Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Θέλαμε οπωσδήποτε να δούμε τη συγκεκριμένη παράσταση για δύο λόγους: αφενός μας δελέασε το περιεχόμενό της βάσει των ενημερωτικών στοιχείων και αφετέρου είχαμε περιέργεια για τον τρόπο που θα χειριστεί ένα θέμα με «παγίδες» μια νέα σκηνοθέτιδα στην πρώτη της επαγγελματική δουλειά…καθότι πρόκειται για την διπλωματική της εργασία στην Σκηνοθεσία ως απόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και θέλαμε να πάρουμε μια γεύση από την οπτική του «νέου αίματος» στη θεατρική τέχνη…
Πρόκειται για την παράσταση «ΝΤΡΙΜ», βασισμένη στο γνωστό βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει» του Θάνου Αλεξανδρή και σκηνοθετημένη από την Αριάδνη Ζούπινα, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αμαλία ως φιλόξενη στέγη σε νεανικές προσπάθειες…
Πριν την έναρξη της παράστασης οι συντελεστές φρόντισαν να μας βάλουν επιτυχημένα σε κλίμα κλασικών μπουζουκιών της δεκαετίας του ’80, με τα σουξέ της εποχής να δονούν την αίθουσα, τις ηθοποιούς σε ρόλο «κονσοματρίς» να λικνίζονται δίπλα μας με τσιφτετέλια, τις λουλουδούδες επί το έργον, το κέφι να μεταδίδεται αβίαστα στους θεατές- θαμώνες, μέχρι που έσβησαν τα φώτα, οι κινήσεις «πάγωσαν» και οι ηθοποιοί αργά και τελετουργικά ανέβηκαν από την πλατεία στην σκηνή, διαμορφωμένη σε χώρο παρακμιακού νυχτερινού κέντρου με ζωντανή ορχήστρα στο βάθος… Τέσσερεις γυναίκες που δουλεύουν στο μαγαζί τραγουδώντας και συντροφεύοντας μεθυσμένους πελάτες, ξεδιπλώνουν μέσα από σκόρπια στιγμιότυπα τον σκληρό και συνάμα γοητευτικό κόσμο της νύχτας όπου «ή ζεις ή πεθαίνεις, όμως σίγουρα δεν φυτοζωείς»…Ξεκινώντας από την υποδοχή και «εκπαίδευση» μιας αθώας πρωτάρας στο μαγαζί που οι παλιές μυούν στο επάγγελμα μέχρι να γίνει ξεφτέρι, περνούν σε ιστορίες με πάθη, αντιζηλίες, καταναγκασμούς, μοναξιά, πονεμένες μνήμες, σκληρά αφεντικά, κακοποιητές πελάτες, αλλά και ιστορίες γεμάτες τρυφερότητα, αλληλεγγύη, νοιάξιμο, σαρκαστικό χιούμορ, σε έναν μικρόκοσμο αυθεντικής ζωής που το νυχτοκάματο κερδίζεται με τίμημα ψυχής…
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε το ελκυστικό (+) και διάσημο πλέον βιβλίο του Θ. Αλεξανδρή, που έγινε ταινία, σήριαλ, αρκετές παραστάσεις, καθώς το περιεχόμενό του προσφέρεται ιδανικά για δραματοποίηση δίνοντας την ευκαιρία στον θεατή να γνωρίσει εκ των έσω έναν κόσμο διαφορετικό από τον συμβατικό «της ημέρας», συχνά περιβεβλημένο με σκοτεινό, μυστηριώδες, αμαρτωλό πέπλο αδιαπέραστο για αμύητους που ενστικτωδώς δαιμονοποιούν τη νύχτα… Η οποία ωστόσο, απαλλαγμένη από καταπιεστικές συμβάσεις κι απωθημένα του καθωσπρεπισμού, αποκαλύπτει γυμνές αλήθειες με ατόφια αυθεντικότητα και δίπλα στους δαίμονες θα συναντήσεις και «πεσμένους» αγγέλους με λαβωμένη ψυχή, διψασμένη γι αποδοχή κι αγάπη… Δίπλα στη σκληρότητα, τη βία, την υποτίμηση, την εκμετάλλευση, τον κυνισμό, θα βρεις συνάμα τρυφεράδα, απρόσμενο γέλιο, ντομπροσύνη, παλληκαριά, ένα στοργικό χέρι απλωμένο στο τραύμα… γιατί αυτός ο κόσμος ζει παθιασμένα στα άκρα, αγνοεί τί σημαίνει «φυτοζωή» και η παρούσα προσεγμένη διασκευή μετέφερε πειστικά, ουσιαστικά και περιεκτικά το εν λόγω πνεύμα με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αποφεύγοντας μελοδραματισμούς, φλυαρίες ή περιττές υπερβολές…
Ο ιδιαίτερος τρόπος που προσέδωσε ένα «κάτι» ξεχωριστό και ενδιαφέρον στην παράσταση, αφορά πρωτίστως στην αποκλειστικά γυναικεία οπτική της και επίσης σε κάποιες σκηνοθετικές επιλογές της Αριάδνης Ζούπινα που προδίδουν ταλέντο με μελλοντικές υποσχέσεις… Καθώς κατάφερε εξαρχής με λιτά μέσα να δημιουργήσει πειστική ατμόσφαιρα που συνδύαζε παρωχημένο μπουζουκομάγαζο και παρακμιακό καμπαρέ με το όνομα «Ντριμ» (Όνειρο), αξιοποιώντας θαυμάσια τους φωτισμούς, τα φανταιζί κοστούμια πίστας, την εξαιρετική ορχήστρα στην απόδοση γνωστών ή μη καψουροτράγουδων και κυρίως τα χαρακτηριστικά στερεότυπα από μια εποχή πλαστής ευμάρειας με βαρβάτες «επενδύσεις» σε ουίσκι, σπασμένα πιάτα, λουλουδοπόλεμο, πληρωμένους έρωτες από φραγκάτους νταήδες «πρώτο τραπέζι πίστα», για να κουκουλώσουν μέσα στο σκοτεινό ντουμάνι του καπνού καταπιεσμένα πάθη, ανομολόγητα βίτσια, θλιβερές υπάρξεις, τσαλαπατώντας αδίσταχτα γυναικείες αξιοπρέπειες, ψυχές και σώματα, που όμως κάπου στο βάθος κρατούν ακόμα κομμάτια ανθρωπιάς κι αντίστασης με τίμημα…
Όλα τούτα αναδείχθηκαν έντιμα κι αληθινά χωρίς εκζήτηση ή μελό, με έλεγχο και μέτρο– πλην μικρών αδυναμιών- με λιτότητα και συναίσθημα, εναλλάσσοντας τα δραματικά βιώματα με πικρό – σαρκαστικό χιούμορ ή ευφάνταστα κωμικά στιγμιότυπα , σε μια μουσικοθεατρική παράσταση που σεβάστηκε το πρωτότυπο έργο, προσθέτοντας μια ιδιαίτερη πινελιά ως προσωπική ταυτότητα σύγχρονης σκηνοθεσίας… Διότι στην 12μελή ομάδα, μετρήσαμε μόνο δύο άνδρες, έναν μουσικό στο πιάνο και έναν βουβό σερβιτόρο, που σημαίνει καθαρά γυναικεία σφραγίδα- ακόμα και σε μπουζούκι, κιθάρα, κρουστά- ενώ οι ανδρικοί ρόλοι πχ. αφεντικού και πελατών υποδύθηκαν από τις γυναίκες του μαγαζιού χωρίς μεταμόρφωση, παρά φορώντας ένα σακάκι ως συμβολικό ανδρικό υποκατάστατο σε όλη τη διάρκεια και προσαρμόζοντας ελαφρά την κινησιολογία τους… Πέραν του συγκεκριμένου απρόσμενου ευρήματος, λειτούργησαν ατμοσφαιρικά σκόρπιες «παγωμένες» εικόνες για έμφαση, καθώς και ηχογραφημένες αναγνώσεις μαρτυριών από φυλακές όπου κατέληξαν κάποιες εξ αυτών των γυναικών άγνωστο γιατί, καταθέτοντας δικές τους εμπειρίες..
Όσον αφορά στις τέσσερεις ηρωίδες, ήτοι Χρύσα Γούτου, Ιφιγένεια Δατσιάδου, Δέσπω Πύρτσιου και Αθηνά Χαϊκάλη, απέδωσαν θαυμάσια, με αληθοφάνεια, πειστικότητα, σκηνική άνεση, επαγγελματισμό, συναίσθημα ή τσαμπουκά, ενίοτε πάθος όπου απαιτούνταν και κυρίως ισορροπία, ρόλους που μπορούν εύκολα να εκπέσουν σε γραφικότητα ή φτηνή καρικατούρα κι εντούτοις με τη σωστή καθοδήγηση διαφύλαξαν και την ουσία και τη φόρμα στα σωστά πλαίσια, υποδυόμενες επιπλέον και ιδιαίτερα ανδρικά πρότυπα με σοφή αφαιρετική επιλογή… Όπως επίσης αξίζει να μνημονεύσουμε, πέρα από την καθοριστική συμβολή των άξιων μουσικών, τιςαξιοπρεπείς τραγουδιστικές τους επιδόσεις, παρότι το «τσαλάκωμα» στη φωνή ήταν απόλυτα αποδεκτό και συμβατό για μαγαζιά που το τραγούδι λειτουργούσε ως πρόσχημα, ενώ οφείλουμε ιδιαίτερο έπαινο σε μια εξαιρετική φωνή που στο ξεκίνημα προσποιήθηκε την «παράφωνη», κάτι πολύ δύσκολο για καλλίφωνο!
Ερχόμενοι στις μικρές αδυναμίες (-) θα εντοπίσουμε αρχικά ένα είδος ασάφειας, τόσο στο πρώτο μέρος κατά την υποδοχή της καινούργιας, όπου τα δρώμενα παρουσίαζαν κάπως χαλαρή ή θολή συνοχή με ελαφρώς μπερδεμένες σκηνές, όσο και κατά το πέρασμα σε ανδρικούς ρόλους μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο ακολουθώντας στη συνέχεια καθαρή ροή… Είναι αλήθεια ότι εκτιμήσαμε την ευρηματική σκηνοθετική επιλογή στην απόδοση των ανδρικών χαρακτήρων από γυναίκες, όμως πρέπει να πούμε ότι η έλλειψη ανδρικής παρουσίας– πλην ενός ζειμπέκικου από σερβιτόρο- και μάλιστα σε ρόλους «τραχείς», ίσως στέρησε κάτι από την αυθεντικότητα και δυναμική της παράστασης… Τέλος θεωρούμε ότι μάλλον πλεόνασε το μουσικό- τραγουδιστικό μέρος σε βάρος της πρόζας και επιπλέον με κομμάτια που δεν τα λες στο σύνολο και… «ποιοτική ακουστική απόλαυση», παρότι σημάδεψαν την κουλτούρα εκείνης της εποχής…
Σημασία όμως έχει (=) ότι τελικά κρατάμε από το «Ντριμ» την αίσθηση μιας ελπιδοφόρας δημιουργικής προσπάθειας από ταλαντούχους νέους ανθρώπους με σοβαρότητα, που έδωσαν ένα «παλιό» θέμα με σύγχρονη, μεστή, ουσιαστική οπτική και επίκαιρες προεκτάσεις…
Βαθμολογία: 6,3/10
ΝΤΡΙΜ στο θέατρο Αμαλία | Βασισμένο στο έργο του Θάνου Αλεξανδρή “Αυτή η νύχτα μένει”









