια αλήθεια που εκφράστηκε μέσα από το βλέμμα, τη φωνή, το πρόσωπο και γενικά τη στάση του σώματός της.
Ο Aινείας Τσαμάτης στον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι επέδειξε δύναμη, ακρίβεια και ρεαλισμό. Απέδωσε με επιτυχία τις στιγμές της συναισθηματικής του φόρτισης, τις στιγμές βίας, αλλά και τις ερωτικές σκηνές και έπεισε ως ο άξεστος και βίαιος Πολωνός μετανάστης που οδηγεί την Μπλανς σε ψυχικό αδιέξοδο.
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου υπήρξε επίσης εξαιρετική στον ρόλο της Στέλλας. Απόλυτα ανθρώπινη και αληθινή, απέδωσε με ένταση αλλά και μέτρο την συναισθηματικά ανασφαλή νεαρή γυναίκα που εγκατέλειψε την οικογένειά της και βρήκε καταφύγιο στον έρωτά της. Η φυσικότητα στις συναισθηματικές εντάσεις της και η εκφραστικότητά της υπήρξαν υποδειγματικές. Η δε χημεία της με τον Αινεία Τσαμάτη υπήρξε καταπληκτική και κυρίως στις παθιασμένες ερωτικές σκηνές τους που δεν πέρασαν καθόλου απαρατήρητες.
Ο Γιώργος Ζυγούρης ερμήνευσε χωρίς υπερβολές, με ρεαλισμό και ευαισθησία τον ρόλο του Μιτς του συναισθηματικού φίλου του Στάνλεϊ που προσέγγισε με καλές προθέσεις την Μπλανς, αποδείχθηκε όμως άτολμος και ανίκανος τελικά να την βοηθήσει.
Ο Γιάννης Κόραβος ως Στηβ και η Ιωάννα Ραμπαούνη ως Ευνίκη είχαν επίσης πολύ καλές εμφανίσεις στους ρόλους των φίλων – γειτόνων που γνωρίζουν, αποδέχονται και συγκαλύπτουν τα περιστατικά βίας, τα οποία δεν λείπουν και από την δική τους οικογένεια.
Το ρεαλιστικό σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά επικοινώνησε πλήρως την αποπνικτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο μικρό διαμέρισμα, την έλλειψη ιδιωτικότητας, την στρεσογόνα, τοξική κατάσταση που μεγιστοποιούσε το συναισθηματικό αδιέξοδο της πρωταγωνίστριας και το αίσθημα της ψυχικής παγίδευσης.
Σε πλήρη αρμονία και οι ενδυματολογικές επιλογές της Ιωάννας Τσάμη, σύγχρονες και απλές, απόλυτα συμβατές με την εν γένει προσωπικότητα των χαρακτήρων. Αξιοσημείωτη η επιλογή του λευκού για τα φορέματα της Μπλανς.
Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη, ενέτειναν την συγκινησιακή φόρτιση, την ένταση καιτην αγριότητα των σκηνών, σε συνδυασμό με την δυσοίωνη, ανήσυχη μουσική του Γιώργου Ραμαντάνη, η οποία, σημειωτέον, θα μπορούσε να αγκαλιάσει περισσότερο το όλο εγχείρημα, να του προσδώσει χαρακτήρα και να μην αρκεστεί στον συνοδευτικό ρόλο που διατήρησε.
Και ενώ η παράσταση γενικά είχε ρυθμό η μεγάλη διάρκεια της (130 λεπτά) υπήρξε και η βασικότερη αδυναμία (-) της, καθώς αναπόφευκτα από ένα σημείο και μετά άρχισε να κουράζει. «Ουκ εν τω πολλώ το εύ» έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας και δεν είχαν άδικο.
Συμπερασματικά (=): Παρακολουθήσαμε μια σκληρή, ρεαλιστική παράσταση, με αξιόλογες ερμηνείες, που μας ταξίδεψε στο ταραγμένο μυαλό της Μπλανς Ντιμπουά και στον κόσμο της βίας που αναπόδραστα την οδηγεί στην παράνοια.
Βαθμολογία: 6,8 /10












