Είδε η Ελένη Γιαννακίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στη Θεατρική Σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών από την Παρασκευή 31 Οκτώβρη παρουσιάζεται το έργο «Sillilab: No difference between ho ho ho!!!» σε κείμενο, σκηνοθεσία και χορογραφία Ρούλας Πατεράκη. Με τη συγκεκριμένη παράσταση το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος δηλώνει επίσημα τη συμμετοχή του στα 60α Δημήτρια επιλέγοντας να παρουσιάσει στιγμές από τη ζωή και το έργο του μεγάλου μαθηματικού Τζον φον Νόιμαν μέσα από μια μεγάλη, σχεδόν 2.30 λεπτά, αφηγηματική παράσταση. Το έργο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
Ο Τζον φον Νόιμαν αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς επιστήμονες της μαθηματικής θεώρησης και πράξης του 20ου αιώνα. Ουγγρικής καταγωγής ο Τζον, έτσι του άρεσε να τον αποκαλούν οι δικοί του άνθρωποι, πέρασε τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια στην Ουγγαρία και μετά το Διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης και το πέρασμά του ως Λέκτορας από τα Πανεπιστήμια του Αμβούργου και του Βερολίνου μετανάστευσε στην Αμερική, δίδαξε ως καθηγητής στο Πρίνστον κι έμεινε σ αυτή την ήπειρο μέχρι το θάνατό του. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έδειξε μια ιδιαίτερη αγάπη για τις θετικές επιστήμες τις οποίες και σπούδασε, με αποτέλεσμα να διαπρέψει σ αυτές και να θεωρείται μαζί με τον Άινστάιν, τον Γουίνγκερ, τον Λίποτ, τον Φάινμαν ως ον ασύλληπτης διάνοιας, κάποιοι μάλιστα τον αποκαλούσαν ως «άνθρωπο από το μέλλον», αφού οι θεωρίες του επηρέασαν βαθιά τα Μαθηματικά , τη Φυσική και τη Νευροβιολογία. Ο σύγχρονος Υπολογιστής άλλωστε αλλά και η Τεχνητή Νοημοσύνη βασίζονται στην έρευνα, στις θεωρίες και στις εφαρμογές του Νόιμαν.
Ο Νόιμαν μένει γνωστός στον κόσμο της Έρευνας και της Επιστήμης για τη διατύπωση κι απόδειξη της «Θεωρίας των Παιγνίων», για τη συμμετοχή του στο «Σχέδιο Μανχάταν» και την κατασκευή της Ατομικής Βόμβας, Βόμβας Ουρανίου που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα, αλλά και της Βόμβας Πλουτωνίου που έριξαν οι Αμερικανοί στο Ναγκασάκι καθώς και για τη «Θεωρία των Αυτοαναπαραγόμενων Αυτομάτων» που αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός Υπερανθρώπου ή μιας Υπεράνθρωπης Τεχνητής Νοημοσύνης.
Η γεμάτη δράση, έρευνα, πειράματα, σχεδιασμούς ,εργαστήρια, επιστημονικά συνέδρια κι απόρρητες συναντήσεις, ζωή του Νόιμαν φτάνει στο τέλος της μετά τη διάγνωση καρκίνου στο πάγκρεας, απόρροια ίσως της υπερβολικής του έκθεσης σε ραδιενεργή ακτινοβολία λόγω των εκτεταμένων πειραμάτων. Στο Walter Reed, Στρατιωτικό Νοσοκομείο των ΗΠΑ, μένει κάνοντας θεραπείες έως τον θάνατό του.
Το εγχείρημα της Ρούλας Πατεράκη, να παρουσιάσει στιγμές σημαντικές από την προσωπική, παιδική και ενήλικη ζωή του Νόιμαν, και φυσικά μεγάλους σταθμούς κι από την επαγγελματική του πορεία φαντάζει μεγάλο. Πώς να χωρέσουν όλα τα επιτεύγματα του Νόιμαν σε μια παράσταση, και πώς φυσικά να εκλαϊκευτεί όλη η πληροφορία κι η γνώση της μαθηματικής και Φυσικής Επιστήμης, ώστε να γίνει ,αν όχι εύληπτη σ όλο το μήκος της, τουλάχιστον ως ένα βαθμό κατανοητή από τον μέσο θεατή που δεν κατέχει το πλήθος των μαθηματικών γνώσεων;
Σ αυτή την προοπτική η επιλογή των σκηνικών δίνει ένα μεγάλο ατού (+) στην παράσταση, καθώς όλη η σκηνή είναι έτσι δομημένη ώστε να παραπέμπει σε μια ενιαία ολότητα του χωροχρόνου με ένα τεράστιο video wall σ ολόκληρο τον πίσω τοίχο της σκηνής όπου πάνω του τρέχουν αλγεβρικές εξισώσεις, μαθηματικές έννοιες, διανύσματα. κλάσματα και ρίζες αριθμών, γεωμετρικές πρόοδοι, εκρήξεις βομβών σε εναλλαγή με την προβολή του κρύου λευκού και γκρίζου θαλάμου, πιθανότατα του στρατιωτικού νοσοκομείου, όπου έκανε τις θεραπείες του και ανάρρωνε, φυλασσόμενος εκεί τους τελευταίους μήνες της ζωής του από φόβο των μυστικών υπηρεσιών μην τυχόν υπάρξει διαρροή κρατικών απορρήτων και στρατιωτικών μυστικών. Οι μεγάλοι πίνακες -πορτρέτα του Νόιμαν βρίσκονται δεξιά κι αριστερά της σκηνής καθώς συχνά στη διάρκεια της παράστασης αναφέρονται χαρακτηριστικά του όπως το μεγάλο κεφάλι του και τα εκφραστικά καστανά μάτια του.

Τέλος, στα θετικά ο πολυπληθής θίασος, 16 ηθοποιοί μαζί με την Πατεράκη που μετέχει κι αυτή, που υποδύεται ταυτόχρονα άλλοτε εξελιγμένες εξανθρωπισμένες μηχανές όπου παίρνουν συνέντευξη από άλλους επιστήμονες που συνεργάστηκαν με τον Νόιμαν καθώς κι απ τη μητέρα, τις δύο γυναίκες που παντρεύτηκε και από την κόρη του κι άλλοτε τα σημαίνοντα στη ζωή του Νόιμαν παραπάνω πρόσωπα που μαρτυρούν κρυφές ή γνωστές πτυχές του επιστήμονα, όπως τον μαθηματικό Λίποτ, τον θεωρητικό Φυσικό Γουίνγκερ, τον αδερφό του Τζον, Μάικλ Νόιμαν, την πρώτη συζυγό του Μαριέττε Κόβεσι, την κόρη του Μαρίνα, τη δεύτερη γυναίκα του Κλάρα Νταν, τον Φυσικό της Κβαντομηχανικής Ρίτσαρντ Φάινμαν, τη μητέρα του Μάργκιτ Καν φον Νόιμαν.
Όλοι οι ηθοποιοί γεμίζουν τη σκηνή καθιστοί σε συρόμενα γραφειάκια συνδεδεμένοι με υπολογιστές και φορώντας λαμπερά κοστούμια που παραπέμπουν σε εργαστήρι φερμένο από το μέλλον. Στη διάρκεια της παράστασης οι θέσεις τους εναλλάσσονται στον χώρο, άλλοτε συσπειρώνονται όταν συνεδριάζουν, άλλοτε παίρνουν τις θέσεις τους όταν παίρνουν και δίνουν το λόγο, άλλοτε κάνουν χορευτικές κινήσεις, άλλοτε ξαπλώνουν στο πάτωμα ονειρεύονται και φαντασιώνονται όπως η Σάρρα, η μοναδική όπως αναφέρει η Σκηνοθέτης ανθρώπινη παρουσία ανάμεσα στις μηχανές. Όλα τα παραπάνω στοιχεία κεντρίζουν το ενδιαφέρον του θεατή να θέλει να μάθει βρισκόμενος κι αυτός με τη σειρά του σε συνεχή εγρήγορση καθώς έτσι γρήγορα κινείται κι όλος ο θίασος στη σκηνή.
Οι μαθηματικές έννοιες δεν δυσκολεύουν την κατανόηση του έργου και είναι μάλιστα στιγμές που κι ο ίδιος ο Θεατής βρίσκεται στο δίλημμα που συχνά θα βρίσκονταν επιστήμονες της εποχής αλλά κι ο απλός κόσμος για το: αν και πόσο ηθική είναι η επιστήμη κι αν οδηγεί κι αυτή με της σειρά της στον αφανισμό του κόσμου μέσω της εξέλιξης της τεχνολογίας ή στην πρόοδό του.
Και ως εδώ, ως προς το περιεχόμενο και τις ιδέες που θέλει να μεταδώσει η παράσταση, όλα καλά αλλά από κει πέρα αρχίζουν τα αρνητικά που δεν είναι και λίγα .
Με αρνητικό πρόσημο (-) χαρακτηρίζεται μεγάλο μέρος του λεξιλογίου που διανθίζει, και χρησιμοποιούμε το ρήμα αυτό ειρωνικά, την παράσταση. Στα πρώτα τρία με τέσσερα λεπτά της παράστασης η λέξη «μαλάκας» ακούστηκε κατά επανάληψη πάνω από δέκα φορές, ενώ στη διάρκεια της παράστασης αυτός ο χαρακτηρισμός συνόδευε κάθε σχεδόν προσφώνηση του κάθε ηθοποιού- υποδυόμενου μηχανής στον άλλο ηθοποιό -υποδυόμενο εξίσου μηχανή. Στο τέλος η λέξη μαλάκας, μετά από δυόμισι ώρες παράσταση, έμεινε στη μνήμη μας παρά κάθε άλλη λέξη και θεωρία που ακούσαμε .
Κοντά σ αυτό το μαρτύριο για τ αυτιά μας, έρχεται να συμπληρώσει ένα άλλο μαρτύριο, εκείνο της συνεχούς εναλλαγής των χρονικών επιπέδων αλλά και προσώπων με ένα μπρος -πίσω που δεν συνέδραμε στην θεατρικότητα ή στη ζωντάνια αλλά αντίθετα στην προσμονή να τελειώσει το έργο μια ώρα νωρίτερα. Λόγου χάρη, τα σημαίνοντα πρόσωπα της ζωής του Νόιμαν έρχονταν και ξαναέρχονταν ως κεντρικά πρόσωπα για να πουν τη μαρτυρία τους επαναλαμβάνοντας πάλι όλα όσα τα ίδια είχαν πει ή τα ακούσαμε από άλλα πρόσωπα στη σκηνή νωρίτερα κι αυτό συνεχιζόταν επί δυόμισι ώρες και μάλιστα χωρίς διάλειμμα. Υπήρξε η πρόνοια, σίγουρα σκηνοθετικό εύρημα της Πατεράκη, να μας δοθεί εξ αρχής, καθώς μπαίναμε στη θεατρική αίθουσα, ένας χάρτης της περφόρμανς, όπως αυτοονομάζεται το έντυπο που είχαμε στα χέρια μας, για να μας κατευθύνει στο τι βλέπουμε και παρακολουθούμε κάθε φορά, γιατί διαφορετικά « θα είχαμε χάσει τη μπάλα».
Και δυστυχώς, όλα αυτά τα 48 μέρη στα οποία είναι χωρισμένη η αφήγηση, έτσι όπως τα διαβάζαμε κλεφτά στον χάρτη κι όπως βασανιστικά, και επαναλαμβανόμενα τα πιο πολλά, τα παρακολουθούσαμε στη θεατρική σκηνή, μάς δημιουργούσαν αφ ενός την αίσθηση της ροής ενός αφηγήματος ενδιαφέροντος ως προς το περιεχόμενο, αφ ετέρου μονότονο όμως ως προς τη θέασή του και πολύ πιο κουραστικό ως προς τη διάρκειά του.
Ακόμη και κάποιες ατάκες που ίσως να είχαν πρόθεση να μας κάνουν να γελάσουμε λίγο ή να μειδιάσουμε ελαφρώς, όπως κάποιο ειδύλλιο που δημιουργείται ανάμεσα στις μηχανές ή η προτίμηση ενός φρέντο ή μια πίτσας στην ανάπαυλα απ τις πολλές ώρες δουλειάς των μηχανών ή πάλι κάποια τραγουδάκια ή τσιτάτα προσαρμοσμένα στο έργο των επιστημόνων που παρουσιάζονται στη σκηνή καθώς και κάποιες σκόρπιες σκέψεις πάνω σε μαθηματικά θεωρήματα κι ιδέες πρωτοποριακές, δεν μας συγκίνησαν ως θεατές, ούτε κατάφεραν να κάνουν το έργο πιο μοντέρνο και προσιτό για το νεανικό κοινό.
Η παράσταση τελειώνει δυστυχώς άχρωμα κι άγευστα μ ένα στίχο του Τσελάν τον οποίο στην αρχή του έργου το έλεγε η μάνα του Νόιμαν μοιρολογώντας τον αλλά κι αυτό το τέλος δίνεται τόσο αυτοματοποιημένα και μηχανιστικά που δεν το καταλαβαίνουμε, γι αυτό άλλωστε κι ακολουθεί το χλιαρό από τους θεατές χειροκρότημα .
Εν κατακλείδι(+), μια παράσταση με τόση μεγάλη πληροφορία κι έχοντας ως σημείο αναφοράς αλλά και κεντρικής εστίασης μια μεγάλη διάνοια του 20ου αιώνα, εκείνη του Τζον Φον Νόιμαν, που θα μπορούσε να παρακολουθήσει κάθε έφηβος μαθητής, κάθε σπουδαστής των Θετικών Επιστημών αλλά και κάθε θεατής που θέλει να γνωρίζει και να μαθαίνει ακόμη και μέσα από τη θεατρική πράξη για τα πρόσωπα που με τη συμβολή τους σημάδεψαν την πορεία της ανθρωπότητας, χάθηκε άδοξα σε ένα αφήγημα που από τη μια είχε βέβαια γρήγορη στιχομυθία και κίνηση αλλά στερούνταν θεατρικότητας , έντασης, ποιοτικού διαλόγου και συναισθηματικής επαφής με το κοινό.
Βαθμολογία: 3,3/10












