.
Στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών παρακολουθήσαμε την νέα παραγωγή του ΚΘΒΕ, «Σε σας που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη.
Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες θεατρικούς συγγραφείς και γενικότερα μια από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές των ελληνικών γραμμάτων. Το «Σε σας που με ακούτε» είναι το προτελευταίο δημιούργημά της (2003), που όπως και τα υπόλοιπα, αποπνέει την βαθιά πολιτική της σκέψη, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της για την αδικία και την καταπίεση κάθε μορφής. Το έργο, πάντα επίκαιρο, αν και πέρασαν είκοσι χρόνια από την συγγραφή του, αποτελεί ένα επαναστατικό μανιφέστο, μια κραυγή αγωνίας για το μέλλον, ένα κάλεσμα προς τους απανταχού καταπιεσμένους να εξεγερθούν, να αντιδράσουν απέναντι στην άλογη βία του κατεστημένου,τις κοινωνικές διακρίσεις και την απόρριψη του διαφορετικού…

Η υπόθεση μας μεταφέρει στο Βερολίνο του 2001. Είναι η παραμονή μιας μεγάλης αντιφασιστικής διαδήλωσης και η ατμόσφαιρα στην πόλη είναι ηλεκτρισμένη. Νεοναζί και κρατικός έλεγχος κάνουν δύσκολη και επικίνδυνη την ζωή, κυρίως των αλλοδαπών. Βρισκόμαστε στο σπίτι του Γερμανού Χανς και της κατά πολύ νεότερης συζύγου του Μαρίας. Μαζί τους μένει ένα νεαρό ζευγάρι Ελλήνων, ο Άγης, ένας φιλόδοξος και αντιδραστικός νέος που θέλει να γίνει συγγραφέας και η Σοφία, ένα κορίτσι που στην προσπάθεια να βρει χρήματα μπλέκεται με εμπόρους ναρκωτικών. Το ζευγάρι επισκέπτεται η οικογένεια της Σοφίας από την Ελλάδα, η μητέρα της Έλσα, ο ανάπηρος αδελφός της Νίκος και ο εραστής του, ο Ιταλός τραγουδιστής Τζίνο, που φορτίζουν ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα. Μαζί τους η Τρούντελ μια νεαρή Γερμανίδα και ο Ιβάν, ο ναρκομανής φίλος του Άγη που ωθεί την Σοφία στην παρανομία. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών και εθνικοτήτων, κάτω από την ίδια στέγη, μοιράζονται τους φόβους και τις ανησυχίες τους. Άλλοι συμβιβασμένοι και άβουλοι και άλλοι επαναστάτες και δυναμικοί, προσπαθούν ο καθένας με τον τρόπο του να ξεφύγουν από τα δεσμά που τους περιορίζουν, από τον έλεγχο και την βία της εξουσίας, από την πλήξη του γάμου, την αποτυχημένη σχέση, την φτώχια, την θλίψη, την απόρριψη. Άνθρωποι που μέσα από την ανάγκη για φυγή βρίσκουν το θάρρος να εκφράσουν τα πάθη τους, να μιλήσουν, να φωνάξουν, να κραυγάσουν…σε μας που τους ακούμε.

Η ανάγνωση του συγκεκριμένου έργου,στην παράσταση του ΚΘΒΕ, υπήρξε ιδιαίτερα αφυπνιστική, ο δε τίτλος της, με την ιδιαίτερη δυναμική του, ήρθε στην κατάλληλη στιγμή για να γίνει σύνθημα στον αγώνα των καλλιτεχνών της χώρας μας κατά της υποβάθμισης των πτυχίων τους. Μια φράση που ενώθηκε με τις φωνές τους απέναντι στην αδικία που υφίστανται και έγινε μέσο για να εκφράσουν την διαμαρτυρία τους…σε μας που τους ακούμε.

Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης, περιλαμβάνεται καταρχάς το κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη. Πρόκειται για ένα έργο αληθινό και ρεαλιστικό που εστιάζει στις ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στα πολιτικά, κοινωνικά και προσωπικά του αδιέξοδα, στον φόβο για το μέλλον, την απαξίωση των ιδεολογιών, καθώς και στην ανάγκη του, μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση, να μιλήσει και να ακουστεί. Ο λόγος είναι απλός, καθημερινός και ταυτόχρονα βαθυστόχαστος. Η όλη ατμόσφαιρα είναι βαριά κάτω από τη σκιά της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης και γίνεται περισσότερο μουντή καθώς γνωρίζουμε τις ιδιωτικές ζωές των ηρώων του έργου που είναι ακόμη πιο δυσάρεστες. Θλίψη, αδιέξοδα κάθε μορφής, αβεβαιότητα και απαισιοδοξία φθάνουν τους ανθρώπους στα όρια τους, τους κάνουν αντιδράσουν, να επαναστατήσουν, να καταγγείλουν την ανομία…σε μας που τους ακούμε.
Η σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη, σεβάστηκε απόλυτα το κείμενο και απέδωσε επιτυχημένα επί σκηνής τόσο την δραματική ατμόσφαιρά του όσο και τον επαναστατικό του χαρακτήρα. Συνδύασε με θαυμαστό τρόπο κάθε εκφραστικό μέσο και δημιούργησε μια ρεαλιστική παράσταση με ρυθμό, ένταση και άπειρη ενέργεια, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ουσία του κειμένου. Τοποθετώντας ένα μικρόφωνο στην μέση του σαλονιού, μετέφερε την αντιφασιστική διαδήλωση μέσα στους τέσσερις τοίχους, που ήδη σείονταν από τα προσωπικά πάθη των ηρώων. Εκεί ο καθένας μπορούσε να πάρει τον λόγο και να ακουστεί.

Η σκηνοθετική διαχείριση των χαρακτήρων και η ανάδειξη του ψυχισμού τους, με αυτόν τον τρόπο, ήταν εξαιρετική. Μονόλογοι και διάλογοι που ηλεκτρίζουν, άνθρωποι που λυγίζουν κάτω από την πίεση των γεγονότων, βουβές κραυγές, μάτια δακρυσμένα, κορμιά που πάλλονται σε επαναλαμβανόμενους χορευτικούς ρυθμούς, γυμνόστηθοι νέοι και ιδρωμένα σώματα. Τραγούδια και συνθήματα σε ελληνικά, ιταλικά και γερμανικά που τονίζουν την οικουμενικότητα των προβλημάτων και την ανάγκη μιας παγκόσμιας κινητοποίησης. Τσιφτετέλια και εντάσεις, γέλια και δάκρυα, άνθρωποι αινιγματικοί που προσπαθούν να συμβιώσουν, να επικοινωνήσουν μέσα στις τόσες δυσκολίες. Εξαιρετικής έντασης η σκηνή που ο Άγης, εκτός εαυτού, μεταφέρει επί σκηνής έναν ξυλοδαρμό. Η βία γίνεται ο πρωταγωνιστής και για λίγες στιγμές επιβάλλεται και κυριαρχεί.
Η όλη ηχητική προσέγγιση του έργου υπήρξε καθηλωτική. Η μουσική που διαδέχονταν τα συνθήματα, οι εξομολογήσεις στο μικρόφωνο, οι ήχοι της πόλης, οι πυροβολισμοί, τα συνθήματα, οι φωνές, οι κραυγές, βουβές και μη, που γέμιζαν το χώρο, οι διάλογοι που ακούγονταν ακόμα και όταν οι ηθοποιοί έφευγαν από την σκηνή, δημιουργούσαν, συνδυαστικά, μια τρομερής έντασης ατμόσφαιρα που κατέκλυζε όλες τις αισθήσεις του θεατή και τον κρατούσε όμηρο της εξέλιξης της υπόθεσης.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν αξιέπαινες.
Ξεχώρισε μεταξύ τους ο Πάρης Αλεξανδρόπουλος, στον ρόλο του Τζίνο, του Ιταλού εραστή του ανάπηρου Νίκου, ο οποίος επέδειξε τρομερή ενέργεια στα χορευτικά της παράστασης, χωρίς να υστερεί ερμηνευτικά, ενώ και οι φωνητικές του επιδόσεις ήταν παραπάνω από επαρκείς. Με ζωντάνια και έκδηλη εκφραστικότητα, μπήκε, πραγματικά, στο «πετσί» του ρόλου του, κρίνοντας και από τα παθιασμένα φιλιά στον αγαπημένο του, που σφράγισαν την ερμηνεία του.

Δυναμικός και ιδιαιτέρως εκφραστικός ο Νίκος Μήλιας στον ρόλο του Άγη, του πρωτεργάτη θα λέγαμε της επανάστασης, που αγανακτισμένος προσπαθεί να βρει διεξόδους για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
Εξαιρετική η Χρυσή Μπαχτσεβάνη στον ρόλο της Σοφίας που συγκίνησε ερμηνευτικά στον ρόλο της αδικημένης από την ζωή κοπέλας που στράφηκε στην παρανομία για να μπορέσει να εξαγοράσει την απελευθέρωση από την τυραννική της οικογένεια.

Πολύ καλή εμφάνιση από την Σεμίραμις Αμπατζόγλου στον ρόλο της Τρούντελ που ενώ αρχικά περιορίζεται ερμηνευτικά κυρίως σε μιμήσεις, ξαφνικά μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα με δύναμη και πυγμή, που διαμαρτύρεται και διαδηλώνει με θάρρος και βροντερή φωνή τα πιστεύω της. Επίσης αξιόλογη η εμφάνιση της Ελένη Θυμιοπούλου στον ρόλο της Μαρίας, της καλής νοικοκυράς και συζύγου που αγανακτισμένη θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα για να αρχίσει επιτέλους να ζει.
Ο Δημήτρης Ναζίρης ως Χανς, σε έναν ρόλο κατά βάση σιωπηλό με λίγες ατάκες μόνο στα γερμανικά και γαλλικά, ερμήνευσε αξιοπρεπώς τον ρόλο του συμβιβασμένου, λόγω της προχωρημένης ηλικίας συζύγου, που στηρίζει και αποδέχεται τις αντιδράσεις των λοιπών με μια στοϊκότητα και μια γλυκύτητα που τον κατέστησε ιδιαιτέρως συμπαθή.

Πολύ καλές εμφανίσεις και από την Μπέττυ Νικολέση στον ρόλο της Έλσας της ψυχρής μητέρας της Σοφίας που συγκινεί με τον εξομολογητικό μονόλογό της, του Νικόλα Δροσόπουλου στον ρόλο του ανάπηρου Νίκου, έναν ρόλο επίσης σιωπηλό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αλλά του Γιώργου Κολοβού στον ρόλο του Ιβάν, του ατόμου που ωθεί την Σοφία στις παράνομες δοσοληψίες με τους εμπόρους ναρκωτικών.

Κινησιολογικά, όλοι οι συμμετέχοντες, υπό την επιμέλεια και τις χορογραφίες της Ξένιας Θεμελή, ήταν εξαιρετικοί. Το επαναλαμβανόμενο, τυποποιημένο χορευτικό, που αποτέλεσε σημαντικό σημείο της σκηνοθετικής προσέγγισης, τελούνταν με πάθος και δυναμισμό από όλα τα μέλη του θιάσου. Με άνεση και περισσή εκφραστικότητα, ακόμη και γυμνόστηθοι, άνδρες και γυναίκες τελούσαν ως ιεροτελεστία έναν χορό – μείγμα διαφόρων πρωτόγονων και σύγχρονων κινήσεων που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μια μορφή δέησης ή έκφρασης μιας εξαναγκασμένης ή μη συλλογικότητας.
Το λιτό σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου, απέδωσε πετυχημένα τον χώρο του σαλονιού, σε στιλ περασμένων δεκαετιών, όπου διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου. Κυρίαρχο στοιχείο η μεγάλη τραπεζαρία, που αρχικά φιλοξενούσε τους ηθοποιούς στο πίσω μέρος της σκηνής, στην συνέχεια όμως μεταφέρθηκε μπροστά και αποτέλεσε τον βασικό χώρο δράσης. Ένα μικρό τραπεζάκι με το τηλέφωνο και η πολυθρόνα του Χανς δίπλα στο παζλ του γνωστού πίνακα «το φιλί» του Κλίμτ, συμπλήρωναν την εικόνα.
Ένα σκηνικό απλό, επαρκές όμως, που άφηνε χώρο κίνησης στους ηθοποιούς, με το μικρόφωνο, πρόκληση και λύτρωση μαζί, να στέκει στη μέση δυναμιτίζοντας την ατμόσφαιρα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το δείπνο της παράστασης ήταν ρεαλιστικότατο, με πραγματικό φαγητό (παστίτσιο) και γλυκό, τα οποία ορισμένοι των ηθοποιών τίμησαν δεόντως.

Τα κουστούμια της Μαρίνας Κελίδου, σύγχρονα και λιτά, συνδυάστηκαν αρμονικά με τον όλο χώρο και με την αίσθηση του επίκαιρου που κυριαρχούσε εξαρχής.
Τέλος, η μουσική επιμέλεια της παράστασης από τον ίδιο τον σκηνοθέτη ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα. Ακούσματα ιταλικά, επαναστατικά και μη, ελληνικά τσιφτετέλια, αλλά και γνωστά λαϊκά τραγούδια όπως το συγκινητικό «Μην κλαις (τα σπίτια είναι χαμηλά)» της Σωτηρίας Μπέλλου, ανόμοια και αντιφατικά, συνδυάστηκαν σε μια προσπάθεια απόδοσης των βασικών νοημάτων του έργου, σε μια προσπάθεια κατάδειξης ότι τα προβλήματα και οι φόβοι του σύγχρονου ανθρώπου ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και αφορούν τον άνθρωπο γενικότερα.

Σε μια παράσταση με τόση ενέργεια επί σκηνής και τόσο άρτια απόδοση, το μόνο που θα μπορούσα να σχολιάσω, ως επισήμανση και όχι τόσο ως αρνητικό (-) στοιχείο, αφορά στην μουσική ένδυση της παράστασης, η οποία θα μπορούσε να εμπλουτιστεί περεταίρω με ξενόγλωσσα ή μη, περισσότερο γνωστά και αρμόζοντα στο ύφος του έργου τραγούδια που θα στόχευαν στο συναίσθημα του θεατή.

Κλείνοντας (=),το «Σε σας που με ακούτε» που παρακολουθήσαμε, στο Μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών ήταν μια παθιασμένη, ιδιαιτέρως δυναμική παράσταση, προσεγμένη σκηνοθετικά και δουλεμένη εις βάθος από όλους τους συντελεστές της. Μια κραυγή διαμαρτυρίας, βασισμένη σε γεγονότα του παρελθόντος, που μιλά για το παρόν και το μέλλον και καλεί τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως εθνικότητας, να ξυπνήσουν από την βόλεψη και την αδράνεια της καθημερινότητας, να ξεπεράσουν τους όποιους φόβους τους, να αντιδράσουν και να μιλήσουν. Να μιλήσουν, πρωτίστως σε μας, σε μας που τους ακούμε…
Βαθμολογία
7,7/10
-k-
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ (μικρό)
«Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη.

Σε μια πόλη σύμβολο του ταραγμένου παρελθόντος της Ευρώπης, επικρατεί πολιτική και κοινωνική αναστάτωση αλλά και η λήθη που «προσφέρει» η καθημερινότητα. Αύριο, θα γινεί μια τεράστια ειρηνική συγκέντρωση. Αύριο, όλοι θα πρέπει να μιλήσουν. Όλοι θα πρέπει να δηλώσουν τη θέση τους, στον νέο κόσμο.
/
Σκηνοθεσία: Χρήστος Θεοδωρίδης.
Ερμηνεύουν: Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Σεμίραμις Αμπατζόγλου, Νικόλας Δροσόπουλος, Ελένη Θυμιοπούλου, Γιώργος Κολοβός, κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19:00, Πέμπτη-Παρασκευή: 21:00, Σάββατο: 18:00 & 21:00, Κυριακή: 19:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ
.
-Κ-
Ολες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2023 στην Θεσσαλονίκη, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 12α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2023
Δείτε & αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Οι νέες ταινίες της εβδομάδας και σε ποιες αίθουσες προβάλλονται, κλικ εδώ.
.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.