Δεν θέλω να σε σοκάρω, αγαπητέ αναγνώστη, άλλωστε θα αποδεικνυόμουν καθόλα ανεπαρκής στη σύγκριση με την αμφιλεγόμενη θεατράνθρωπο αλλά το «σφάξετε» του τίτλου δεν πρέπει να το εκλάβεις ως μεταφορικό. Η Κιτσοπούλου μπορεί για πολλούς να σφάζει, να κατακρεουργεί, να κατακερματίζει και να ευτελίζει το έργο του Σοφοκλή, για άλλους πάλι όχι, πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι την Αντιγόνη της, αν έτυχε να την παρακολουθήσεις, θα την είδες να έρπει στα πεντακάθαρα πατώματα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση αιμόφυρτη. Αλλά first things first που λένε και οι Άγγλοι.
Τι σχέση μπορεί να έχουν τέσσερις σκιέρ, μια πολική αρκούδα, μια έκτρωση επί σκηνής, ο Άγγελος Παπαδημητρίου ντυμένος γυναίκα, ένας μπεκρής Άγιος Βασίλης, ηρωίδες του Φασμπίντερ και ένα γυάλινο φέρετρο; Καμία, θα πεις με σιγουριά. Δεν έχεις και πολύ άδικο. Ωστόσο, στο βρώμικο και παρακμάζον Κιτσοπουλέικο σύμπαν όλα αυτά κάπως συναντιόνται στην ίδια σκηνή, συνδιαλέγονται άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα και παραξενεμένα βλέμματα, άλλοτε με κάποιο υφέρπον νόημα και άλλοτε με παντελή έλλειψη συνοχής. Πάντως συνυπάρχουν.
Το διεθνές Φεστιβάλ Chantiersd’ Europe που διοργανώνεται από τον γαλλικό θεατρικό οργανισμό Théâtre de la Ville, προσκάλεσε την παράσταση “Antigone – Lonely Planet” της γνωστής σε εμάς αλλά και στους Παριζιάνους (λόγω της Κοκκινοσκουφίτσας της που παρουσιάστηκε στο ίδιο φεστιβάλ το 2014) Λένας Κιτσοπούλου και ομολογώ ότι παρακολούθησα την παράσταση με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς ανέμενα την ανταπόκριση του μικτού, σε αυτήν την περίπτωση, κοινού Ελλήνων και Γάλλων. Στο μικρό αλλά συμπαθές Théâtre des Abbesses, στα βόρεια του Παρισιού, παρακολουθήσαμε την παράσταση σε μια αίθουσα με αρκετό κόσμο και στον εξώστη.
Η Λένα Κιτσοπούλου είναι γνωστή τόσο για τον ωμό και βίαιο τρόπο να εκφράζει την σκέψη της στα έργα που γράφει όσο και για την μανία της να αποκαθηλώνει σύμβολα, ιδεώδη που έχουν εξυψωθεί στο βάθρο του ιερού και σαν από κοινή συνθήκη δεν επιτρέπεται να αγγίζονται, μην τυχόν και αυτός που τα αγγίξει επιδιώξει να τα βεβηλώσει. Για πολλούς, μια εκ των βεβηλωτών, των θρασέων αυτών που τολμούν όχι μόνον να αγγίξουν αυτά τα ιερά κείμενα και να τα μετουσιώσουν σε κάτι που πόρρω απέχει από τoν ουσιώδη πυρήνα τους αλλά και να τα εμπαίξουν, να τα υποβαθμίσουν, να τα ειρωνευτούν και να τα κριτικάρουν, είναι και η πρωτοποριακή συγγραφέας.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα από παλαιότερες προσπάθειες της προαναφερθείσας αποκαθήλωσης (νωπά είναι ακόμη τα τραύματά της από τα επιθετικά βέλη προερχόμενα από κάθε κατεύθυνση για τον Αθανάσιο Διάκο της αλλά και για τους Τυρρανόσαυρους Ρεξ), στην Αντιγόνη της η Κιτσοπούλου χρησιμοποιεί ένα θεατρικό εύρημα για να σχολιάσει οτιδήποτε την ενοχλεί γύρω της, θεατρικό και μη. Το εύρημα απλό, ίσως και απλοϊκό. Τέσσερις σκιέρ επί σκηνής, προσκεκλημένοι συνεδρίου που διεξάγεται στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (στην περίπτωσή μας στο Théâtre de la Ville αλλά λίγη σημασία έχει), οι οποίοι έχουν προσκληθεί για να αναλύσουν το γιατί το σκι και η Αντιγόνη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το οποίο νόμισμα αν είχε φωνή θα ούρλιαζε. Ατελείωτη ώρα ο θεατής υποβάλλεται σε ένα παραληρηματικού τύπου μονόλογο στον οποίο η υπερβολή των επιχειρημάτων προς στήριξη της θέσης των σκιέρ ότι η Αντιγόνη είναι «ένας σκιέρ της ζωής» και ότι η αγάπη για το σκι θυμίζει το χορικό «έρως ανίκατε μάχαν» αντί να εξοργίσει τον θεατή τον οδηγεί σε αυτό το απενοχοποιημένο γέλιο, το λίγο σεφερλίδικο. Εντύπωση μου προκάλεσε ότι και το γαλλικό κοινό έδειξε να απολαμβάνει τη θυμηδία της κατάστασης.
Η Κιτσοπούλου προσπάθησε στον πρώτο μισό πυρήνα του έργου να ειρωνευτεί την ομολογουμένως ελληνική νοοτροπία «έχω λόγο για τα πάντα γιατί τα ξέρω όλα». Μέχρι που κάλεσε και την πλατεία να αποχωρήσει αν δεν γνωρίζει καλά το έργο του Σοφοκλή. Και φυσικά δεν έφυγε κανείς. Σχολίασε επικριτικά την μανία του «άσχετου» να μιλάει για καθετί για το οποίο μπορεί να μην έχει καμία απολύτως γνώση. Ενδιαφέρον είναι ότι το κοινό ποτέ δεν δείχνει να ενοχλείται σε καμία απεύθυνση του καλλιτέχνη προς αυτό. Η Κιτσοπούλου καθυβρίζει τους ίδιους που πάνε φανατικά και γεμίζουν τις πλατείες των θεάτρων της και είναι απορίας άξιο ότι παρότι πολλοί λένε ότι την σιχαίνονται, στο τέλος της ημέρας κανείς δεν γυρίζει την πλάτη του στην αντι – περσόνα του θεάτρου, όπως θέλει να αποκαλείται.
Το δεύτερο μισό της παράστασης και της όλης σύλληψης της δημιουργού ήταν αυτό που μου δημιούργησε τον μεγαλύτερο προβληματισμό τόσο στη συνοχή όσο και στο τι είχε στο μυαλό της η συγγραφέας. Έχοντας θέσει μια σταθερή βάση στην οποία κινήθηκε κατά τη διάρκεια της «διάλεξης» των σκιέρ, σκεφτόμουν ότι κάπως κατανόησα τι σκεφτόταν γράφοντάς το και τι ήθελε να πετύχει μεταφέροντας την σκέψη της στη σκηνή. Το δεύτερο, όμως, μέρος άφησε περισσότερα ερωτήματα να πλανώνται στον αέρα και φάνηκε δραματουργικά ασύνδετο με ό,τι είχε προηγηθεί. Η πλοκή κατ’ ένα τρόπο διαρρηγνύεται και ξαφνικά μεταφερόμαστε μέσω ενός video – wall στους διαδρόμους της Στέγης, όπου μέσα στα αίματα η Αντιγόνη έρπει σαν σκουλήκι αφήνοντας πίσω της ζωτικά της όργανα για να καταλήξει σ’ ένα γυάλινο φέρετρο όπου και εγκλωβίζεται από την ασφάλεια του χώρου. Στη διαδρομή μέχρι το θάνατό της, παρελαύνουν στα μάτια του θεατή εικόνες χαοτικές, αποσπασματικές και εν γένει μετα-αποκαλυπτικές. Βλέπουμε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη να παλεύουν, αναφορά στο Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, βλέπουμε την ίδια την Κιτσοπούλου ντυμένη ηρωίδα του Φασμπίντερ να ξεσπά, βλέπουμε τον Άγγελο Παπαδημητρίου να στέκεται αγέρωχος ντυμένος γυναίκα και γενικότερα δημιουργείται ένα περιβάλλον που θυμίζει λίγο Κιούμπρικ, λίγο Φασμπίντερ αλλά κανείς δεν καταλαβαίνει πως όλο αυτό συνδέεται με ό,τι είδαμε πιο πριν.
Μεγάλο παράπονο ότι ολόκληρος ο δεύτερος πόλος της παράστασης βασίζεται σε προβολή μαγνητοσκοπημένη εκ των προτέρων. Πόσο πιο ενδιαφέρον θα ήταν να βλέπαμε όλη την βρώμικη αυτή πορεία της Αντιγόνης επί σκηνής και όχι να κοιτάμε μια οθόνη. Η αποσπασματικότητα των τεκταινόμενων στην προβολή και η μη σύνδεσή τους με ό,τι είχε προηγηθεί επί σκηνής στο πρώτο μέρος ζημίωσαν την σύλληψη σαν ενότητα και προσωπικά με άφησαν με ερωτηματικά. Ο τρόπος που έκλεισε η παράσταση με την Αντιγόνη πλέον επί σκηνής να είναι ενταφιασμένη μέσα στο διάφανο φέρετρό της και την Κιτσοπούλου ως μια μετα – θεατρική φιγούρα να εμπαίζει τον θεατή αλλά και να ζητάει να μην χειροκροτήσει πέρασαν το μήνυμα της προαναφερθείσας «αντι – περσόνας», θυμίζοντας ότι περισσότερο νοιάζει την δημιουργό να κάνει αυτό που την «καυλώνει» όπως θα έλεγε και η ίδια και λίγη σημασία έχει ο θεατής.
Καλλιτέχνες σαν την Κιτσοπούλου σπανίζουν. Η φωνή της μπορεί να θεωρείται φάλτσα για κάποιους, προσποιητή και δήθεν. Για άλλους πάλι παραμένει μια από τις αυθεντικές φωνές του θεάτρου που βαριέται να κάνει ό,τι κάνουν όλοι και προτιμάει να κάνει αυτό που ίσως σιχαθούν όλοι. Ο πλανήτης της είναι μοναχικός. Πολλές φορές μπορεί να φτάνει σε ακρότητες ή να προκαλεί μόνο για να προκαλέσει. Πάντα όμως κάνει κάτι που κινητοποιεί τον νου. Κρατάω παλαιότερη φράση της Αρκουμανέα ότι η Κιτσοπούλου είναι «μια από τις ελάχιστες φωνές σήμερα στο θέατρο με άποψη και τσαγανό» και την αντιδιαστέλλω με πιο πρόσφατή της περί «περιττωμάτων του νου». Και οψόμεθα.
Φωτογραφικό υλικό