Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα

Facebook – Instagram
.
Οι Ευρωπαίοι πάντα αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό το λεγόμενο «αμερικάνικο όνειρο», ίσως και με κάποια ειρωνική διάθεση. Η ιδέα του μεγάλου κόλπου, της γρήγορης ανέλιξης και του εύκολου κέρδους φαντάζει ίσως δελεαστική όμως το τίμημα είναι βαρύ, καθώς το άτομο αντιμετωπίζεται ως αναλώσιμο είδος. Όσο εύκολα ανεβαίνει κάποιος, εξίσου εύκολα το σύστημα τον αποβάλλει και τον κάνει κοινωνικό παρία. Και εύλογα θα πει κανείς ότι αυτό είναι γνώρισμα του καπιταλισμού γενικότερα, για να έρθει η απάντηση πως στην Αμερική ισχύει ένα κλικ περισσότερο. Λογικό λοιπόν είναι πως εδώ και καιρό κι οι ίδιοι οι Αμερικάνοι έχουν αντιληφθεί την πλάνη του «ονείρου» τους και έχουν μπει στη διαδικασία αμφισβήτησής του.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον «Αμερικάνικο Βούβαλο» του βραβευμένου με Πούλιτζερ Ντέιβιντ Μάμετ, που είδαμε στο Metropolitan Urban Theater.
Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο παλαιοπωλείο του Ντον (Χριστόδουλος Στυλιανού), όπου μαζί με το φίλο του Ουόλτερ ή «δάσκαλο», (Θανάσης Σαράντος ) και το νεαρό Μπομπ (Πάρης Σκαρτσολιάς) οργανώνουν εκ του προχείρου μια φιλόδοξη ληστεία για ένα νόμισμα που έχει επάνω τον αμερικάνικο βούβαλο, που δεν πραγματοποιείται ποτέ. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της ληστείας παρακολουθούμε τους χαρακτήρες να εξελίσσονται και να απογυμνώνονται, δείχνοντας τις αδυναμίες και τις προβληματικές τους σχέσεις ώσπου οι ήρωες φτάνουν να αντιληφθούν- και μαζί μ’ αυτούς κι οι θεατές- πως δεν έχει σημασία πόσο κοστίζει κάτι, αλλά πόσο αξίζει. Αυτό που μετράει είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και η φιλία. Οι άνθρωποι φέρουμε ευθύνη γι’ αυτά που μας συμβαίνουν, δεν φταίνε μόνο οι άλλοι. Μπορεί η μοίρα μας να είναι προδιαγεγραμμένη, εμείς όμως μπορούμε να μετακινηθούμε μέσα σ’ αυτήν παίρνοντας τις κατάλληλες αποφάσεις. Τα είπε άλλωστε ο Όμηρος αυτά, πριν από χιλιάδες χρόνια μέσα από τα λόγια του Δία, στην «Οδύσσεία» του.

Στα θετικά (+)…. Για το συγκεκριμένο ανέβασμα ο σχολιασμός θα ξεκινήσει από το άκρως επιτυχημένο σκηνικό. Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ένας μινιμαλισμός στα σκηνικά των έργων. Θες η οικονομική κρίση, θες η πολύ «ψαγμενιά», παρακολουθείς παραστάσεις με μια καρέκλα, δυο σκάλες, τρεις ψάθες και πάει λέγοντας. Υπάρχουν βέβαια έργα που το θέλουν και άλλα που το απαιτούν το αφαιρετικό σκηνικό, όμως δεν μπορεί να μην επισημανθεί μια υπερβολή στη χρήση του. Στην περίπτωση του «Αμερικάνικου Βούβαλου» το σκηνικό της Άσης Δημητροπούλου θυμίζει πολύ εύστοχα παλαιοπωλείο. Ο χώρος είναι φορτωμένος με διάφορα αντικείμενα ατάκτως ειρημένα. Αυτή η εξωτερική ακαταστασία του αντικατοπτρίζει με παραστατικότητα την έλλειψη εσωτερικής ηρεμίας των χαρακτήρων. Όσο δε το έργο προχωράει κι οι συγκρούσεις των ηρώων εντείνονται τόσο το μαγαζάκι γίνεται «γης μαδιάμ». Τα κοστούμια σε επιμέλεια της ίδιας ήταν στους σωστούς χρωματισμούς που αναδείκνυαν τον χαρακτήρα του κάθε ήρωα ενώ ταίριαζαν και στο ύφος και στην εποχή του έργου.
Όσον αφορά το κείμενο είναι εξαιρετικό, καθώς ο Μάμετ μέσα από ζωηρούς, κοφτούς και έντονους διαλόγους με μαεστρία θίγει θέματα όπως η φιλία, το κυνήγι της επιτυχίας, η περιθωριοποίηση, η ματαίωση των ονείρων, η αξία των πραγμάτων, οι καταχρήσεις, κι όλα αυτά δοσμένα με πινελιές χιούμορ γιατί το γέλιο υπάρχει ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές της ζωής. Η μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου έχει αποδώσει στο έπακρον όλα τα νοήματα του πρωτότυπου ,συν του ότι έπρεπε να προσαρμόσει τον αμερικάνικο τρόπο ομιλίας με τις πολλές επαναλήψεις στην ελληνική γλώσσα.

Η σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου κρίνεται απόλυτα επιτυχημένη. Έχοντας να διαχειριστεί ένα έργο σχεδόν στατικό, χωρίς κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη στην πλοκή που βασίζεται στους χαρακτήρες κατάφερε να αξιοποιήσει έξυπνα το συγκρουσιακό ύφος του έργου, ανέδειξε τα κωμικά του στοιχεία και καθοδήγησε ορθά τους ηθοποιούς ώστε να αναδείξουν το συναισθηματικό τους αδιέξοδο και την ανάγκη τους για κοινωνική και οικονομική αποκατάσταση.
Όσον αφορά τις ερμηνείες οι τρεις ηθοποιοί παρέδωσαν στους θεατές ολοκληρωμένους χαρακτήρες με ερμηνείες γεμάτες συναίσθημα και τεχνικά άρτιες. Χρησιμοποίησαν όλα τα εκφραστικά τους εργαλεία στο έπακρον με δουλειά βάθους και ουσίας. Συγκεκριμένα:
Ο Θανάσης Σαράντος ως «Δάσκαλος» είχε ορμή και πειστικότητα. Κατανόησε πλήρως τον ήρωα που κλήθηκε να ερμηνεύσει, έναν περιθωριακό τύπο που παλεύει «να πιάσει την καλή». Φαίνεται να ήταν προστατευόμενος του Ντον πριν τον Μπομπ για τον οποίο δε νιώθει την παραμικρή συμπόνια. Αντίθετα τον ανταγωνίζεται, ίσως κάπου τον ζηλεύει για τη στοργή που του δείχνει ο Ντον. Δε διστάζει να τον θέσει εκτός σχεδίου με περισσή σκαιότητα, ενώ η αδυναμία του δείχνει να τον εκνευρίζει. Ο Σαράντος κατάφερε να παίξει, κρατώντας λεπτές ισορροπίες, τον νευρικό και αντιδραστικό ήρωά του, αποφεύγοντας αριστοτεχνικά την μονοδιάστατη προσέγγιση και τις στερεοτυπικές παγίδες.

Στον αντίποδα του Δασκάλου ο ήρεμος και στοργικός Ντον που έχει δώσει στον εαυτό του το ρόλο του σωτήρα-γονέα του Μπομπ. Είναι φροντιστικός απέναντι στον νεαρό αδύναμο Μπόμπ, χωρίς να αποφεύγει την επικριτικότητα. Ο Χριστόδουλος Στυλιανού έπλασε έναν χαρακτήρα τρισυπόστατο. Από τη μία ένας φιλήσυχος παλαιοπώλης κι από την άλλη ένας φιλόδοξος άνδρας που ψάχνει ν’ αρπάξει τη μεγάλη ευκαιρία. Ενώ η τρίτη πτυχή του ρόλου είναι αυτή του συναισθηματικού απάγκιου για τους άλλους δύο χαρακτήρες. Είναι το καταφύγιο κι ο εξισορροπιστής. Όλα αυτά τα στοιχεία του ρόλου έγιναν απόλυτα κατανοητά στους θεατές. Ο Στυλιανού με φυσικότητα «ντύθηκε» τον Ντον. Ήταν άψογος κι είχε μέτρο ακόμα και στις σκηνές έντασης, όπως τη στιγμή που επιτρέπει στον Δάσκαλο να χτυπήσει τον Μπομπ. Τη στιγμή που το κάνει, την ίδια εκείνη στιγμή φαίνονται ο δισταγμός κι οι τύψεις του. Πολύ ωραία ερμηνεία.
Και πάμε στον πιο νέο της τριάδας. Ο Μπομπ του Πάρη Σκαρτσολιά είχε όλη την ευαισθησία και την αδυναμία των ατόμων σε χρήση. Έχοντας ως επίκεντρο της ερμηνείας του την κινησιολογία απέδωσε με ακρίβεια την τραυματισμένη ψυχοσύνθεση του νεαρού ήρωα. Με σώμα μαζεμένο, παραδομένο είναι έτοιμος να δεχτεί αδιαμαρτύρητα κάθε χτύπημα μοίρας αλλά και ανθρώπου. Κι ενώ οι άλλοι πασχίζουν να γίνουν αποδεκτοί από την κοινωνία και το σύστημα, στον Μπομπ αρκεί η αποδοχή κι η αγάπη του Ντόν. Αυτήν επιδιώκει να κρατήσει σε όλη τη διάρκεια του έργου. Πολύ καλή δουλειά από τον Σκαρτσολιά με εσωτερικότητα χωρίς υπερβολές. Στάθηκε επάξια στο ύψος των απαιτήσεων και στο πλάι των δυο εμπειρότερων συναδέλφων του.
Οι φωτισμοί του Θανάση Σαράντου εξυπηρέτησαν τη δράση δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα παρακμιακή και παλιακή.

Στα αρνητικά (-)… Σαν αδυναμίες θα αναφέρουμε τον κοφτό λόγο, με τις πολλές επαναλήψεις και τις ασυνήθιστες παύσεις. Αν και δεν έχει να κάνει με τους δημιουργούς καθώς ακολούθησαν το πρωτότυπο κείμενο, φαντάζει φλύαρο και ξένο στον θεατή. Στιγμές στιγμές δυσκολευόταν κανείς να παρακολουθήσει τους διαλόγους.
Ο ρυθμός στο πρώτο εικοσάλεπτο του έργου είχε πρόβλημα. Ήταν αργός, σχεδόν σερνόταν. Ευτυχώς για την παράσταση και τους θεατές γρήγορα πήρε τα πάνω του. Επίσης οι κωμικές στιγμές ήταν λίγες και κάποιες από αυτές δεν πέρασαν στην πλατεία.
Η μουσική του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη θα μπορούσε να έχει λίγο πιο έντονη παρουσία.
.
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση φροντισμένη με σφιχτή σκηνοθεσία και ωραίες ερμηνείες που μας μετέφερε στην Αμερική της δεκαετίας του ΄70 και μας παρουσίασε την άλλη όψη του «αμερικανικού ονείρου», αυτήν της ματαίωσης των προσδοκιών. Μια πολιτική παράσταση, σύμφωνα με τον Μάμετ, πολυσήμαντη με κοινωνικό πρόσημο και ανθρωπιά θα προσθέσουμε εμείς. Σπεύσατε…
Βαθμολογία:
6,9/10
.
-k–
.
ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ
«Αμερικάνικος Βούβαλος» του Ντέιβιντ Μάμετ.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΩΣ 13/11

Τρεις μικροαπατεώνες σχεδιάζουν μια διάρρηξη για να κλέψουν κάποια συλλεκτικά νομίσματα, η οποία όμως δεν γίνεται ποτέ. Εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό τους, με τα όνειρά τους να βουλιάζουν και την απόγνωση να ξεχειλίζει, βλέπουν τις σχέσεις τους να δοκιμάζονται, με τον πιο αδύναμο να γίνεται το εξιλαστήριο θύμα.
Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος.
Ερμηνεύουν: Χριστόδουλος Στυλιανού, Πάρης Σκαρτσολιάς, Θανάσης Σαράντος.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 11 και Σάββατο και 12 Νοεμβρίου στις 21:00 και Κυριακή 13 Νοεμβρίου στις 19:00
.
Φωτογραφικό υλικό