Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου.
Αναμφίβολα ένα από τα κορυφαία έργα του Ισπανού ποιητή, που «συναγωνίζεται» σε αριθμό ανεβασμάτων παγκόσμια, τον «Ματωμένο γάμο» και «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», τα άλλα δύο έργα της τριλογίας με κοινό θεματικό άξονα, όσον αφορά στα στερεότυπα των κλειστών τοπικών κοινωνιών και τη θέση της γυναίκας σε αυτές. Η βαθύτατη προσέγγιση του γυναικείου κυρίως ψυχισμού και ο κοινωνικός ιδεαλισμός είναι που προσδίδουν στα ποιητικά αυτά αριστουργήματα διαχρονική αξία κλασικών έργων, κάτι που είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ακόμα μία φορά παρακολουθώντας την παράσταση «Γέρμα» του Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και σε διασκευή-σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου, στο θέατρο Αμαλία…
«Γέρμα» θα πει στείρα, στέρφα, άκαρπη… η γυναίκα που δεν αξιώθηκε να κρατήσει στα χέρια τον «καρπό της κοιλίας της» και που στην κλειστή κοινωνία η μομφή γίνεται στίγμα- κουσούρι, από το οποίο η στιγματισμένη αδυνατεί να αποδράσει, κουβαλώντας το ως μοιραία, τραγική ανεπάρκεια που την καθιστά άχρηστη… Έτσι ακριβώς νιώθει η Γέρμα του Λόρκα, περιμένοντας μάταια να «καρπίσει» από έναν άνδρα-αφέντη που δεν νιώθει ερωτευμένη κι ανάμεσα στον ασφυκτικό περίγυρο του χωριού που άμεσα ή έμμεσα της θυμίζει ότι είναι «λειψή» κι εκείνη το εισπράττει σαν πόνο αβάσταχτο, καταφεύγοντας ακόμα και σε μάγια… μόνο που το πρόβλημα δεν είναι δικό της, ωστόσο ο αυστηρός ηθικός της κώδικας δεν της επιτρέπει να απιστήσει και πάνω στον παραλογισμό της οδύνης σκοτώνει τον άνδρα της, που ποτέ δεν θα καταλάβει τί σημαίνει το παιδί για μια γυναίκα καταδικασμένη στη στέρηση της μητρότητας…
Ξεχειλίζει ο λυρισμός στο εξαίσιο έργο (+) του Λόρκα παράλληλα με «αφόρητο» συναίσθημα, όπως αυτό βγαίνει από τα βάθη ενός καημού, μιας «αναπηρίας» για τη γυναικεία φύση, γαλουχημένη από την ώρα που γεννιέται για τον υπέρτατο «προορισμό» της μάνας και η μη εκπλήρωση σημαίνει ακύρωση του φύλου, απόρριψη, πόνος απώλειας. Αντιλήψεις που στην κοινωνία ενός χωριού γιγαντώνονται κι εδώ η οδύνη της Γέρμας εντείνεται τραγικά καθώς συναντά την καρπερή συγχωριανή ή την Ντολόρες με τα μάγια και τα 14 παιδιά που «έβγαιναν σαν ποτάμι»… Πέρα από την υπέροχη ποιητικότητα του λόγου ως χαρακτηριστικό στίγμα του συγγραφέα, εντυπωσιάζουν η βαθιά ανατομία- διείσδυση στον ψυχισμό της ηρωίδας με χειρουργική ακρίβεια και απαράμιλλη ευαισθησία, οι εύθραυστες ισορροπίες των σχέσεων, η ανάγλυφη αποτύπωση κοινωνικών δομών με διαχρονικά μηνύματα για τη θέση της γυναίκας, η γοητευτικά σκοτεινή, σχεδόν μυστηριακή, ενίοτε τελετουργική ατμόσφαιρα των έργων του…
![ce93ce95cea1ce9cce91201](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/ce93ce95cea1ce9cce91201.jpg)
.
Η διασκευή του Θανάση Σαράντου, άφησε αλώβητο τον πυρήνα και την ουσία του μύθου συμπτύσσοντας απλά τα πρόσωπα και την πλοκή και δίνοντας ένα πιο συμπυκνωμένο δείγμα με απόλυτο σεβασμό στον λόγο και το ύφος του πρωτότυπου. Η μεταφορά των δρώμενων σε ένα (υποτίθεται) σημερινό χωριό της Ηπείρου, ουδόλως έγινε αντιληπτή δραματουργικά και χωρίς καμία αναφορά, με μόνες ελάχιστες ενδείξεις την μουσική υπόκρουση με παραδοσιακά ακούσματα και την αλλαγή δύο ονομάτων σε «Γιάννης» και «Μαρία», που δεν βρήκαμε κανένα λόγο να γίνουν, καθώς τα ονόματα Γέρμα, Ντολόρες, Βίκτωρ κρατήθηκαν και προφανώς ουδόλως παρέπεμπαν σε… Ηπειρώτικο χωριό!
Όσον αφορά στη σκηνοθεσία επίσης από τον Θανάση Σαράντο, θα κάνουμε λόγο σε γενικές γραμμές για μια σύγχρονη – λιτή- δωρική κατά βάση προσέγγιση χωρίς καμία φλυαρία ή εντυπωσιασμό, γεγονός που ανέδειξε την ουσία και τον λόγο όπως τους άξιζαν. Παράλληλα, κατάφερε να αποδώσει εύστοχα και αφαιρετικά κυρίως με τη συνδρομή των φωτισμών, του «ατμού» και συμβολικών σκηνικών αντικειμένων, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του έργου, συχνά σκοτεινή και τελετουργική, σαν την εμπνευσμένη σκηνή με τα ξόρκια ή το πανηγύρι, όπου δικαιώθηκε η θεατρικότητα… Στο σύνολο εκτιμήσαμε την απρόσκοπτη διαρκή ροή, την εναλλαγή τρυφερών και φορτισμένων στιγμών με δυνατές εντάσεις, το πηγαίο συναίσθημα της ηρωίδας που άγγιξε συγκινητικά, τη συμπύκνωση του μύθου στα ουσιώδη χωρίς να κουράσει στιγμή, τη σωστή κορύφωση με το δυνατό φινάλε- στοιχεία που κράτησαν αμείωτο το σκηνικό ενδιαφέρον, ενώ κάποιες μικρές αδυναμίες θα αναφερθούν παρακάτω…
.
![ce93ce95cea1ce9cce912](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/ce93ce95cea1ce9cce912.jpg)
.
Σε επίπεδο υποκριτικής θα ξεκινήσουμε δικαιωματικά από την εξαιρετική Πηνελόπη Μαρκοπούλου– Γέρμα, της οποίας η ερμηνεία απέπνεε απόλυτη αφοσίωση «ψυχή τε και σώματι», συγκινώντας βαθειά με αυθεντικό συναίσθημα, υποκριτική ωριμότητα, άψογα δουλεμένα εκφραστικά μέσα, τραγικότητα βγαλμένη «εκ των έσω», πείθοντας από την κορφή ως τα νύχια ότι δεν υποδύεται ρόλο αλλά βιώνει δράμα… Ο Τάκης Σωτηράκης ως άνδρας της «Γιάννης» με το επιβλητικό σκηνικό εκτόπισμα και τη βαθειά φωνή, υπήρξε αληθοφανής, τόσο φυσιογνωμικά όσο και υποκριτικά, στο στερεότυπο του παραδοσιακού αυταρχικού αφέντη… Η έμπειρη Βίλμα Τσακίρη στον κομβικό ρόλο της Ντολόρες, μετέφερε στη σκηνή το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, τον δυναμισμό κι αυτοπεποίθηση, την γοητευτική της άνεση, το πηγαίο χιούμορ παράλληλα με συγκίνηση, κερδίζοντας στα σημεία τις εντυπώσεις… Ο Θανάσης Σαράντος ως Βίκτωρ, λιτός, δωρικός, με αίσθηση μέτρου, ωστόσο σε στιγμές αμήχανος και ελαφρώς εκτός κλίματος, κάτι που επίσης θα επισημαίναμε και για την γλυκύτατη και εκφραστικότατη Βασιλίνα Κατερίνη, ένα φωτεινό πλάσμα που έμοιαζε κάπως «ανένταχτο» στα δρώμενα…
Πολύ απλό το σκηνικό με μερικούς κύβους στις γωνιές και λίγο χώμα για τον συμβολισμό της γονιμότητας της γης, ωστόσο μια περίτεχνη σύνθεση για τα ξόρκια- δεσπόζουσα στη σκηνή, σε συνδυασμό με συνεχή ομίχλη από ατμούς και φροντισμένους, εύστοχους φωτισμούς, απέδωσαν αποτελεσματικά την κατάλληλη γοητευτική ατμόσφαιρα… η οποία έδεσε πολύ ταιριαστά με την πρωτότυπη μουσική του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη, βασισμένη σε παραδοσιακά ακούσματα κλαρίνου και χορωδιακές φωνές από τους πέντε ηθοποιούς, ενώ τα σωστά μελετημένα κοστούμια ανέδειξαν πειστικά τους χαρακτήρες, ιδιαίτερα της Ντολόρες και της Γέρμα…
.
![ce93ce95cea1ce9cce913](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/ce93ce95cea1ce9cce913.jpg)
.
Οι μικρές αδυναμίες (-) κατά τη γνώμη μας για τις οποίες κάναμε νύξη, αφορούν σε σκηνοθετικό επίπεδο καταρχάς μια «θολούρα» σε σχέση με τον ρόλο του Βίκτορα μέσα στην πλοκή (εξ ου και η σχετική αμηχανία), καθώς παραμένει ασαφής ή ανεπαρκής η αλληλεπίδραση του ήρωα, μοιάζοντας περίπου «εμβόλιμος», του οποίου η ύπαρξη/ λειτουργία δεν αιτιολογείται πλήρως… υποθέτουμε ότι πρόκειται για μικρή «παρενέργεια» της διασκευής λόγω σύμπτυξης και όπως προαναφέραμε δεν φάνηκε πουθενά η πρόθεση μεταφοράς στα «καθ’ ημάς»- και ίσως καλύτερα- με εντελώς άσκοπη και άτοπη την αλλαγή δύο ονομάτων. Επίσης θα εκτιμούσαμε λίγο εντονότερη «συμμετοχή» στο κλίμα από όλους- κατά το πρότυπο της αφοσιωμένης Γέρμα- καθώς περιστασιακά εντοπίζαμε αποστασιοποίηση…
Εν κατακλείδι (=) δεν θα μείνουμε βεβαίως στις λεπτομέρειες, αλλά στο καθοριστικό συναίσθημα που εισπράξαμε σε πλεόνασμα από ένα δυνατό, λυρικό έργο, μια αξιέπαινη ερμηνεία και μια καλοστημένη παράσταση με σκηνική οικονομία…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6,6 στα 10
————————
——————–
—————-
.
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020. Πληροφορίες για τα ΘΒΘ θα βρείτε ΕΔΩ – FΒ ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό