Είδε ο
και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
.
Μία παράσταση, η οποία ήδη από την ανακοίνωση του ανεβάσματός της στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε αντιδράσεις ήταν το «Όπως πάει το ποτάμι» του Μάρτιν Σέρμαν. Η συγκεκριμένη παράσταση, που παρουσιάστηκε στο «Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς» παρουσιάζει τον έρωτα δύο ομόφυλων ανδρών με διαφορά ηλικίας και την πορεία της σχέσης και των ισορροπιών τους μέσα στον χρόνο.
Στα θετικά(+) στοιχεία της παράστασης θα εντάσσαμε αρχικά το περιεχόμενο του κειμένου. Το ίδιο αποτελεί ένα κείμενο γεμάτο μηνύματα όχι μόνο για την σχέση των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά και για την ανάγκη τους να συζήσουν, να παντρευτούν, να δημιουργήσουν οικογένεια με όλες τις αναστολές που η κοινωνία έχει δημιουργήσει γι’ αυτούς. Δεν μένει, όμως, μόνο εκεί, αλλά πηγαίνει και ένα γενναίο βήμα παρακάτω, παρουσιάζοντας το ίδιο το κίνημα των ομοφυλοφίλων και τις σημαντικές νίκες και ήττες που έφερε. Η εξέλιξη της κοινωνίας σηματοδοτήθηκε όχι απλώς το πέρασμα σε μία άλλη εποχή, αλλά μέσα από δραματικές στιγμές. Η αποτύπωση είναι έντονη και τα μηνύματα καίρια. Η μετάφραση του Αντώνη Πέρη είναι αρκετά δουλεμένη, φωτίζοντας αρκετά καίρια σημεία.
Η συγκεκριμένη αποτύπωση υπογραμμίσθηκε σκηνοθετικά από τον Γιάννη Λεοντάρησε δύο πολύ ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον τους μονολόγους του Περικλή Μουστάκη, οι οποίοι υπήρχαν με έναν έξυπνο τρόπο μέσα στο κείμενο σε στιγμές ανάπαυλας, που παρουσίαζαν σε μορφή αναδρομής παλαιότερες σχέσεις του, θίγοντας μεταξύ άλλωντον ιό HIV και μία πυρκαγιά που στοίχησε τη ζωή σε πολλά gay άτομα. Δεύτερον, με το βίντεο (σε σχεδιασμό της ΜικαέλαςΛιακατά) στο πίσω μέρος της σκηνής που ενίσχυε τις αφηγηματικές περιγραφές με ανάλογο υλικό, εντείνοντας την δραματικότητα των γεγονότων.
Στα αρνητικά (–) στοιχεία της παράστασης πρωταρχικά εντάσσουμε το γεγονός, πως η ίδια δεν είχε ταυτότητα. Δεν μπορούσε να φανεί η υφολογία αυτής. Στην αρχή φαινόταν μία πιο συγκρουσιακή αφήγηση της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών, έπειτα ακολούθησε μία έντονη κωμική εξέλιξη με την εισαγωγή του νέου συντρόφου του νεαρού πρωταγωνιστή και την συνύπαρξη των τριών, για να καταλήξει σε ένα μελό κλείσιμο γεμάτο κλισέ. Όλα τα παραπάνω σημεία είχαν τόσο επιτυχημένα, όσο και αποτυχημένα στοιχεία με τις πιο δυνατές στιγμές να κινούνται στους μονολόγους (ειδικά τον τελευταίο της εξιστόρησης).
Πέραν αυτών η παράσταση ήταν εξαιρετικά φλύαρη. Η προσθήκη του τρίτου πρωταγωνιστή δεν φάνηκε να έχει να προσφέρει ουσιαστικά στο κείμενο πέρα από το σημείο της πλήρωσης των προσδοκιών του νεαρής ηλικίας πρωταγωνιστή με τον γάμο και την υιοθεσία που δεν αποδέχθηκε ο μεγαλύτερης ηλικίας πρωταγωνιστής. Η δε αναφορά μέσω του τρίτου πρωταγωνιστή στους dragperformersφάνηκε να μπήκε απλώς για να μπει,χωρίς να αξιοποιείται σωστά. Η παράσταση έπρεπε να είναι πιο δεμένη και χρονικά και νοηματικά. Το απότομο φινάλε δεν φάνηκε να ακολουθεί την πρότερη φλυαρία, στερώντας μία πιο αποτελεσματική λύση.
Οι πρωταγωνιστές μάς δημιούργησαν ανάμεικτα συναισθήματα. Ο Περικλής Μουστάκης ήταν πραγματικά πολύ καλός στους μονολόγους και στα πιο εσωτερικά στοιχεία, με την απόδοση να μειώνεται στα κωμικά, που φάνηκε να τα υποστηρίζει μεν, όχι το ίδιο αποτελεσματικά δε. Ο Μάνος Καρατζογιάννης (τον οποίον είχαμε θαυμάσει στις εξαιρετικές «Φυλές» προ covid) διαχειρίστηκε με απόλυτη ισορροπία τόσο το δραματικό, όσο και το κωμικό στοιχείο, με κάποιες στιγμές αμηχανίας (που μάλλον οφείλονταν στην σκηνοθεσία).Τέλος, ο Δημήτρης Ροΐδης φάνηκε να υστερεί σε απόδοση σε σχέση με τους άλλους δύο, γεγονός στο οποίο συνέβαλε ο πρόχειρα φτιαγμένος ρόλος του (κειμενικά και σκηνοθετικά).
Όπως σημειώθηκε, η σκηνοθεσία σε κάποια σημεία άφησε κάπως έκθετους τους πρωταγωνιστές, ακολουθώντας μία πιο μετριοπαθή απόδοση, χωρίς να μπορεί να κάνει τη διαφορά. Ακολούθησε εν ολίγοις την πεπατημένη. Εντύπωση προκάλεσε το γεγονός, πως παρά την αφίσα με το φιλί που προκάλεσε ντόρο, το ερωτικό gayστοιχείο δεν ενισχύθηκε, παρότι θα μπορούσε να περάσει πιο έντονα το μήνυμα. Αντίθετα, οι σκηνές σωματικής επαφής ήταν κάπως αυτολογοκριμένες, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε το γιατί.
Τέλος, ως προς τα λοιπά στοιχεία, το σκηνικό της ΜικαέλαςΛιακατά ήταν λιτό με την αναπαράσταση του σαλονιού ενός σπιτιού με έναν καναπέ στο κέντρο της σκηνής (ίσως και στο επίκεντρο της ζωής των χαρακτήρων), ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου κινήθηκαν επίσης σε μετρημένα πλαίσια χωρίς να κάνουν τη διαφορά, παρότι δημιούργησαν μία ζεστασιά.
Συνολικά (=), θα λέγαμε, πως η παράσταση αποτέλεσε μία σημαντική αφορμή για να ειπωθούν αλήθειες για το κίνημα των ομοφυλοφίλων, την εξέλιξη της κοινωνίας, αλλά και την ανάγκη για ίσα δικαιώματα και ελευθερίες. Από εκεί και πέρα η αφορμή δεν αξιοποιήθηκε πλήρως, καθώς η ιστορία δεν φάνηκε να έχει μία συνοχή, ενώ η σκηνοθεσία φάνηκε να εντείνει το χάσμα.
Βαθμολογία:
5,3/10
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 15/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022