«Ψύλλοι στα αυτιά»: Ο χαριτωμένος Φεντώ, οι ενστάσεις και οι… ωτοασπίδες! Είδαμε στο Βασιλικό θέατρο & Σχολιάζουμε…
Κάποιες κλασικές παραστάσεις με συνεχή ανεβάσματα, είναι έτσι δομημένες από τη συγγραφή του έργου, που δεν μπορούν να αποφύγουν ένα βαθμό «τυποποίησης» και ο θεατής δεν περιμένει ιδιαίτερες εκπλήξεις όταν γνωρίζει το έργο. Οι όποιες διαφοροποιήσεις αφορούν στην ατμόσφαιρα, το ρυθμό και σκηνοθετικές ή ερμηνευτικές λεπτομέρειες, πάνω στον ίδιο «αμετακίνητο» κορμό. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η παράσταση «Ψύλλοι στα αυτιά» – ίσως το πιο πολυπαιγμένο έργο του Ζώρζ Φεντώ, που παρακολουθήσαμε στο Βασιλικό Θέατρο ως παραγωγή του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία του Γιάννη Αναστασάκη. Μια ευχάριστη και εύπεπτη θέαση για όλες τις κατηγορίες κοινού, όπου ωστόσο εντοπίσαμε και κάποιες αδυναμίες..
Η διάσημη λαϊκή φαρσοκωμωδία, γραμμένη το 1907, πραγματεύεται τη συζυγική απιστία και γενικότερα τις σχέσεις των φύλων, στα ηθογραφικά πλαίσια μιας εποχής όπου η αστική τάξη επένδυε αποκλειστικά στα υποκριτικά προσχήματα. Το κεντρικό ζευγάρι Ραϊμόνδη και Βίκτωρ, αλλά και ένας ευρύς φιλικός περίγυρος, θα μπλέξουν σε ένα απίστευτο- σχεδόν σουρεαλιστικό γαϊτανάκι παρεξηγήσεων, ευτράπελων, ανατροπών, παγίδων, προκειμένου να διαπιστώσουν τον βαθμό πίστης από το έτερον ήμισυ ή να εκπληρώσουν φαντασιώσεις και κρυμμένους πόθους. Αποκαλύψεις που διαδέχονται η μία την άλλη, ερωτικά ραντεβού σε αμαρτωλό ξενοδοχείο όπου γίνεται το σώσε, μια απίθανη ομοιότητα που θα περιπλέξει καθοριστικά τα πράγματα, καταλήγουν σε απανωτές φάρσες με καταιγιστικό ρυθμό και άφθονο γέλιο, μέχρι την τελική «αποκατάσταση» του ευτυχούς τέλους, στα πρότυπα μιας κοινωνίας με ύψιστη αξία το «φαίνεσθαι»…
Η χαριτωμένη, ψυχαγωγική παράσταση (+) είναι βεβαίως σφραγισμένη από το έργο του Γάλλου συγγραφέα, χαρακτηρισμένου ως «μάστορα της φάρσας και των συζυγικών συνθέσεων», σε εξαιρετική μετάφραση Μίνωα Βολανάκη, με ζωντανό, σύγχρονο, παραστατικό λόγο. Το ίδιο το έργο έχει υμνηθεί για τη σατιρική/ σαρκαστική ματιά του στα κοινωνικά ήθη μιας εποχής με κυρίαρχο τον καθωσπρεπισμό των αστών, φέρνοντας με καυστικό χιούμορ στο προσκήνιο τα έντεχνα κρυμμένα πάθη. Ωστόσο πέραν τούτου- που ίσως να μην αγγίζει ιδιαίτερα το σημερινό θεατή η ηθογραφία μιας «ξένης» για τα δεδομένα του εποχής, δοσμένη επιδερμικά και ανάλαφρα- θεωρούμε ότι το έργο οφείλει τη καταξίωσή του σε αμιγείς θεατρικές αρετές: την εφευρετικότητα του συγγραφέα στον τομέα «φάρσα», την πολυσύνθετη ανατρεπτική πλοκή, την κωμικότητα των καταστάσεων, τις απίθανες υπερβάσεις… Μια γρήγορη, ευφάνταστη, γερά δομημένη κωμωδία για το ευρύ κοινό, με στόχο την ανάλαφρη ψυχαγωγία του, χωρίς υπόγειες υποσχέσεις περί «μηνυμάτων» ή βαθύτερων νοημάτων με προεκτάσεις. Ίσως από τους πλέον καθαρούς και έντιμους στόχους.
Η παράσταση καθεαυτή σε επίπεδο σκηνοθεσίας και ερμηνειών, συνδυάζει θετικά στοιχεία αλλά και ενστάσεις όπως θα αναφέρουμε, ξεκινώντας αρχικά από τα συν της σκηνοθεσίας του Γ. Αναστασάκη. Έχουμε ήδη εντοπίσει στον πρόλογο ότι ένα έργο σαν το συγκεκριμένο, «εμπεριέχει» από τη συγγραφή του και βάσει αυστηρά δομημένης πλοκής τη σκηνοθετική κατεύθυνση, μη αφήνοντας ιδιαίτερα περιθώρια στη σκηνική απόδοση. Που σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης ακολουθεί συγκεκριμένες δεσμεύσεις/ οδηγίες με περιορισμένο δημιουργικό πεδίο και σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε μοιραία ο Γ. Αναστασάκης, στην προσπάθεια να αποδώσει πιστά την πολυσύνθετη πλοκή. Και σε αυτό το κομμάτι τα κατάφερε θαυμάσια, κρατώντας τον χαρακτηριστικό καταιγιστικό ρυθμό των ανατροπών, με πλήρη ευκρίνεια στα συνεχή «μπερδέματα» χωρίς σύγχυση στην κατανόηση, με ακριβή συγχρονισμό ως κομβικό στοιχείο των αλλεπάλληλων εισόδων/ εξόδων, ενώ ανέδειξε έντονα και με ευρήματα, άλλοτε έξυπνα κι άλλοτε τραβηγμένα, το κωμικό στοιχείο της φάρσας, Επίσης αξιοποίησε εύστοχα τον σκηνικό χώρο και η μετάβαση μεταξύ πρώτης και δεύτερης πράξης (από το σαλόνι του σπιτιού στο χώρο του ξενοδοχείου) υπήρξε εξαιρετικά ευρηματική και χιουμοριστική.
Οι ενστάσεις μας (–) έχουν να κάνουν με την καθαρότητα της σκηνοθετικής ταυτότητας. Διότι από τη μία είχαμε μια κλασική, ρεαλιστική προσέγγιση της εποχής και των ηθών της και από την άλλη, η ατμόσφαιρα συνολικά (σύγχρονη ρυθμική μουσική, κοστούμια ακαθόριστης εποχής, εικαστικές απεικονίσεις, κινησιολογία κλπ.), καθώς και οι αποδόσεις των χαρακτήρων υποκριτικά, δεν παρέπεμπαν καθόλου πειστικά στο «τότε». Προφανώς επιχειρήθηκε μια μορφή νεωτερισμού για προσαρμογή στο σήμερα, αντιμετωπίζοντας το έργο ως διαχρονικό, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα κατέληξε ένα ακαθόριστο μείγμα με ετερόκλητα στοιχεία και χωρίς σαφή ταυτότητα, είτε κλασική είτε σύγχρονη. Με συνέπεια να βλέπεις καταστάσεις παρωχημένες να αποδίδονται μέσα σε κλίμα και με αντιδράσεις σημερινών, καθημερινών ηρώων, εκτός πνεύματος της εποχής.
Μια θολή άποψη που κυρίως αποτυπώθηκε ως καθοδήγηση τις ερμηνείες των ηθοποιών. Όπου μεταξύ των 14, μόνο οι εξαιρετικοί Κώστας Σαντάς ως γιατρός και Γιώργος Καύκας ως υπέροχος μπάτλερ, απέδωσαν πειστικές για την εποχή στιλιζαρισμένες ερμηνείες, με ακριβείς λεπτομέρειες στην κινησιολογία, το στήσιμο, την εκφορά του λόγου, αν και η άρθρωση του Κ. Σαντά μας ταλαιπώρησε, σε αντίθεση με το πηγαίο κωμικό του (εν προκειμένω) ταλέντο που απογείωσε τον ρόλο. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, παρότι όλοι τους ταλαντούχοι, εμφανώς επαγγελματίες, με άριστες υποκριτικές επιδόσεις και άνεση- ξεχωρίσαμε τον απολαυστικό Α. Ραφτόπουλο ως γραμματέα- δεν κατάφεραν να βρουν το σωστό στίγμα για τους συγκεκριμένους χαρακτήρες, παραπέμποντας περισσότερο σε παρωδία, άσχετα από το γέλιο που προσέφεραν- βγαλμένο συχνά από σουρεαλιστικά στιγμιότυπα με γενναίες δόσεις υπερβολής ή χαρακτήρες- καρικατούρα.
Όσον αφορά στον πρωταγωνιστή Ταξιάρχη Χάνο σε διπλό ρόλο, για δεύτερη φορά αντιμετωπίζουμε θέμα μαζί του. Ενώ πρόκειται για άξιο, προικισμένο καλλιτέχνη και έμπειρο επαγγελματία με εξαιρετικά δείγματα, θαρρείς συνειδητά «αποδομεί» το ταλέντο του. Κάτι που εντοπίσαμε τόσο στην παρούσα παράσταση όσο και στην «Κωμωδία ενός αυτόχειρα». Δίνοντας την αίσθηση ότι την ίδια στιγμή που υπηρετεί επάξια τον ρόλο, ταυτόχρονα σαν να τον «κοροϊδεύει» και ενώ στην ατάκα είναι παρών και παθιασμένος, με το τελείωμά της σαν να βγαίνει εκτός, να παραιτείται, για να επανέλθει… Καταθέτοντας επιπλέον εδώ περίσσια υπερβολή με κοροϊδευτικές γκριμάτσες ή κινήσεις και κυρίως κραυγές! Πολλές, ενοχλητικές και άνευ λόγου κραυγές που κατάπιναν τις λέξεις και σε στιγμές καθιστούσαν τις… ωτοασπίδες απαραίτητες! Γιατί όλο αυτό άραγε από έναν αποδεδειγμένα ικανό ηθοποιό; Αλυτη απορία…
Το σκηνικό – ως αστικό σαλόνι και δωμάτιο ξενοδοχείου, παρά τις ετερόκλητες προσμίξεις κλασικού και σύγχρονου διάκοσμου, υπήρξε λειτουργικό για τις ανάγκες και ιδιαίτερα στο χώρο του ξενοδοχείου με ευρηματικό τρυκ περιστρεφόμενου κρεβατιού, ενώ τα κοστούμια αν και φροντισμένα, δεν θεωρούμε ότι είχαν ενιαία αισθητική και σαφή αναφορά στις αρχές του 20ου αιώνα. Ομοίως η μοντέρνα ρυθμική μουσική, παρότι θαυμάσια ως αυτόνομο άκουσμα και με μικρή συμμετοχή, ελάχιστα έδενε κατάλληλα με το κλίμα και οι φωτισμοί, χωρίς ιδιαίτερες παρεμβάσεις και εναλλαγές, ανταποκρίθηκαν σε γενικές γραμμές ικανοποιητικά.
Τέλος, εξακολουθούμε να μην καταλαβαίνουμε, τη σταθερή εμμονή του ΚΘΒΕ στην τρίωρη διάρκεια, λες και τηρεί απαράβατο όρο συμβολαίου! Είτε ανεβάζει εποποιία, είτε απλή φαρσοκωμωδία. Κι αν σε κάποιες παραστάσεις σαν «Το τρίτο στεφάνι» μπορεί να δικαιολογηθεί, στην παρούσα ήταν ένας περιττός πλεονασμός, που αν δεν επρόκειτο για κωμωδία η κούραση θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Τη στιγμή που με κατάλληλη σκηνοθετική διαχείριση θα μπορούσε ανετότατα να συμπτυχθεί σε ένα μεστό δίωρο και ας γίνει επιτέλους κατανοητό ότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ» αλλά «εν τω ευ το πολύ»…
Καταλήγοντας (=) και παρά τις όποιες ενστάσεις αναφέρθηκαν, πρόκειται αναμφίβολα για μια χαριτωμένη, ανάλαφρη κωμωδία που βλέπεται ευχάριστα- εξαιρουμένων των κραυγών και δικαιώνει επαρκώς τον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6 ΣΤΑ 10
-Πληροφορίες για τη παράσταση ΕΔΩ
#Κουλτουρόσουπα #kulturosupa #Θεατρομανία #ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΚΘΒΕ #ΒασιλικόΘέατρο #ΨύλλοιΣταΑυτιά #ΖώρζΦευντώ #ΓιάννηςΑναστασάκης #ΤαξιάρχηςΧάνος
Φωτογραφικό υλικό