Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Σε θεατρική διασκευή της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου και σκηνοθεσία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου, παρουσιάστηκε στο θέατρο «Αυλαία» η παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», βασισμένο στο ομώνυμο φιλοσοφικό μυθιστόρημα του Ίρβιν Γιάλομ. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Βιέννη του 19ου αιώνα, όπου ο Μπρόιερ αναλαμβάνει να βοηθήσει τον Νίτσε, ο οποίος πάσχει από βαθιά υπαρξιακή κρίση και σωματικές ημικρανίες.
Κατά τη διάρκεια των συνεδριών τους, οι δύο άνδρες εμπλέκονται σε ένα ψυχολογικό παιχνίδι εξομολογήσεων, εξουσίας και πνευματικής αναμέτρησης, που μετατρέπει τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο σε καθρέφτες ο ένας του άλλου.Η παράσταση επιχειρεί μια απαιτητική ψυχαναλυτική τομή, εμβαθύνοντας στη σχέση φιλοσοφίας και ψυχολογίας, στη σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα, στη λογική και το συναίσθημα.

Ως προς τα θετικά σημεία (+) της παράστασης, συγκαταλέγεται πρωτίστως το ίδιο το υλικό της διασκευής. Το έργο θέτει φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα που παραμένουν διαχρονικά — η σχέση λογικής και ενστίκτου, το βάρος της αυτογνωσίας, ο φόβος της αποτυχίας. Η Ευαγγελία Ανδριτσάνου επιχειρεί να αποδώσει την εσωτερική πάλη των χαρακτήρων με πίστη στο πρωτότυπο, χωρίς να προδώσει τη σκέψη του Γιάλομ. Το κείμενο διαθέτει ουσία και βάθος, και δεν φοβάται να βουτήξει στο ψυχαναλυτικό υπόστρωμα των ηρώων. Το αποτέλεσμα είναι ένα πυκνό, στοχαστικό κείμενο, γεμάτο αναφορές στη φιλοσοφία, στην ψυχανάλυση και στην ανθρώπινη πάλη με το ανεκπλήρωτο.
Η σκηνοθεσία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στο εκτενές και βαρύ κείμενο, επιλέγοντας μια λιτή, σχεδόν μινιμαλιστική προσέγγιση. Οι δύο σκηνοθέτες απογυμνώνουν τη δράση από θεατρικά στολίδια και επικεντρώνονται στον λόγο και στους εσωτερικούς κραδασμούς των χαρακτήρων. Σε κάποιες σκηνές πράγματι επιτυγχάνεται μια ήρεμη ροή και εσωτερική ένταση, ιδίως στις συναντήσεις Νίτσε – Μπρόιερ, όπου ο λόγος αποκτά ψυχαναλυτική δύναμη.Αυτή η απλότητα λειτουργεί ως φίλτρο καθαρότητας, επιτρέποντας στον θεατή να εστιάσει στη σύγκρουση ανάμεσα στον Νίτσε και τον Μπρόιερ χωρίς περισπασμούς, δίνοντας έμφαση στη δύναμη της ιδέας και όχι της εικόνας.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών αποτελούν έναν ακόμη θετικό άξονα της παράστασης. Παρά το δύσκολο, εκτενές και απαιτητικό κείμενο —που σε σημεία οδηγεί σε μικρές αστοχίες και σαρδάμ—, οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται με συνέπεια και εσωτερική συγκέντρωση.
- Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Νίτσε): παραδίδει μια ερμηνεία γεμάτη πνευματική ένταση και υπαρξιακό πόνο. Το βλέμμα του αποτυπώνει τη σύγκρουση ενός ανθρώπου που αρνείται τη λύπηση και επιμένει στη μοναξιά της σκέψης. Ενσαρκώνει έναν Νίτσε εύθραυστο αλλά και μεγαλοπρεπή στην παραίτησή του.
- Γιάννης Κότσιφας (Γιόζεφ Μπρόιερ): αποδίδει τον ψυχαναλυτή με μέτρο, ανθρωπιά και υποδόρια συγκίνηση. Καθρεφτίζει τον εσωτερικό του διχασμό ανάμεσα στο καθήκον και στο πάθος, προσφέροντας μια ερμηνεία γεμάτη αλήθεια και ψυχολογικό βάθος.
- Μάνος Βαβαδάκης (Σίγκμουντ Φρόιντ): φέρνει μια νεανική φρεσκάδα και ευστροφία, προσδίδοντας ρυθμό και πνοή στις σκηνές του. Με μια ερμηνεία λεπτοδουλεμένη, συνδέει το παλιό και το νέο, τη φιλοσοφία με την επιστήμη της ψυχανάλυσης.
Στο σύνολό τους, οι τρεις ηθοποιοί δημιουργούν ένα τρίπτυχο στοχασμού, ενοχής και λύτρωσης, με εναλλαγές έντασης και σιωπής που κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον του θεατή.
Ωστόσο, η παράσταση παρουσιάζει αρκετά αρνητικά σημεία (-). Το ίδιο το κείμενο, αν και εξαιρετικά επεξεργασμένο, αποτελεί και το μεγαλύτερο εμπόδιο της παράστασης. Η εκτενής ανάλυση, οι συνεχείς αναφορές και οι φιλοσοφικές παρεκβάσεις καθιστούν δύσκολη την πρόσληψη των νοημάτων από το κοινό. Η παράσταση, με διάρκεια που ξεπερνά τις δύο ώρες, κουράζει σταδιακά, καθώς ο λόγος δεν μετατρέπεται πάντα σε δράση. Τα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα, αν και παρόντα, δεν μεταφέρονται πάντα με σαφήνεια ή συναισθηματικό αντίκτυπο.Οι επαναλήψεις και η έλλειψη σκηνικής κορύφωσης καθιστούν την παράσταση μονότονη και χωρίς δραματουργική εξέλιξη.
Η σκηνοθετική γραμμή, αν και λιτή, δεν διαθέτει σκηνική ευρηματικότητα. Οι Καραζήσης και Χατζόπουλος φαίνεται να βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στον λόγο, παραμελώντας τη θεατρική πράξη. Οι κινήσεις είναι περιορισμένες, οι ρυθμοί στατικοί και η ατμόσφαιρα εγκλωβισμένη σε μια διανοουμενίστικη προσέγγιση που δεν αφήνει χώρο για συγκίνηση ή ανατροπή.
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, αν και προφανώς εσκεμμένα αφαιρετικά, μοιάζουν υπερβολικά φτωχά. Στο πρώτο μέρος η αυλαία παραμένει κλειστή, περιορίζοντας τη σκηνική φαντασία, ενώ στο δεύτερο ένα χαλί και δύο καρέκλες συνθέτουν έναν χώρο άδειο από θεατρική πρόταση. Αυτή η λιτότητα, αντί να ενισχύσει τη σκηνοθετική σύλληψη, αφαιρεί από τη δυναμική των σκηνών και καθιστά την ατμόσφαιρα στατική.
Αντίστοιχα, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου παραμένουν ψυχροί και επίπεδοι, χωρίς τη θερμότητα ή την εναλλαγή που θα μπορούσε να αναδείξει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων. Οι σκηνές δεν «χρωματίζονται», με αποτέλεσμα το οπτικό αποτέλεσμα να στερείται συγκίνησης και βάθους και να ενισχύεται η συνολική αίσθηση θεατρικής αποστασιοποίησης.
Συνολικά (=), το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» είναι μια παράσταση υψηλών προθέσεων αλλά περιορισμένων αποτελεσμάτων. Η φιλοσοφική του φόρτιση και το υπαρξιακό του βάθος χάνονται σε μια σκηνική αφήγηση που δεν διαθέτει ρυθμό, χρώμα ή θεατρικό παλμό. Παρά τις τίμιες ερμηνείες των τριών ηθοποιών και τη σοβαρότητα της προσπάθειας, το εγχείρημα παραμένει εγκλωβισμένο στον λόγο, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στο συναίσθημα και την ψυχή του θεάτρου. Μία παράσταση που θα μπορούσε να αγγίξει τη μεγάλη φιλοσοφία της ανθρώπινης ύπαρξης, μένει τελικά στο επίπεδο μιας κουραστικής διανοητικής άσκησης.
Βαθμολογία: 4,5/10










