334
«Πριν το χάραμα» της υπομονής… γιατί ΔΕΝ χάραξε ποτέ! Είδαμε στο Θέατρο Δάσους και σχολιάζουμε…
Είναι εκείνη η στιγμή της μέρας με το περίεργο μούχρωμα, ανάμεσα στο σκοτεινό της νύχτας που φεύγει και την ελπίδα της ανατολής που έρχεται… που καρτεράς το πρώτο παρήγορο φως του ήλιου να σκάσει, να διαλύσει τα σκοτάδια… Και καρτερούσαμε… και καρτερούσαμε.. δυόμισυ ώρες άβολες μας πήρε το καρτέρι του φωτός, μα χάραμα ΔΕΝ είδαμε! Μείναμε εκεί, στο «πριν» του σκοταδιού. Και να πεις ότι μας έλειψε η καλή πρόθεση; Κάθε άλλο! Γεμίσαμε σχεδόν το θέατρο Δάσους για την πολυδιαφημισμένη παράσταση «Πριν το χάραμα» σε σκηνοθεσία των Ρέππα- Παπαθανασίου και με μια πληθώρα άξιων συντελεστών. Δείξαμε επίσης υπομονή και για την μισάωρη καθυστέρηση μέχρι οι μουσικοί να πάρουν θέση στη σκηνή και να αρχίσει η δράση.
Η οποία ξεκινά την εποχή της κατοχής στη Θεσσαλονίκη με ήχους βομβαρδισμών και τα πρόσωπα της ιστορίας- ή μάλλον των πολλών ιστοριών- να προσπαθούν να φυλαχτούν, να μοιράζονται τους φόβους τους, να αγωνίζονται να επιζήσουν. Καλλιτέχνες σχεδόν όλοι, τραγουδιστές και μουσικοί λαϊκών μαγαζιών που αναζητούν το πολύτιμο μεροκάματο σε εποχές πείνας, εποχές εμφυλίου, εποχές ταραγμένες. Που θα τις ακολουθήσουν η μεταπολεμική δεκαετία του 50 και οι δεκαετίες της καλλιτεχνικής άνθησης σε τραγούδι και κινηματογράφο, του 60 και του 70 μέχρι τη δικτατορία. Με φόντο τις εποχές μιας Ελλάδας που αλλάζει, οι ήρωες ζουν τα δικά τους πάθη, με αγιάτρευτες αγάπες, σκοτεινά μυστικά, ίντριγκες στη ζωή και στην πίστα, φιλόδοξες καριέρες, ανατροπές… Με σταθερό σημείο αναφοράς το τραγούδι που σε ρόλο «χορού» σχολιάζει με το δικό του τρόπο τα δρώμενα, συνοδευόμενο περιστασιακά από θεατρικά νούμερα ή χορογραφίες εποχής. Από άποψη φόρμας, πρόκειται για ένα είδος λαϊκού «μιούζικαλ» με μοιρασμένα πρόζα , τραγούδι και χορό.
Ας δούμε όμως αναλυτικά γιατί το «χάραμα» που τόσες ελπίδες τρέφαμε, δεν ήρθε:
– Πρώτα απ’ όλα γιατί τα κείμενα δεν άφησαν ούτε μισή… ακτίνα ήλιου να ξεμυτίσει! Τόσο σε επίπεδο πλοκής, όσο και γραφής. Βέβαια δεν βρήκαμε στο δελτίο τύπου την ταυτότητα των κειμένων, αλλά λογικά υποθέτουμε ότι ανήκουν στο συγγραφικό/σκηνοθετικό δίδυμο των Ρέππα- Παπαθανασίου.Και αδυνατείς να πιστέψεις ότι δυο σύγχρονοι συγγραφείς με αξιόλογα δείγματα, έδωσαν αυτό το τραγικό αποτέλεσμα στα πρότυπα ενός κακόγουστου/ παρωχημένου/ τραβηγμένου μελό (κακού) φωσκολικού τύπου που σε σημεία το υποτιθέμενο δράμα άγγιζε – συνειδητά ή ασυνείδητα- τη φαιδρότητα! Τα πνιχτά γέλια του κοινού σε στιγμές μελοδραματικές (!) πρόσφερε πραγματικά μια αίσθηση σουρεαλιστική, πέραν παντός σχολιασμού!
– Μια πλοκή να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα (εδώ… κυριολεκτικά!). Πολλά πρόσωπα μπλεγμένα ακατάστατα σε ερωτικές ιστορίες, να χάνεις ποιος είναι με ποιον και πότε, τίνος είναι το παιδί, προδοσίες απανωτές, ατυχείς εγκυμοσύνες απανωτές, καριέρες να χτίζονται και να γκεμίζονται από το πουθενά και ενδιάμεσα πάθη με ναρκωτικά , τζόγο και αλκοόλ, εμφύλιοι σπαραγμοί, κυνηγητά, φωσφοριζέ πίστες, γυρίσματα ταινιών, φανταιζί θεατρικές σκηνές, κλασικά σταριλίκια… Όμως το πιο απογοητευτικό της υπόθεσης ήταν το επίπεδο των διαλόγων που ΠΙΟ κοινότυποι, αφελείς, ανέμπνευστοι ΔΕΝ γινόταν, είτε αναφερόταν σε χαζομελό εποχής Μάρθας Βούρτση, είτε επιχειρούσαν «χιούμορ» με τα γνωστά, χιλιοειπωμένα αστειάκια περί γεννητικών οργάνων και σχετικών, που μόνο θλίψη προκαλούν… Εκτός αν οι «τραγικοί» διάλογοι ήταν αυτοί που προορίζονταν για γέλιο (όπως αποδείχτηκε έμπρακτα) και δεν πιάσαμε εξ αρχής το υπονοούμενο της «παρωδίας». Μπορεί…
– Ένα επιπλέον στοιχείο που ΔΕΝ άφησε το φως να αναδυθεί, ήταν το δίχως άλλο η ανύπαρκτη σκηνοθεσία. Ή ακριβέστερα η κάκιστη «προσπάθεια σκηνοθεσίας», σε επίπεδο σχεδόν σχολικής παράστασης. Όπου σε μια παντελώς άδεια σκηνή, η όλη δράση περιοριζόταν σε ένα μονότονο μπες- βγες από τα ανοίγματα και ένα «γύρω- γύρω όλοι» κάνοντας διαρκώς τον κύκλο της σκηνής. «Μπαίνω από δεξιά- λέω τα λόγια μου- κάνω από πίσω τον γύρο- αλλάζω αν χρειάζεται κοστούμι- μπαίνω από αριστερά- λέω το τραγούδι μου» και αυτό ήταν όλο! Η μονότονη επανάληψη δεν έσπασε ούτε σε σκηνές υποτίθεται έντονες, τραγικές, ανατρεπτικές, όπου περίμενες… κάτιτις από συναίσθημα! ΟΛΑ σε ΕΝΑ επίπεδο ευθυγραμμισμένα, τυποποιημένα, βαρετά προβλέψιμα. Χωρίς ίχνος από «ατμόσφαιρα εποχής» και μάλιστα κάποιων εποχών ιστορικά ιδιαίτερων που πέρασαν εντελώς απαρατήρητες ως αδιάφορο φόντο. Αλλά και με λάθη σαν την ταυτόχρονη συνύπαρξη επί σκηνής, δυο ορχηστρών. Μιας «αληθινής» και μιας σε «ρόλο» και ο θεατής να μη γνωρίζει ποια κάνει τί! Με μόνη ξεχωριστή, εμπνευσμένη στιγμή, τα δύο τραγούδια acapela από Βόσσου και Διονυσίου στα οποία εμπλέκονταν ανάμεσα διάλογοι προσώπων σε σκηνή αποχαιρετισμού και σκηνή εμφύλιου σπαραγμού. Οι μόνες δύο σκηνές που επέτρεψαν να διαχυθεί κάποιο συναίσθημα…πέραν τούτων ΟΥΔΕΝ!
– Ότι τα σκηνικά γενικώς στις σύγχρονες παραστάσεις είναι (αναγκαστικά) είδος υπό εξαφάνιση, το εμπεδώσαμε πλήρως και πια δεν τα περιμένουμε. Έχουμε δει όμως παραστάσεις να τα υποκαθιστούν με εμπνευσμένη φαντασία και έξυπνα- εντελώς ανέξοδα ευρήματα που ωστόσο συμβάλουν καθοριστικά στο αποτέλεσμα. Εδώ όλη η φαντασία εξαντλήθηκε σε μια οθόνη – αθέατη για τους πλαϊνούς- που πρόβαλε ρετρό, αδιάφορες εικόνες, συχνά άσχετες με τα δρώμενα, απλά για να μη μένει… άδεια και 5 πλεξιγκλας κύβους που παρέμειναν ΙΔΙΟΙ και αμετακίνητοι από την κατοχή μέχρι τη δικτατορία! Ούτε καν μια αλλαγή υλικού και χωροταξίας, έτσι ως υποτυπώδης, συμβολική αλλαγή των εποχών και προσώπων…
– Οι οποίες αλλαγές σηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά και μόνο μέσα από κάποιες περούκες και πολλά κοστούμια, τα περισσότερα καλαίσθητα και επιτυχημένα, ενώ οι φωτισμοί που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία ατμόσφαιρας, παρέμειναν αδιάφοροι και αμέτοχοι. Και εδώ θα πρέπει επιπλέον να επισημάνουμε την κακή ηχοληψία που ειδικά στο πρώτο μέρος μας έκανε να στήνουμε αυτί, χάνοντας τα μισά λόγια και με ένα θαμπό συνολικά άκουσμα.
.
Μέσα στο… αχάραγο σκηνικό, το λίγο παρήγορο φως προήλθε ευτυχώς από τους ταλαντούχους συντελεστές και τα αγαπημένα τραγούδια που εκτελέστηκαν από άψογες έως καλές φωνές, παρότι κάποιες επιλογές θα μπορούσαν να είναι πιο εύστοχες., το ίδιο και κάποιες ενορχηστρώσεις «αφαιρετικές» που το ηχόχρωμά τους «έβγαλε εκτός κλίματος» χαρακτηριστικά λαϊκά ακούσματα. Περιττό να πούμε ότι κυριάρχησε από ανδρικής πλευράς η ογκώδης φωνή του Στέλιου Διονυσίου, ο οποίος επιπλέον στην πρόζα – ως μη ηθοποιός- αποδείχθηκε εξαιρετικά άνετος, αυθόρμητος, με πηγαίο χιούμορ. Οι δύο Κυρίες του τραγουδιού και όχι μόνο, Σοφία Βόσσου και Κατερίνα Κούκα, πέραν των γνωστών εξαιρετικών φωνών τους, επιβεβαίωσαν παράλληλα – παρά την ένδεια κειμένου/ σκηνοθεσίας- τη σκηνική τους άνεση, την αμεσότητα, την επικοινωνία με το κοινό, την κωμικότητα, την πληθωρικότητα, με λίγα λόγια το ταλέντο. Η Μπέτυ Μαγγίρα, με αντίστοιχα σκηνικά προσόντα, λιγότερο καλλιεργημένη φωνή αλλά περισσότερο δουλεμένη κίνηση/ χορό, έδωσε λάμψη στη σκηνή, ενώ πολύ καλοί υποκριτικά υπήρξαν οι Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Ορέστης Τζιόβας, Ευθύμης Ζησάκης, αν και ο Μπουρδούμης ξεχώρισε με την άνεσή του επίσης σε τραγούδι και χορό. Εξίσου καλοί και οι υπόλοιποι που τους πλαισίωναν, τόσο υποκριτικά όσο και κινησιολογικά.
Είναι αλήθεια ότι προς το τέλος των δυόμισυ ωρών και έχοντας φτάσει η ώρα 12.45΄… καθισμένοι επί 4 ώρες στην καυτή πέτρα και τη μέση στον αέρα… έχοντας υποστεί ένα ανέμπνευστο, ξεχειλωμένο κείμενο και μια κουραστική σκηνοθεσία… με μόνη παρηγοριά κάποιες ωραίες ερμηνείες αγαπημένων τραγουδιών… χρειάστηκε να επιστρατεύσουμε όσο περίσσευμα υπομονής μας απέμεινε για να αντέξουμε μέχρι το φινάλε και να χειροκροτήσουμε τους άξιους επί σκηνής που το πάλεψαν γενναία… Σε μια παράσταση που πάσχισε να «χωρέσει» άτσαλα τα πάντα από λίγο, αλλά ξέχασε την ταυτότητα. Κρίμα, γιατί ήταν μια ιδέα που θα μπορούσε να φέρει το «ξημέρωμα» αντί να μείνει στο «πριν το χάραμα»…
Βαθμολογία
4,5 στα 10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό



