Είδε η Ειρήνη Σοφιανίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα απασχόλησε πολύ η θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή ισπανική κοινωνία, η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε ισότητας, η πειθήνια υποταγή στις αυστηρές νόρμες και κανόνες μιας αποπνικτικής γι’ αυτές πατριαρχίας που τις οδηγεί στην αναζήτηση της ελευθερίας με ακριβό πολλές φορές τίμημα. Η Γέρμα, που μαζί με τον «Ματωμένο Γάμο» και το « Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» ανήκει στα λεγόμενα έργα της «ισπανικής υπαίθρου» , ασκεί κριτική σ’ αυτές τις κοινωνικές νόρμες και πραγματεύεται τη φιλία, τη ζήλια, τον έρωτα, την απόγνωση, τον γάμο , και όλα αυτά με την βαθιά ποιητική, διεισδυτική ματιά του Λόρκα.
Γέρμα στα ισπανικά θα πει «στείρα» και το έργο αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που η επιθυμία της να κάνει παιδί γίνεται εμμονή και την οδηγεί στο έγκλημα, στο οποίο βέβαια την ωθούν και τα ήθη και τα πιστεύω της κοινωνίας στην οποία ζει.
Ο Αυστραλός Σάιμον Στόουν εμπνέεται από τη Γέρμα του Λόρκα και δημιουργεί μια παράσταση στο σήμερα. Και μπορεί η ηρωίδα του να μην είναι από το φτωχό, αγροτικό, συντηρητικό περιβάλλον της Ισπανίας, για την ακρίβεια συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, όμως η επιθυμία για μητρότητα γίνεται και γι’ αυτήν μια καταστροφική εμμονή δημιουργώντας το ερώτημα κατά πόσο η γυναίκα έχει καταφέρει πραγματικά να απαγκιστρωθεί από όλα όσα η κοινωνία της προορίζει.
Στη σκηνή του Κολοσσαίου λοιπόν είδαμε την πορεία Εκείνης προς την ολοκληρωτική καταστροφή και τις πολλαπλές απώλειες με μεγαλύτερη εκείνη τις ίδιας της της ζωής. Ο Στόουν κράτησε από το «Γέρμα» το περιεχόμενο (στείρα) αλλά δεν έδωσε στην ηρωίδα του όνομα, προφανώς γιατί θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη. Είναι μια σύγχρονη γυναίκα η οποία είναι αφοσιωμένη στην καριέρα της. Απολαμβάνει την επαγγελματική και προσωπική της ευτυχία. Πρεσβεύει τη σεξουαλική απελευθέρωση ζώντας τον έρωτα χωρίς ταμπού και δεσμεύσεις. Όταν καταφέρνουν να αγοράσουν με τον σύντροφό της το σπίτι των ονείρων τους είναι όλα πια «τακτοποιημένα». Κι ενώ θα μπορούσε να απολαύσει όλα αυτά που έχει χτίσει ως χειραφετημένη γυναίκα, της μπαίνει στο μυαλό η ιδέα της μητρότητας. Από τη στιγμή αυτή ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τους ήρωες μιας κι η αρχικά χαλαρή επιθυμία για την απόκτηση παιδιού γίνεται αυτοσκοπός και εμμονή που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα του , μέχρι που εν τέλει καταστρέφονται και οι δύο, τόσο οικονομικά και επαγγελματικά, όσο και προσωπικά.
Το εντυπωσιακό στην όλη υπόθεση είναι ότι η ηρωίδα δεν συμπαθεί καν τα παιδιά, αποδεικνύοντας έτσι την τάση των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών να μετατρέπουν τα παιδιά σε ένα είδος τρόπαιου. Για Εκείνη που τα έχει πετύχει όλα η τεκνοποίηση είναι ο επόμενος στόχος, ένα νέο πρότζεκτ που πάση θυσία πρέπει να επιτευχθεί, άλλωστε « το σπίτι τους χωράει και δύο και τρία παιδιά».
Το έργο του Στόουν έχει αρετές και αρκετές αδυναμίες. Καταφέρνει να αποτυπώσει την πλασματική απελευθέρωση της κοινωνίας εν γένει και των γυναικών ειδικότερα, καταδεικνύοντας το γεγονός πως στη δυτική κοινωνία όσο επιτυχημένη και να είναι μια γυναίκα η απόκτηση παιδιού είναι αυτή που «ολοκληρώνει» την εικόνα της ευτυχίας. Το πρόβλημα με το κείμενο είναι ότι ο συγγραφέας θίγει ταυτόχρονα πολλά θέματα ακολουθώντας μια σχεδόν επιδερμική προσέγγιση, με αποτέλεσμα ένα τόσο περίπλοκο και ακανθώδες ζήτημα όπως η ατεκνία να περνάει στους θεατές αποδομημένο από συναισθήματα. Οι πολλές και μικρές σκηνές επίσης δεν επιτρέπουν στους θεατές να βιώσουν και να συναισθανθούν τα σκηνικά τεκταινόμενα. Τέλος υπάρχουν πολλές βωμολοχίες, που καθόλου δε θα ενοχλούσαν αν υπήρχε κάποιο στέιτμεντ. Εδώ δεν ξέρουμε κατά πόσο είχαν κάτι να προσθέσουν , παρά μόνο ίσως να δηλώσουν την σεξουαλική απελευθέρωση της σύγχρονης γυναίκας. Κατά πόσο όμως οι βρισιές συνιστούν απελευθέρωση;
Πάμε τώρα στην παράσταση σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση και της Κοραλίας Σωτηριάδου. Ο έμπειρος Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος με τη σκηνοθεσία του επιχείρησε να προσπεράσει τις δυστοπίες του κειμένου και να δημιουργήσει συναίσθημα στο κοινό. Έργο δύσκολο μιας και ο Στόουν είχε σαν πρόθεση να «διδάξει». Το πάλεψε όμως και με τον τρόπο που καθοδήγησε τη Μαρία Κίτσου, επιλέγοντας να φωτίσει όσο μπορούσε τον ψυχισμό της ηρωίδας και με σκηνικές λύσεις που γαργαλούσαν το θυμικό των θεατών.
Μας άρεσε (+):
Η ψηφιακή απεικόνιση του δέντρου στην αρχή κάθε σκηνής. Το δέντρο είναι το σύμβολο της οικογένειας, της γονιμότητας κι αντικατοπτρίζει την ψυχική κατάσταση της ηρωίδας. Όσο λοιπόν προχωράει το έργο κι Εκείνη βυθίζεται στην άβυσσο, τόσο το δέντρο κιτρινίζει μέχρι που στο τέλος, όταν πια χάνεται κάθε ελπίδα, μένει ξερό, χωρίς φύλλα, απογυμνωμένο όπως ακριβώς κι η ίδια.
Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού. Τα διάφανα τοιχία σαν παραβάν (πάνω σ’ αυτά προβάλλονταν κι οι σύντομοι τίτλοι, σαν επικεφαλίδες κάθε σκηνής), ασύμμετρα τοποθετημένα, δημιουργούσαν την αίσθηση στον θεατή πως κρυφοκοιτάζει πίσω από κάποια κουρτίνα. Θα μπορούσε να είναι ο γείτονας από το απέναντι μπαλκόνι. Λιγοστά σκηνικά αντικείμενα, τα οποία όμως δεν έλειψαν.
Η τελευταία σκηνή με τα τοιχία να έχουν πέσει, συμβολίζοντας τη διαλυμένη ζωή της ηρωίδας.
Η Μαρία Κίτσου. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως στήριξε με την δυναμική, συναισθηματική, γεμάτη παλμό κι ένταση ερμηνεία της όλη την παράσταση. Κατάφερε να βρει σε ένα εξωτερικά και επιφανειακά δοσμένο κείμενο την απαιτούμενη εσωτερικότητα και να δικαιολογήσει έστω μερικώς ( γιατί ο Στόουν αρκείται να δώσει μια πρόχειρη αιτία για την κατάρρευση της ηρωίδας, την προβληματική σχέση με τη μητέρα της ) την πορεία προς τον όλεθρο. Χτίζει τη συνθήκη της κλιμάκωσης και καθώς η απόγνωση μεγαλώνει η Κίτσου επιστρατεύει όλες της τις δυνάμεις και προσδίδει σ’ Εκείνη ένα βάθος , υπερχειλίζοντας από πόνο, αυτοματαίωση, αδικία, προδοσία, πίκρα και εκείνη την αβάσταχτη απελπισία που την οδηγεί μοιραία στο τέλος.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στον ρόλο του Τζον αποτέλεσε ερμηνευτικά τον πιο συγκρατημένο πόλο, τη φωνή της λογικής, τον σύζυγο που τη στηρίζει μεν αλλά αποστασιοποιημένα, χωρίς ουσιαστική εναρμόνιση με τον διακαή της πόθο. Προσπάθησε να κρατήσει κάποιο μέτρο και τα κατάφερε αρκετά καλά προσδίδοντας «νεύρο» στην ερμηνεία του προς το τέλος.
Η Ασπασία Κράλλη ήταν απολαυστική στο ρόλο της ψυχρής μάνας που ποτέ δεν ήθελε στην πραγματικότητα να αποκτήσει παιδιά. Ήταν η περισσότερο εναρμονισμένη με τις επιταγές του κειμένου ερμηνεία.
Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα συνέβαλαν στην ανάδειξη του σκηνικού και τη διαμόρφωση των συνθηκών του έργου.
Δε μας άρεσε (-):
Το ίδιο το έργο του Στόουν που προσεγγίζει εντελώς στερεοτυπικά όλους τους ήρωες, δε δικαιολογεί καμία συμπεριφορά κι όταν το κάνει είναι πρόχειρο και επιδερμικό. Μέσα από Εκείνη υποστηρίζει πως η γυναίκα όσο επιτυχημένη και να είναι, η ολοκλήρωσή της έρχεται μέσα από την μητρότητα , γιατί αυτό της ορίζει η φύση;( τελευταίες έρευνες αναιρούν την ύπαρξη του περιβόητου βιολογικού ρολογιού), ενώ ο άντρας είναι ο ουσιαστικά ασυμβίβαστος που αρνείται να υποταχτεί στα κοινωνικά πρότυπα( που ο ίδιος τα έχει δημιουργήσει) κι αν υποχωρεί το κάνει από «αγάπη» για τη γυναίκα του. Ο Στόουν προσπαθεί να πει πολλά και δε λέει τίποτα. Αν κατάφερνε να αναδείξει το πόσο μετέωρη και ηθικά μπερδεμένη νιώθει μια σύγχρονη γυναίκα μπροστά στο ερώτημα αν η επιθυμία απόκτησης παιδιού είναι όντως δική της ή της επιβάλλεται από το κατεστημένο στα πλαίσια της κανονικότητας , θα μιλούσαμε για έργο ουσίας.
Οι πρώτες σκηνές που ήταν αμήχανες και άνευρες.
Οι ερμηνείες των υπόλοιπων ηθοποιών. Η Τατιάνα-Άννα Πίττα (Μαίρη) ήταν υποτονική. Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης (Βίκτορ) σχεδόν αδιάφορος και η Μαριάννα-Ζωή Μαριγώνη (Ντες) διαφάνηκε πως μπορούσε καλύτερα καθώς είχε στιγμές φυσικότητας.
Η Μαρία Κίτσου είναι αναμφισβήτητα μία ηθοποιός αξιώσεων κι όπως αναφέραμε και παραπάνω απέδωσε τον ρόλο με κάθε της κύτταρο. Στις σκηνές όμως όπου δεν υπήρχε ένταση και κρεσέντο της έλειπε η φυσικότητα. Η ερμηνεία της ήταν ένα τσουνάμι συναισθημάτων που συγκρούστηκε μετωπικά με το όλο ύφος του κειμένου του Στόουν που δεν τη στήριζε. Επίσης σε κάποια σημεία η εκφορά του λόγου είχε πρόβλημα με αποτέλεσμα κάποιες ατάκες να μη φτάνουν στην πλατεία.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος προσπάθησε να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ κοινού και έργου επιμένοντας στην συναισθηματική προσέγγιση και την εσωτερική κινητοποίηση των ηρώων που όμως προσέκρουσε στην ίδια την ιδέα του Στόουν και την ιδιαιτερότητα της γραφής του.
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση σύγχρονη με μια σκηνοθεσία που προσπάθησε να θίξει καίρια και διαχρονικά θέματα ερχόμενη σε δραματουργική σύγκρουση με το «ρηχό» κείμενο με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Σκηνικά που είχαν νόημα κι έδωσαν πόντους στην όλη προσπάθεια και μια καθηλωτική Μαρία Κίτσου που δεν άφησε κανέναν θεατή ασυγκίνητο μπροστά στον σπαραγμό της. Παρά τις αδυναμίες λοιπόν η γενική εντύπωση είναι σίγουρα θετική.
Βαθμολογία:
6,3/10
ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ
«Γέρμα» του Σάιμον Στόουν. Τελευταίες παραστάσεις έως 18/02
Όπως και στο έργο του Λόρκα, ο κόσμος τους δοκιμάζεται και διαλύεται, λόγω της ατεκνίας. Η σχέση του ζευγαριού φθείρεται σταδιακά, ενώ παρακολουθούμε την εμμονή της ηρωίδας να αποκτήσει παιδί, τις εξωσωματικές να αποτυγχάνουν διαρκώς και τον σύζυγο να αδυνατεί να παρακολουθήσει τον αδιέξοδο αυτόν αγώνα. Στο σημερινό Λονδίνο, η ηρωίδα εσωτερικεύει την εμμονή της μητρότητας σε σύγκρουση με το περιβάλλον της, σε σημείο να καταστρέψει την ψυχική της υγεία, την καριέρα της, τη ζωή της.
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Ερμηνεύουν: Μαρία Κίτσου, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Ασπασία Κράλλη, Τατιάνα Πίττα, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης, Μαριάννα Μαριγώνη.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:00 (έως 18/02)
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.