Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η κωμωδία «Όρνιθες» του Αριστοφάνη είναι ένα από τα καθολικής αντιπολεμικής σημασίας και φύσεως έργα του ποιητή, που διασώθηκε ακέραιο και πρωτοπαρουσιάστηκε το 414 π.Χ., δέκα χρόνια πριν το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Το έργο ανέβηκε ξανά το 1959, λαμβάνοντας αμφιλεγόμενες κριτικές και σχόλια. Πάμε να δούμε, όμως πως ανέβηκε και παρουσιάστηκε φέτος, στο σύγχρονο ελληνικό κοινό του 2024, μετά από 2.438 χρόνια, σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη και παραγωγή του «Τεχνηχώρου».
Πρόκειται για την απομάκρυνση δύο Αθηναίων φίλων, τον Πισθαίτερο και τον Ευελπίδη από την πόλη τους, λόγω της απογοήτευσης τους από την διαφθορά και την παρακμή. Η αποστολή τους να βρουν τον Έποπα, που αποσύρθηκε στα δάση και ζει μαζί με τα πουλιά, έτσι ώστε να ακολουθήσουν το παράδειγμα του. Δεν αργούν να τον βρουν και αυτός με τη σειρά του να τους γνωρίσει στα «Πουλιά». Αρχικά, τα «Πουλιά» είναι επιφυλακτικά με τον ερχομό των ανθρώπων στη γη τους και σκοπεύουν να τους θανατώσουν. Ο Πισθαίτερος θα τα πείσει, όχι μόνο να τους χαρίσουν τη ζωή, αλλά και να φτιάξουν μία αιθέρια πόλη, τη «Νεφελοκοκκυγία» ώστε να ανακαταλάβουν το χαμένο τους κλέος και να λειτουργούν σαν διαμεσολαβητές ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Όταν η πόλη ξεκινήσει να οικοδομείται, όλοι όσοι έχουν να κερδίσουν εις βάρος της και όσοι πλήττονται από την ύπαρξη της θα γυρεύουν την εκμετάλλευση της.
Επί τω έργω:
Η σκηνοθεσία υπογράφεται από τον πάντοτε εξαιρετικό και μη εξαιρετέο Άρη Μπινιάρη, ενώ συμμετέχει και στην απόδοση-διασκευή του έργου από κοινού με την Έλενα Τριανταφυλλόπουλου, σε μετάφραση του Τάσου Ρούσου.
Ο σκηνοθέτης μαζί με τους συνεργάτες του, Νεφέλη Παπαναστασοπούλου και Βαγγέλη Πρασσά, γνωρίζει ακριβώς τι θέλει να κάνει. Πρόκειται για τη δική του ανάγνωση και ματιά του έργου. Προβαίνει στις αλλαγές που χρειάζεται η διασκευή του για να συμφωνεί με το όραμα του. Ποιο είναι αυτό; Η ανάδειξη της ανθρώπινης ανάγκης να απομακρυνθεί από κάθε τι θεωρεί ανελεύθερο, διεφθαρμένο, παρηκμασμένο. Η ιδέα αυτή δε θα μπορούσε να προχωρήσει, αν ο χαρακτήρας του Πισθαίτερου διατηρούταν ως είχε. Ο Πισθαίτερος, δηλαδή στο αυθεντικό κείμενο παρουσιάζεται ως πονηρός με θετικό πρόσημο, διπλωμάτης στον λόγο του, διαπραγματευτής στις πράξεις του. Στην προκειμένη παράσταση εκφράζει την προαναφερόμενη ανάγκη, και αν και πείθει τα «Πουλιά» ή αντιτίθεται στους συκοφάντες, το κάνει μέσα από τις επιταγές της ανάγκης να προστατέψει την κοινωνία των αιθέρων, και όχι ικανοποιώντας το γήινο εγώ του.
Μέσα στο έργο υπάρχουν αρκετές αλλαγές, σαν και αυτές, που αναπτύσσονται με μεγάλο ενδιαφέρον και μία εξέλιξη που δεν είναι αναμενόμενη. Οι «Όρνιθες» είναι έργο του Αριστοφάνη με αποτέλεσμα να μη λείπουν οι αστείες σκηνές, που από τη μέση και μετά κατακλύζουν την παράσταση. Το νέο κείμενο με έξυπνο τρόπο δίνει διαφορετική κωμική τροπή στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος εκπροσωπεί το αριστοφανικό χιούμορ, ενώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου ακολουθεί μία πιο μοντέρνα προσέγγιση στη μεταφορά των ατακών του, καθώς και του περιεχομένου τους. Αυτή η κωμική σύμπραξη γεφυρώνει ένα τρόπο τινά χάσμα, το οποίο οφείλεται στα 2.438 χρόνια ύπαρξης του έργου!
Το σκηνικό του Πάρι Μέξη μπορεί να θεωρηθεί αφαιρετικό. Πρόκειται για μια στρογγυλή πλατφόρμα από ξύλο με ορισμένους στύλους στην άκρη και προς τα πίσω, όμοιους με δέντρα. Δε ξέρω, αν συμβαίνει σε όλες τις παραστάσεις, αλλά παρά τη ζέστη, στο θέατρο Συκεών, ένα αεράκι στη μέση της παράστασης δρόσισε ηθοποιούς και θεατές και κούνησε τα «δέντρα» της πλατφόρμας δίνοντας τους μία φυσική διάσταση.
Τα κουστούμια προέρχονται από την ίδια δημιουργική και ευφάνταστη όρεξη του κυρίου Μέξη και της βοηθού του, Αλέγια Παπαγεωργίου. Εκεί που το σκηνικό είναι ταπεινό στη σύνθεση του, τα κουστούμια συνδυάζουν την ουσία με το στυλ. Αντί να ντύσει τους/τις ηθοποιούς του με πούπουλα και φτερά, τυπώνει τα προαναφερόμενα σε ευέλικτα καλοκαιρινά κουστούμια. Δίνει την πληροφορία και διευκολύνει το έργο των ηθοποιών που επιχειρούν υπό συνθήκες καύσωνα. Τα κουστούμια ακολουθούν την ίδια γραμμή και δε διαφέρουν. Ο/Η κάθε όμως ηθοποιός ξεχωρίζει από το εκάστοτε κράνος που φοράει. Με αυτό τον τρόπον μπορεί κανείς να ακολουθήσει τον/την ηθοποιό της αρεσκείας του και να μην τον/την χάνει τελείως μέσα στον χορό και τον χώρο.
Σε αυτό το σημείο ο κύριος Μέξης οφείλει να μοιραστεί τα εύσημα με την Δήμητρα Καίσαρη, υπεύθυνη για τις πελώριες μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα των ηθοποιών που ερμήνευσαν τους θεούς. Ένας έμμεσος τρόπος να αναδειχθεί η θεϊκή τους φύση, δεδομένου ότι δεν μοιράζονται το ίδιο πρόσωπο με τους ανθρώπους ή ακόμη και τα «Πουλιά».
Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα ήταν θερμοί, σε ζεστές αποχρώσεις, σα να ήταν φωτιά, γύρω από την οποία ο χορός των «Πουλιών» στηνόταν. Αποκτούσε και ψυχρές αποχρώσεις όταν οι πρωταγωνιστές έμεναν μόνοι με τις σκέψεις τους. Η απόλυτη διάδραση έγινε κατά την εμφάνιση των εκμεταλλευτών και συκοφαντών. Μία πανδαισία χρωμάτων ξεπηδά από τους προβολείς και βάφει ηθοποιούς και σκηνικό.
Επί τη σκηνή:
Η παράσταση έχει ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και τον Γιώργο Χρυσοστόμου. Πρόκειται για το κλασικό δίδυμο που εισάγει ο Αριστοφάνης στα έργα του. Οι ρόλοι τους συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον με τους ηθοποιούς να έχουν τρομερή χημεία μεταξύ τους. Εκπροσωπούν δύο διαφορετικές εκφάνσεις της κωμωδίας που μέσα από την παράσταση συμφιλιώνονται.
Ο Ο. Παπασπηλιόπουλος ερμηνεύει έναν μετριοπαθή Πισθαίτερο. Ο χαρακτήρας αισθάνεται έντονα το στοιχείο του φόβου, γεγονός που μεταφράζεται ως έναν βαθμό σε υστερία και όπου υστερία, ευκαιρία για κωμωδία! Η ανάπτυξη του έργου τον βρίσκει να ανακαταλαμβάνει το θάρρος του, να πιστέψει απόλυτα στην πόλη των «Πουλιών» και να την προστατέψει. Αυτό μεταφράζεται ήδη από την κινησιολογία του. Στην αρχή παρουσιάζεται με μετριασμένες κινήσεις, για να φθάσει στο τέλος της παράστασης να ακολουθεί το χορευτικό διάβημα των »Πουλιών», σαν όμοιος τους, ένας αληθινός «Όρνιθας»!
Ο συμπρωταγωνιστής του από την άλλη ερμηνεύει έναν άνετο Ευελπίδη. Γνωρίζει πως να μιλήσει και να μεταφέρει τις ατάκες του με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να κερδίζει το κοινό του. Πράγματι, λόγω της φύσης του χαρακτήρα του, οι θεατές θα βρουν περισσότερα κοινά στοιχεία με τον Γιώργο Χρυσοστόμου, και αυτό είναι επιτυχία του ίδιου του ηθοποιού. Οι αντιδράσεις του είναι ξεκαρδιστικές και ξεχωριστές, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που επαναλαμβάνει τα λόγια των συμπρωταγωνιστών του με τον δικό του τρόπο για ενίσχυση των κωμικών στιγμών.
Έπειτα, και αφού έχουμε γνωρίσει τους κύριους πρωταγωνιστές ερχόμαστε σε επαφή με τον σύνδεσμο των ανθρώπων στον κόσμο των «Πουλιών». Αυτός δεν είναι άλλος από τον Κώστα Κορωναίο στον ρόλο του «Έποπα». Ο ηθοποιός καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα σε ανθρώπινη ερμηνεία και στην αντίστοιχη ενός «Πουλιού». Δεν έχει μεγάλο ρόλο, αλλά είναι κρίσιμης σημασίας για αυτά που ακολουθούν. Στην αρχή κατακτά την σκηνή με τη ζωηρή του ερμηνεία, απόδειξη της εναλλακτικής ζωής που προσφέρουν τα «Πουλιά», αλλά μετά αφήνει χώρο στον χορό να εμφανιστεί και να συναρπάσει.
Ο χορός διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και απαρτίζεται από τους Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου. Όλοι μαζί, κανένας χωριστά υπό την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου κινούνται σαν ένα σώμα, μία οντότητα. Παρατηρώντας του ξεχωριστά, όλοι ανεξαιρέτως προβαίνουν σε νευρικές κινήσεις, όπως το τίναγμα φτερών ενός πουλιού, κάθε φορά που αναλαμβάνουν να μιλήσουν. Κυκλώνουν, πλησιάζουν, τραβούν, τρέχουν, ζωντανεύουν στην σκηνή μία φυσική ορμή, της οποίας η ενέργεια γίνεται διάχυτη σε όλο το θέατρο. Τα κεφάλια τους επιτηδευμένα είναι καμπουριασμένα ή τεντωμένα με το βλέμμα τους να κοιτάζει από κάτω προς τα πάνω, αγριεμένο και ατίθασο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες της παράστασης, και ο σκηνοθέτης από κοινού με τους συνεργάτες τους επιτρέπει να αναδειχθούν ως τέτοιοι. Εξάλλου «είναι πιο παλιοί από τους θεούς». Ακολουθούν όλοι μαζί τους ρυθμούς της μουσικής παραγωγής του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη και με μία φωνή τραγουδούν τα τραγούδια του. Ατμοσφαιρικά κομμάτια, σαν από ιερή τελετή που συνδυάζουν τον ήχο από κρουστά και πνευστά, δυναμικούς μονολόγους και μελωδικά φωνητικά.
Τον υπόλοιπο θίασο συμπληρώνουν ηθοποιοί που αναλαμβάνουν δύο και τρεις ρόλους μέσα στην παράσταση.
Πρώτος εμφανίζεται ο Στέλιος Ιακωβίδης στον ρόλο του «Χρησμολόγου», αλλά και του «Προμηθέα», του αντικαθεστωτικού. Ως «Χρησμολόγος» έχει ιδιαίτερη αμφίεση με μία λευκή γενειάδα και έναν κεραυνό στο χέρι. Είναι ο πρώτος από τους επισκέπτες της πόλης και ως εκ τούτου περισσότερο αστείος, φιλικός προς τους πρωταγωνιστές και τα «Πουλιά». Ως «Προμηθέας» εισάγει το κονσεπτ των πελώριων μασκών, δεδομένου ότι είναι ένας από τους Τιτάνες, διαφορετικός από τους ανθρώπους, κοντά στην απόμακρη φύση των θεών.
Έπειτα, η Κωνσταντίνα Τακάλου στον ρόλο της «Ποιήτριας» και της Ίριδας παραδίδει δύο διαφορετικές φυσιογνωμίες. Η λογική της συνθήκης κλασικού και μοντέρνου επιστέφει ξανά. Η πρώτη από αυτές είναι ο ρόλος της κριτικού τέχνης. Δε θυμίζει αυτό που κάνουμε εμείς εδώ στην «Κουλτουρόσουπα», για αυτό και την απομακρύνουν από τη νεοσύστατη πόλη. Επιστέφει όμως με ένα πολύ πλούσιο κουστούμι ως θεά Ίρις για να προειδοποιήσει τι θα συμβεί, αν συνεχιστεί αυτό που συμβαίνει.
Ακολουθεί η αποκάλυψη της βραδιάς, που ακούει στο όνομα Ερρίκος Μηλιάρης υποδυόμενος τον «Μέτωνα» και τον «Ηρακλή». Ο ηθοποιός κατάφερε με μία επανάληψη μίας δικής του ερμηνείας της συμπεριφοράς των «Πουλιών» και παράγοντας τους αντίστοιχους ήχους, να ξεσηκώσει όλο το κοινό του θεάτρου και να λάβει και το χειροκρότημα που του άξιζε. Η είσοδος του αλλάζει όλο το πλαίσιο! Πρόκειται για τον αρχιτέκτονα που έρχεται να χτίσει, κερδοσκοπήσει στην πόλη και μοιράζεται την σκηνή με τον κύριο Χρυσοστόμου. Το αποτέλεσμά μοναδικό και δεν περιγράφεται. Εμπεριέχει ωστόσο μέχρι και λάτιν χορό! Ως «Ηρακλής» εμφανίζεται με ένα λεοπαρ κουστούμι διατηρώντας την ενέργεια που φέρνει προηγουμένως στην σκηνή.
Ακολουθεί η εμφάνιση του Μάριου Παναγιώτου στον ρόλο αφενός του «Επιτρόπου» αφετέρου του «Ποσειδώνα». Ως «επίτροπος» θυμίζει μία καρικατούρα προσωπικότητας από τον εφοπλιστικό χώρο. Το έργο του ηθοποιού ήταν δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς ότι βγήκε στην σκηνή με γούνα. Ως «Ποσειδώνας» κρύβει το πρόσωπο του και στη θέση του βρίσκεται μία από τις υπερμεγέθεις μάσκες που προαναφέρθηκαν.
Για το τέλος κρατήθηκε μία ακόμη μικρή αποκάλυψη, ενός κωμικός άσσος στο μανίκι των συντελεστών που απαντάει στο όνομα Θανάσης Ισιδώρου. Ο ηθοποιός, όπως και ο κύριος Μηλιάρης έχει αναλάβει να εκφέρει ένα ευφυέστατο κομμάτι του διαλόγου, ενώ μοιράζεται την σκηνή με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Ερμηνεύει τον ρόλο σε δύο επίπεδα αποκαλύπτοντας τη διττή φύση του συκοφάντη. Αρχίζει γλυκά, τρυφερά επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο των λόγων του μελιστάλακτα με πληθώρα συνωνύμων που επιφέρουν το γέλιο λόγω της εύηχης φύσης τους. Η σκηνή απογειώνεται με τον ηθοποιό να λέει «πες μου πότε να σταματήσω» εννοώντας τις φιλοφρονήσεις. Επιστρατεύει και το σώμα του που «κουρδίζεται» όσο επαινεί για να αναπτυχθεί αργότερα που αλλάζει πρόσωπο. Όχι, όχι δεν αλλάζει πραγματικά πρόσωπο, αλλά ο κόλακας κολάζεται και αποκαλύπτει την ακόλαστη εκδικητική του φύση,μεταβάλλοντας τον τόνο της φωνής του και την στάση του κορμιού του.
Αποτίμηση:
Θετικά (+): Η παράσταση είναι ένα έξοχο δείγμα της διαχρονικότητας, αλλά και της προσαρμοστικότητας των καθολικών έργων του Αριστοφάνη. Αλλάζει, αλλά παραμένει πιστή στον πυρήνα της ιδέας του αρχαίου κωμικού. Οι ηθοποιοί προβαίνουν σε εξαιρετική απόδοση των χαρακτήρων τους, που υφίστανται αλλαγές κατά τη μεταφορά τους στην σκηνή. Η συνεργασία ανάμεσα στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και Γιώργο Χρυσοστόμου είναι απόλυτη και ταιριαστή, ένα συγκροτημένο κέντρο ερμηνευτικού βάρους, το οποίο οι ηθοποιοί με ιδιαίτερη ευκολία προσφέρουν στο κοινό τους. Ο χορός και η συνασπισμένη τους κίνηση είναι το πρακτικό εφέ της παράστασης. Όλοι σαν ένα σώμα, αλλά ξεχωριστοί συναρπάζουν με το πάθος τους. Οι ερμηνευτικές εκπλήξεις, όμως δεν τελειώνουν και ο Ερρίκος Μηλιάρης μαζί με τον Θανάση Ισιδώρου βρίσκονται εκεί για να το αποδείξουν έμπρακτα.Τα τεχνικής φύσεως κομμάτια της παράστασης βρίσκονται στη θέση τους και στην αρμοδιότητα των ηθοποιών να τα χρησιμοποιήσουν για τη μέγιστη απόδοση θεατρικής ερμηνείας!
Αρνητικά (-): Αυτή η παράσταση δεν έχει αρνητικά στοιχεία με τον ρυθμό της να είναι τρομερός και τον τόνο της να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα σημαντικά ζητήματα και τις κωμικές στιγμές. Αν ωστόσο, ο χαρακτήρας της Κωνσταντίνας Τακάλου ως «ποιήτρια» έγραφε για αυτό το έργο μετά την απομάκρυνση της από την πόλη των «Πουλιών», θα έλεγε πως οι αλλαγές πάνω στο έργο αποτελούν «μοντερνισμούς». Εμείς όμως δεν είμαστε σαν την ποιήτρια και ευχαριστούμε για οποιαδήποτε αλλαγή που ενίσχυσε την ατμόσφαιρα της παράστασης και όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν αυτό που είναι!
Κλείνοντας, συγχαρητήρια σε όλους και όλες που εργάστηκαν από κοινού για να φέρουν το έργο στη σκηνή και το φως! Μία απόδοση τρομερά διασκεδαστική που προκαλεί έκπληξη ενθουσιασμό και γέλιο.
Βαθμολογία 7,3/10
Χειροκρότημα της παράστασης
Πληροφορίες για τη παράσταση εδώ
Επαναλαμβάνεται: Θέατρο Δάσους Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου – Χορηγός επικοινωνίας: Kulturosupa.gr