Πιρουέτα εντυπωσιασμού η παράσταση «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» Είδαμε & σχολιάζουμε.
Βρεθήκαμε στην πρεμιέρα της παράστασης «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» έργο του σπουδαίου Νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν. Στα σκηνοθετικά ηνία βρίσκεται ο Δημήτρης Καραντζάς ενώ η μετάφραση είναι της Έρι Κύργια. Ερμηνεύουν οι Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης, Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης.
Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί (1899) και το έργο αυτό θεωρείται το κύκνειο άσμα του σπουδαίου Νορβηγού συγγραφέα(71 χρονών). Πολλοί θεωρούν ότι ο συγγραφέας επηρεάστηκε από την ερωτική ιστορία του διάσημου γάλλου γλύπτη Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ Ροντέν με την Καμίλ Κλοντέλ, αν και περιέχει και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Είναι από τα λιγότερο ανεβασμένα έργα του Ερρίκου Ίψεν και αν θέλαμε να μιλήσουμε μονολεκτικά/απλοϊκά για την υπόθεσή του, ουσιαστικά είναι μια κατάθεση ψυχής και στοχασμού, αναφορικά με το πόσοζήσαμε τη ζωή μας και κυρίως πόσο ζουν όσοι βρίσκονται κοντά σε καλλιτέχνες. Το ποσοτικό επίρρημα πόσο δεν αφαιρεί τίποτα από την υπαρξιακή αγωνία του έργου που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζεται από απελπισία και περίσσευμα νεκρανάστασης (πρώτος τίτλος του έργου «Η ημέρα της Ανάστασης»/ «Αναστάσιμη ημέρα»).
Η ιστορία ξεκινά με το παραθερισμό ενός ζεύγους του διάσημου γλύπτη (Αρνολντ Ρούμπεκ) και της γυναικός του (Μάγια). Στην ταραγμένη ησυχία τους, θα εμφανιστεί ένας κυνηγός (Ούλφχαϊμ) που θα παρασύρει την Μάγια στα βουνά και το πρόσωπο κλειδί, η Ιρέν (το αγαπημένο και μοναδικό σημαντικό μοντέλο του γλύπτη) που θα του ξυπνήσει αναμνήσεις και θα κλονίσει την κυνικότητα και την μισανθρωπία στην οποία έχει περιέλθει.
Το έργο αυτό μέχρι τις ημέρες μας παραμένει ένα ερωτηματικό και βρίθει από συμβολισμούς, όνειρο, λυρισμό, αντιθέσεις και φυσικά απάτητα βουνά και σμιλεμένα γλυπτά.Η ψυχαναλυτική προσέγγιση θα μιλούσε για τον κόσμο των ενστίκτων (τα βουνά), το ακραίο δίπολο γυναικός πόρνης- αγίας (μοντέλο Ιρεν), την διαφορετική θεώρηση της ζωής (καλλιτέχνης, κυνηγός, ιατρός) και άλλα πολλά ανεξάντλητα που είναι αδύνατον να αναλύσουμε στο παρόν κείμενο. Ωστόσο όπως κι αν θεωρηθεί/ειπωθεί σίγουρα παραμένει ένας δραματικός επίλογος ζωής σε τρεις πράξεις.
Παρεκτράπηκες στη ψυχή μου και ο Δημήτρης Καραντζάς καταπιάνεται με τα δυσκολότερα της νόησης ενός σπουδαίου συγγραφέα . Η σκηνοθεσία του προσπαθεί να ταχτοποιήσει στο σκηνικό χώρο το ταλαντούχο θίασο και ταυτοχρόνως να αποδώσει όλη τη λυρικότητα και την αγωνία των λέξεων και της υποθέσεως. Στην προσπάθεια της αναπαράστασης χρησιμοποιεί την τεχνική του μπαλέτου και την συνεχόμενη (επί σκηνής) παρουσία των ηθοποιών του και δίνει το χώρο στις λέξεις να ακουστούν (μαζί με πολλούς κακότεχνους ήχους). Όλα τα απόκρημνα και τα απογοητευτικά θα αποδοθούν με πιρουέτες, δυσκολεύοντας συχνά και την άρθρωση των ηθοποιών του. Ναι μπορεί να είναι η ύπαρξη ένα ψυχικό τρέμουλο και ένας ακροβατισμός, αλλά δεν είναι στα ακροδάχτυλα των ποδιών.
Υπάρχει μια άφεση ποιητική και κυρίως ερμηνευτική από το σύνολο του θιάσου. Η Ρένη Πιττακή επανέρχεται στο Θέατρο Τέχνης (συμπληρώνοντας μισό αιώνα στην τέχνη της υποκριτικής) και δίνει ένα από τους δυσκολότερους ρόλους που μπορεί να αποτυπωθεί στο σανίδι, με έντεχνη άνεση, λέγοντας τα σοβαρότερα των ανθρωπίνων σχέσεων και κυρίως των αμιγώς καλλιτεχνικών που φιλοδοξούσαν το άσπιλο. Ιδανικό ζευγάρωμα με τον Περικλή Μουστάκη που διαθέτει εκ φύσεως τη λυρικότητα στην τέχνη του, και αναμεταξύ τους ένας χορός λεκτικός από τους πλέον απεγνωσμένους. Την παράσταση κερδίζει με την ερμηνεία της η Μαρία Κεχαγιόγλου και προσφέρει στη δράση την απαραίτητη ζώσα δυναμική (και στο κοινό) ενώ στον αντίποδα στέκεται η βουβή αγωνία της Αλεξίας Καλτσίκη, αξία από μόνη της που παρακολουθεί και κυρίως εκφραστικά υπονοεί (ως αντιρόλος, σκιά ). Εξαιρετικός στο σύνολο, ο Μιχάλης Σαράντης με όλο τον υποκριτικό οπλισμό του και ακριβής ο Μενέλαος Χαζαράκης.
Στα συν [+] της παράστασης :
1. Οι ερμηνείες των ηθοποιών, που αν και προσπαθούν γενναιόδωρα να ικανοποιήσουν το άνωθεν περιγραφόμενο σκηνοθετικό όραμα, τελικά τους κερδίζει ο Ιψενικός λόγος.
2. Η μετάφραση της Ερι Κύργια.
3. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσιάμη.
Στα πλην [–] της παράστασης :
1. Το σκηνοθετικό όραμα του Δημήτρη Καραντζά το οποίο περιορίστηκε τελικά σε μια ατυχή σωματική κίνηση και μια απλή τακτοποίηση των ηθοποιών του επί σκηνής (προβληματισμός χώρου).
2. Τα σκηνικά της Πουλχερία Τζόβα.
3. Η ηχητική Δραματουργία του Δημήτρη Καμαρωτού .
4. Και κυρίως οι ανελέητοι κακότεχνοι φωτισμοί !!
Εν κατακλείδι [=]
Η παράσταση «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» είναι για τον αριστουργηματικό λόγο του Ίψεν μέσα από τις ερμηνείες ενός υπέρ-ταλαντούχου θιάσου.
Βαθμολογία
5 στα 10
ΥΓ : “Παρεκτράπηκες στη ψυχή μου» & “Υπάρχει μια άφεση” φράσεις από το έργο.
Φωτογραφικό υλικό