Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Ακούμε ότι παίζεται αδιαλείπτως καμιά 15αριά χρόνια με αλλαγές στο καστ, μια διάρκεια- ρεκόρ που ελάχιστες παραστάσεις έχουν καταφέρει… ότι όλα τούτα τα χρόνια σημειώνει τρελή επιτυχία με απίθανη προσέλευση από θεατές ενθουσιασμένους για την σούπερ κωμωδία της δεκαετίας που το πάει για εικοσαετία και βάλε… ότι το ανέβασμά της, όσες φορές κι αν συμβεί με οποιουσδήποτε συντελεστές, αποτελεί εγγύηση βαρβάτου κέρδους για τον παραγωγό και ασυγκράτητου γέλιου για το κοινό…
Στοιχεία που την καθιστούν πλέον «θρυλική» και προσωπικά το έφερα βαρέως που ανήκα στην μηδαμινή μειοψηφία που δεν κατάφερε να τη δει, οπότε μόλις ήρθε «για λίγες παραστάσεις (συγκεκριμένα δύο) στην πόλη μας», έσπευσα από τους πρώτους με τρελή προσδοκία στο θέατρο Κήπου για τον «θρύλο» που ακούει στον τίτλο «Σεσουάρ για δολοφόνους» των Μπρους Τζόρνταν και Μέριλιν Έιμπραμς και σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, αγνοώντας τα πάντα… την αφόρητη ζέστη, έναν προσωπικό τραυματισμό, την ατέλειωτη ουρά δεκάδων μέτρων, το αδιαχώρητο στο θέατρο…
Μετά από μια μακροσκελέστατη εισαγωγή με τραγούδια- χιτάκια και χορευτικές φιγούρες των ηθοποιών για «ζέσταμα» (που βέβαια οι ντιπ ακριανοί βλέπαμε μόνο όταν έβγαιναν μπροστά), ξεκίνησε η γνωστή υπόθεση στο κομμωτήριο του Τόνι … όπου ο ίδιος ως άκρως… εξωστρεφής γκέι και η αφελής βοηθός «πιστολάκι» Σόφη, υποδέχονται για πελάτες έναν μυστηριώδη αντικέρ, έναν αδιευκρίνιστο τύπο για ξύρισμα και μια σνομπ κυρία της «υψηλής κοινωνίας», όταν ξαφνικά αποκαλύπτεται ότι η πλούσια ιδιοκτήτρια που μένει στον επάνω όροφο και παίζει πιάνο, μόλις βρέθηκε δολοφονημένη κι αναλαμβάνουν τις ανακρίσεις των εν λόγω υπόπτων, ένας γραφικός αστυνόμος με τον γραφικό βοηθό του, ζητώντας σε όλη τη διερευνητική διαδικασία τη συνδρομή των θεατών ως μαρτύρων που τελικά ετυμηγορούν για τον ένοχο εν μέσω ποικίλων ευτράπελων…
Μετά από 2,5 ώρες πλήρους απογοήτευσης (-) που θα εξηγήσω, ακόμα ψάχνω τον λόγο που το συγκεκριμένο έργο καταρχάς, γνωρίζει τη σημερινή εποχή τέτοια απήχηση! Κατανοώ ότι όταν γράφηκε πριν καμιά 20αριά χρόνια υποθέτω, τότε που η γκέι θεματολογία ήταν ακόμα ταμπού, η πολιτική ορθότητα ανύπαρκτη, το στοιχείο της διάδρασης με το κοινό στα σπάργανα, το φινάλε αυτοσχέδιο κλπ. να παρουσίαζε όντως «καινοτόμο» ενδιαφέρον… Σήμερα όμως που ο χαρακτήρας ενός ακραία «ξεφωνημένου» ομοφυλόφιλου ως καρικατούρα πέρασε σε άλλη διάσταση και η άπειρη επανάληψη του γραφικού στερεότυπου κατάντησε σούπα, γιατί άραγε να προκαλεί γέλιο;; Σήμερα που το διαδραστικό σταντ απ, όχι μόνο έχει εξαπλωθεί ευρέως με ποικίλες εκδοχές, αλλά στηρίζει ολόκληρες σχετικές παραστάσεις, γιατί να εγείρει πλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον;;
Δεν γνωρίζουμε βέβαια τον βαθμό διασκευής από τον Θοδωρή Πετρόπουλο, αλλά βάσει αυτού που είδαμε αναρωτιόμαστε ποιο είναι άραγε το στοιχείο που καθιστά «γκραν σουξέ» εν έτει 2024, ένα έργο εντελώς παλιακό ως φόρμα και περιεχόμενο, βγαλμένο θαρρείς από τη ναφθαλίνη του παλιού ελληνικού σινεμά με… «φτερού» ή Φίφη – Παράβα και παρωχημένο χιούμορ εποχής;; Πώς γίνεται το πλήρως αποδομημένο «μυστήριο», οι στερεοτυπικοί χαρακτήρες- καρικατούρες, η ασαφής «παιγνιώδης» πλοκή και κατακερματισμένη δομή, τα εντελώς κλισέ αστεία, η ανεξέλεγκτη διάδραση με κουραστικά προβλέψιμες κι επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις, να φαντάζουν σήμερα τόσο ελκυστικά ;; Πώς γίνεται ένα έργο που το θέμα και η ουσία του αφήνουν στον θεατρόφιλο το απόλυτο κενό– ούτε καν εκβιασμένο μειδίαμα- να γνωρίζει τέτοια εμπορική επιτυχία;; Θερμή παράκληση να μας πει κάποιος τί αρμενίζει στραβά, γιατί κάποιοι κοντεύουμε να το χάσουμε!
Κι ερχόμαστε στη σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, ενός ταλαντούχου δημιουργού, που όμως τον συνοδεύει ο χαρακτηρισμός «ή του ύψους ή του βάθους»! Κι εδώ δυστυχώς τον πετύχαμε σε μεγάλο… βάθος! Πιο συγκεκριμένα σε μια παράσταση που θύμιζε αισθητική… βιντεοκασέτας του ’80,γυρισμένη στο πόδι σε μια βδομάδα και με όλα τα φανταιζί, πιασάρικα τερτίπια στα όρια γελοιότητας, για να «διασκεδάσει» το αποχαυνωμένο κοινό του καναπέ… Μια σκηνοθεσία βασισμένη σε ακραίες έως εκνευριστικές καρικατούρες, σε φαιδρά καραγκιοζιλίκια για εύκολο χαχανητό, σε κατάχρηση στερεοτυπικών κλισέ, σε ανιαρά προβλέψιμη ροή, σε εξοντωτικό ξεχείλωμα, σε συνεχείς τσιρίδες, δοσμένα όλα αυτά, άλλοτε με αγχωτικό ρυθμό και αναίτια τρεχαλητά – έτσι μετέφρασε τον «γρήγορο ρυθμό της κωμωδίας»- κι άλλοτε με βαρετές κοιλιές στο διαδραστικό- αυτοσχεδιαστικό κομμάτι, το οποίο μας αποτέλειωσε…
Διότι αναγκαστήκαμε να υποστούμε μέσω «αναπαράστασης» απανωτές επαναλήψεις των ήδη ανούσιων δρώμενων, συνοδευόμενες από πανομοιότυπες αντιδράσεις των «υπόπτων» με τσιριχτό κράξιμο στους «ρουφιάνους- μάρτυρες», ενώ το ευφυές εύρημα να ανεβάσουν θεατή στη σκηνή να αναπαραστήσει τον γκέι, προκάλεσε σε μερίδα πανδαιμόνιο γέλιου (!) και σε άλλους… θαυμασμό για την εκπληκτική έμπνευση! Πρόκειται για διαδικασία σκηνικού αυτοσχεδιασμού με συμμετοχή των θεατών που εν προκειμένω εντάσσεται οργανικά στη δομή του έργου, ωστόσο παρακινδυνευμένηνα ξεφύγει ανεξέλεγκτα αν ο «χειριστής» παρασυρθεί για να εκβιάσει παραπανίσιο γέλιο ή να επιδείξει αλαζονικά περίσσιες ικανότητες, ενώ η επίπεδη διαχείριση του τύπου «τώρα θα κάνουμε αυτό και μετά το άλλο», στερεί την απαιτούμενη σπιρτάδα… εδώ συναντήσαμε λίγο απ’ όλα, με συνέπεια ένα παρατραβηγμένο σταντ απ που πλατείασε ανούσια ξεχειλώνοντας τη διάρκεια άνευ λόγου, σε μια σκηνοθεσία ρηχή, πρόχειρα συμβατική, ανέμπνευστη, με πιασάρικες σπόντες «επικαιρότητας» (αλίμονο), γεμάτη παρωχημένα κλισέ και φτηνές φαιδρότητες… Όσο για τα τεχνικά, ήτοι φωτισμοί με ανεπαίσθητες έως απαρατήρητες διακυμάνσεις, μουσική εισαγωγής και λίγο πιάνο λόγω υπόθεσης, κοστούμια παλιακής αισθητικής με «γκέι υπερβολές», δεν μας… ξετρέλαναν, με εξαίρεση το προσεγμένο, πλήρες, ρεαλιστικό σκηνικό κομμωτηρίου…
Μόνο θετικό στοιχείο (-) στην συνολική απογοήτευση, οι άξιοι ηθοποιοί με την υπερφιλότιμη προσπάθεια, που έστω κι αν αδικήθηκαν σκηνοθετικά με υπερβολές στα όρια του γελοίου, το εμφανές ταλέντο τους απέδωσε σκηνικούς καρπούς…
Ξεκινώντας από τον εξαιρετικό Ιωάννη Απέργη (γκέι Τόνι- κομμωτής) με πηγαία κωμική φλέβα, απολαυστική ετοιμότητα στην ατάκα, πληθωρική ενέργεια, δουλεμένη κίνηση…δίπλα του η Αρετή Πασχάλη (βοηθός Σόφη) με πειστική αφέλεια, αεικίνητη, χαριτωμένα «χαζή», παρά τις αχρείαστες υστερίες… Η έμπειρη Βάσω Γουλιελμάκη (κ. Χατζηπατέρα), υποδειγματική στον ρόλο της σνομπ, καβαλημένης πλούσιας με τον ψεύτικο καθωσπρεπισμό, ενώ ο Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου (αντικέρ Πετρόβας) επαρκέστατος στον ρόλο του με ωριμότητα και έντονο ταπεραμέντο…
Όσον αφορά στον Δημήτρη Μακαλιά (αστυνόμος) που επιπλέον λόγω σχετικής εμπειρίας διαχειρίστηκε την επικοινωνία με το κοινό, διαθέτει αναμφίβολα άνεση, αμεσότητα, χιούμορ, ωστόσο σε στιγμές αποπνέει έπαρση και σνομπισμό, ενώ θα πρέπει να ελέγξει την υπερβάλλουσα εξωστρέφεια και σκηνική «φλυαρία», επενδύοντας στην ερμηνεία… Ο Χάρης Χιώτης δίπλα του (βοηθός Πανάγος) είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση εξαιρετικά ταλαντούχου (και πολυμορφικού) ηθοποιού, του οποίου η λιτή, αφαιρετική, απαλλαγμένη από τερτίπια ερμηνεία, διαθέτει αυθεντική δύναμη, ικανή να σφραγίσει με προσωπικό στίγμα ένα ρόλο ή να προκαλέσει πηγαίο γέλιο με ένα βλέμμα ή μια αδιόρατη κίνηση, ελέγχοντας απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα…
Πού καταλήγουμε (=); Καταρχάς σε ένα «κρίμα» για τους καλούς ηθοποιούς – θύματα μιας στρεβλής σκηνοθεσίας που μετέτρεψε τους χαρακτήρες σε φαιδρά καρτούν και επένδυσε χωρίς καμία έμπνευση στην ευκολία των ξεπερασμένων προ πολλού στερεότυπων με δυσανάλογη δόση βαρετού σταντ απ… Και κατά δεύτερον, μετά τις οικτρά διαψευσμένες προσδοκίες,το βασανιστικό ερώτημα επανέρχεται: Είναι δυνατόν αυτό που είδαμε να πρόκειται για τη «θρυλική» παράσταση που ακούμε επί χρόνια;;; Μάλλον η φήμη ενός υπερεκτιμημένου «θρύλου» λειτουργεί ως αποτελεσματικός κράχτης και πέραν τούτου ουδέν (με το συμπάθιο)…
Βαθμολογία: 2,2/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ