«Οι Σοφολογιότατες» + «Διπλή Απιστία» = Διπλή Αστοχία, από την Θεατρική Ομάδα Ενηλίκων του Δήμου Πυλαίας. Γράφει ο Α. Ψαλτόπουλος.
“Οι Σοφολογιότατες” είναι το προτελευταίο έργο του Μολιέρου (1622-1673). Η πρώτη παράσταση δόθηκε στο Palais Royal το 1672. Με αφορμή την αντιδικία του με τον αββά Κοτέν, ποιητή, κοσμικό μοναχό, που περιφρονούσε τους θεατρικούς ποιητές αλλά ήταν περιζήτητος στα κοσμικά σαλόνια της εποχής, ο Μολιέρος γράφει μια καυστική κωμωδία.
Μεταμορφώνει τον Κοτέν σε Τρισοτέν, δηλαδή τρεις φορές ηλίθιος, και σατιρίζει στο πρόσωπό του όλους τους γελοίους ποιητές και προικοθήρες, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στις κυρίες της αριστοκρατίας και τις πλούσιες αστές της εποχής. Ο Κριζάλ, Γάλλος μεγαλοαστός, είναι παντρεμένος με την αυταρχική Φιλαμίντ, η οποία μαζί με την μεγαλύτερή της κόρη, την Αρμάντ και την κουνιάδα της Μπελίζ, λατρεύουν με πάθος τα γράμματα και τις επιστήμες. Η Ενριέτ, η πιο μικρή και προσγειωμένη κόρη τους, είναι ερωτευμένη με τον Κλειτάντρ.
Μάταια προσπαθεί να πείσει τη μητέρα της να δώσει την συγκατάθεσή της στο γάμος τους, η οποία σχεδιάζει να την παντρέψει με έναν δήθεν σοφό και προικοθήρα, τον Τρισοτέν. Αρωγοί στην προσπάθεια της Ενριέτ είναι ο πατέρας της και ο αδελφός του και θείος της, ο Αρίστ, οι οποίοι μαζί με την υπηρέτρια του σπιτιού Μαρτίν, καταφέρνουν στο τέλος του έργου να ξεσκεπάσουν την παλιανθρωπιά και την ιδιοτέλεια του Τρισοτέν και να παντρέψουν το ερωτευμένο ζευγάρι.
.
Γραμμένες το 1672, μόλις ένα χρόνο πριν από το κύκνειο έργο του, το «Κατά φαντασίαν ασθενής», οι «Σοφολογιότατες» αποτελούν στη Γαλλία, μαζί με τον «Ταρτούφο» και τον «Φιλάργυρο», ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του Μολιέρου που επιπλέον τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα προσφιλές και στην Κομεντί Φρανσέζ (Εθνικό Θέατρο Γαλλίας).
Στη χώρα μας όμως είναι σχεδόν άγνωστο ή ελάχιστα γνωστό. Το 1998 ανεβαίνει από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη και σε μετάφραση έμμετρου λόγου, όπως είναι γραμμένο και το πρωτότυπο έργο, του Ανδρέα Στάϊκου, σε μια νεωτεριστική παράσταση για την οποία ο ίδιος ο Λαζάνης δήλωνε:
«είναι μια σάτιρα θα έλεγα περισσότερο των ψευτοδιανοουμένων της εποχής του Μολιέρου. Μια σάτιρα που καυτηριάζει την επιτήδευση ενός κύκλου γυναικών και των προσφιλών τους “σοφών” και που με στοιχεία της Κομέντια ντελ Αρτε που ο συγγραφέας κουβαλά ακόμη μέσα του και με την έντονη κινητικότητα του λόγου – γιατί Μολιέρος δεν είναι καθόλου στατικός – προκαλεί άφθονο γέλιο».
.
Η ιστορία που άρχισε, λοιπόν, αιώνες πριν από τον μεγάλο γάλλο δημιουργό συνεχίζεται ως τις μέρες μας, αφού πάντα υπάρχουν άνθρωποι που πασαλείβουν γνώσεις, τις καταπίνουν αμάσητες και τις ξερνάνε σε κοινωνικές συναθροίσεις, νομίζοντας ότι έτσι εξασφαλίζουν διακεκριμένη θέση στο πάνθεον των πνευματικών ταγών. Συμπερασματικά, “Οι σοφολογιότατες” είναι μια σπουδή και ταυτόχρονα καταγγελία των νεόκοπων του πνεύματος, που έχουν στο κεφάλι τους έναν πολτό από κακοχωνεμένες γνώσεις, συλλεγμένες ένας Θεός ξέρει από πού, τις οποίες προβάλλουν με λάθος τρόπο και σε λάθος χρόνο. Σ’ ένα τέτοιο έργο, ο Λόγος είναι το Α και το Ω της παράστασης. Άλλωστε η μητέρα Φιλαμίντ διώχνει (προσωρινά) την υπηρέτρια τους Μαρτίν, γιατί «εγκληματεί» μη χρησιμοποιώντας σωστά την Γραμματική στον λόγο της. Θυμηθείτε και την χρόνια παρελθούσα διαμάχη, στην χώρα μας, μεταξύ Καθαρευουσιάνων και «Μαλιαρών» (Δημοτικιστών). Μια πλάγια, πονηρή, όσο και καίρια καταγγελία, είναι αυτή της διαμάχης ανάμεσα σ’ αυτούς που πιστεύουν υποκριτικά πως ο Έρωτας πρέπει να είναι μόνο Πλατωνικός (Αρμάντ, Μπελίζ) και σ΄ αυτούς που πιστεύουν πως πρέπει να είναι και σαρκικός ( Ενριέτ, Κλιτάντρ), γιατί κόντρα στα Χριστιανικά διδάγματα, περί εγκράτειας και επικυριαρχίας του Πνεύματος, ο Μολιέρος πίστευε, και το απέδειξε κι έμπρακτα στη ζωή του, ότι το Σώμα είναι κι αυτό Θείο Δώρο και άρα πρέπει να υπακούμε στις επιταγές του.
.
Κανέναν από τους ανωτέρω προβληματισμούς δεν διαβλέψαμε στην παράσταση που παρουσίασε η Ερασιτεχνική Ομάδα Θεάτρου ( Β΄Τμήμα) του Δήμου Πυλαίας, στο Υπαίθριο Πέτρινο Θέατρο, σε Σκηνοθεσία του Δημήτρη Σπορίδη και σε Μετάφραση (2010) του πρόωρα χαμένου Ερρίκου Μπελιέ. Ολίγον, όμως φαίνεται πως ενδιέφερε η μετάφραση. Το κείμενο που παίχτηκε γεμάτο περικοπές και συλλογιστικά άλματα, ελάχιστα εκόπτετο για τον Λόγο, του σημαντικότερου ίσως Γάλλου Θεατρικού. Σ’ ένα υποτυπώδες σκηνικό, με βιβλία και με άσχετα για την περίσταση κουκλάκια, μ’ έναν καθρέφτη στο βάθος που ίσως κάτι ήθελε να σηματοδοτήσει, αλλά λόγω μεγέθους και ανύπαρκτων φωτισμών δεν σηματοδοτούσε τίποτα, με μια φοβερή ενδυματολογική ανομοιογένεια – από sixties (Ενριέτ) μέχρι υποψία Εποχής – οι ηθοποιοί ανά τρεις ή τέσσερεις, πλειστάκις σε μετωπική ως προς το κοινό ευθύγραμμη παράταξη (όπως στην επιθεώρηση) επιδόθηκαν με σθένος και με διαφαινόμενο ταλέντο σε μια Ελληνοφέρνουσα γκροτέσκα φαρσοκωμωδία. Και σε στιγμές μας έκαναν να γελάσουμε. Προβληματιστήκαμε, όμως ; Ιδού το ερώτημα. Μεγαλύτερο ατόπημα η μετατροπή του Κλιτάντρ (που είναι ο πιο θετικός χαρακτήρας του έργου), σε ατσούμπαλο μπούφο. Μεγαλύτερο πλεονέκτημα πως καταλάβαμε όλοι από πού εμπνεύστηκε ο Δημήτρης Ψαθάς τον δικό του ποιητή Φανφάρα, στο «Ξύπνα Βασίλη». Από τον Τρισοτέν.
Ο Πιερ Καρλέ ντε Σαμπλαίν ντε Μαριβώ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 Φεβρουαρίου 1688 και πέθανε στο Παρίσι, στις 12 Φεβρουαρίου του 1763. Ακολουθώντας τα ίχνη του πατέρα του άρχισε να σπουδάζει νομική, αλλά στα είκοσι γράφει ήδη το πρώτο του έργο : Ο δίκαιος και συνετός πατέρας. Γνωρίζει την πρώτη θεατρική του επιτυχία, το 1720, με το έργο του «Ο Αρλεκίνος εξημερωμένος από τον Έρωτα», επιτυχία που συνεχίστηκε με την κωμωδία «Η έκπληξη του Έρωτα» για να γνωρίσει τον θρίαμβο ένα χρόνο αργότερα με την «Διπλή Αστάθεια» (ο σωστός τίτλος του έργου) (1723) που ανακριβώς καθιερώθηκε στα Ελληνικά σαν «Διπλή Απιστία». Ακολούθησαν τα έργα: Το νησί των σκλάβων (1725), Το παιχνίδι του έρωτα και της τύχης (1730), Ο θρίαμβος του έρωτα (πολυπαιγμένο στην Ελλάδα έργο, γραμμένο το 1732), Η κληρονομιά (1736), Οι Ψευδοεξομολογήσεις (1737), Η φιλονικία (1744), Οι Καλόπιστοι Θεατρίνοι (1757) και καμιά τριανταριά άλλα.
,
Η «μεταφυσική του έρωτα» είναι το θέμα των έργων του Μαριβώ. H ανθρώπινη καρδιά έχει, κι αυτή, τη μαγειρική της, μια cuisine de garnitures που προκαθορίζουν την έκβαση των συναισθημάτων. Το πυκνό δίχτυ των λέξεων (το bavardage [φλυαρία]που μετονομάστηκε –όχι άδικα– σε marivaudage), η παρανόηση, η ανεξακρίβωτη υπόθεση που γίνεται βάση για μια τεράστια παρεξήγηση, ενέργειες συναισθηματικά κινούμενες που υποκρύπτουν ανομολόγητους πόθους και μεγάλο ποσοστό ανελευθερίας και κοινωνικής υποκρισίας, καταλαμβάνουν το κέντρο στο έργο του Μαριβώ. Κάποιες πληροφορίες δήθεν μυστικές που αποκαλύπτονται, αβάσιμες φήμες που υποδύονται τον μανδύα της βεβαιότητας, μισόλογα που ψιθυρίζονται την κατάλληλη στιγμή στο ευήκοον ους, εμβληματική δράση που άγεται και φέρεται από τη ρητορική των εντυπώσεων, να τα κύρια γνωρίσματα του σπουδαίου αυτού είδους θεάτρου. Πίσω από τις παγερές μάσκες και εγκλωβισμένες στους ασφυκτικούς ενδυματολογικούς κώδικες της εποχής, βρίσκονται ψυχές που πάλλουν και περιμένουν να παραδεχτούν τον Έρωτα που με την επαναστατική του δύναμη θα τους οδηγήσει στην ανατροπή των κοινωνικών συμβάσεων. Απαρχές του Ψυχολογικού Θεάτρου κι επικέντρωση στο Εσωτερικό Τοπίο. Να γιατί ο Μαριβώ θεωρείται από πολλούς ο Πρόδρομος του Ρομαντισμού και του Μοντέρνου Θεάτρου. Έτσι κι εδώ, όπως και στον Μολιέρο έναν αιώνα πιο πριν, ο Λόγος κυριαρχεί σαν Δράση. Ένας Λόγος ιδιαίτερα καλλιεπής, έτσι που όχι άδικα ο Μαριβώ θεωρήθηκε ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του Ροκοκό, μια μοναδική περίπτωση θεατρικού συγγραφέα που δεν άφησε απογόνους, ούτε άξιους μιμητές, εκτός ίσως από την προσπάθεια του Εντμόντ Ροστάν με το σημαδιακό του έργο «Δεν παίζουν με τον Έρωτα». Στον Μαριβώ τα εμπόδια στην πραγμάτωση του έρωτα δεν είναι εξωτερικά, όπως συμβαίνει, λ.χ., στον Μολιέρο, ούτε αξεπέραστα. Κάποια βαθειά ριζωμένη προκατάληψη, μια εμμονή, προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες, δεσμεύσεις και διαψεύσεις, και προπάντων η δυσκολία των ηρώων του Μαριβώ να παραδεχτούν μεγαλόφωνα πως είναι ερωτευμένοι. Γιατί τότε είναι αναγκασμένοι να Δράσουν, όχι μόνο με Λόγια αλλά και με Πράξεις. Αυτή η συνεχής –εκ των έσω εκπορευόμενη– άρνηση, αυτός ο συνεχής δισταγμός και η παλινδρόμηση παράγουν την ατμόσφαιρα του έργου, που είναι μοναδική. Που επιβάλλει μια Δυναμική Ακινησία επί σκηνής, μεταφρασμένη από μεριά του Θεατή σε αγωνία (suspense) για την τελική έκβαση της υπόθεσης. «Χωρίς το κέντρισμα του έρωτα και της ευχαρίστησης, η καρδιά του ανθρώπου είναι η προσωποποίηση της παράλυσης. Είμαστε σαν τα λιμνάζοντα, κοιμισμένα νερά, που περιμένουν κάποιος να τα ταράξει για να ταραχθούν και ν’ αποκτήσουν ζωή.» (Μαριβώ, «Η Έκπληξη του Έρωτα», Πράξη 1η, Σκηνή 2η).
Όλα αυτά υπάρχουν στην «Διπλή Αστάθεια» ή «Διπλή Απιστία». Η Σύλβια, ωραία χωριατοπούλα, είναι απόλυτα ερωτευμένη και λογοδοσμένη με τον χωρικό Αρλεκίνο, που επίσης είναι απόλυτα ερωτευμένος μαζί της. Ο Πρίγκιπας, όμως, που συνάντησε τυχαία την Σύλβια και της συστήθηκε σαν απλός αξιωματικός, την ερωτεύθηκε παράφορα και θέλει να την παντρευτεί. Την απαγάγει, λοιπόν, στο παλάτι του, όπου καταφθάνει και ο Αρλεκίνος για να διεκδικήσει πίσω την αγαπημένη του. Τον γόρδιο δεσμό αναλαμβάνει να λύσει η πανέξυπνη και γοητευτική Φλαμίνια, στην υπηρεσία του Πρίγκιπα, μαζί με την προκλητική και σαφώς λιγότερο έξυπνη αδελφή της, Λιζέτ. Έτσι, λόγο το λόγο και παραμύθιασμα στο παραμύθιασμα τα δυο απόλυτα υποχωρούν, αλλά οι δυο πρώην ερωτευμένοι δεν τολμούν να παραδεχτούν πως το ερωτικό τους ενδιαφέρον έχει πλέον μεταφερθεί προς άλλο πρόσωπο. Θα χρειασθούν το πρόσχημα της επέμβασης της Αμείλικτης Εξουσίας, για να απελευθερωθούν από τις μεταξύ τους δεσμεύσεις και να κρατήσουν και τα προσχήματα. Με απίστευτη μαστοριά , κρατώντας κομψά χειρουργικό νυστέρι ο Μαριβώ, στο έργο αυτό, καταλύει σαρκαστικά τον «μύθο» του Αιώνιου Έρωτα.
Το έργο παρουσίασε η Ερασιτεχνική Ομάδα Θεάτρου ( Α΄ Τμήμα) του Δήμου Πυλαίας, στο Υπαίθριο Πέτρινο Θέατρο, σε Σκηνοθεσία του Δημήτρη Σπορίδη. Εύλογα γεννιέται, πρώτα-πρώτα η απορία γιατί επιλέχτηκε ένα δύσκολο έργο 6 ατόμων για να παρουσιαστεί από μία ομάδα 19 ατόμων. Έτσι είχαμε 6 Σύλβιες, 3 Λιζέτες (με ενδυματολογική παραπομπή σε καμπαρετζούδες), 5 Φλαμίνιες, 1 Πρίγκιπα (ευτυχώς), 2 υπηρέτες Τριβελίνους και 2 Αρλεκίνους. Αυτοί, μάλιστα, οι 2 τελευταίοι ρόλοι βγαλμένοι απ’ ευθείας από την Κομέντια ντελ’ Άρτε. Μόνο που ενδυματολογικά και κινησιολογικά καθόλου δεν παρέπεμπαν σ’ αυτό το συγκεκριμένο είδος θεάτρου. Η πολυδιάσπαση των ρόλων, – με εξαίρεση τον Πρίγκιπα (Αλμπέρτο Σέβι) που είχε την πολυτέλεια ν’ αντιμετωπίσει συνολικά τον ρόλο του – φυσικό ήταν να οδηγήσει σε πολυδιάσπαση του δραματολογικού ιστού. Έτσι που το έργο να φαντάζει βαρετό και ανούσιο. Που κάθε άλλο παρά τέτοιο είναι. Γιατί, αν στον Μολιέρο επετεύχθη κάποια ερμηνευτική ομοιογένεια, εδώ κάτι παρόμοιο ήταν αδύνατο. Π.χ. Πώς να συμβαδίσει η αφοπλιστική Ελληνική κωμική αφέλεια του Κώστα Τζούρτζια (Αρλεκίνος), με τις αβοήθητες προσπάθειες του Αντώνη Τζέλλου (Αρλεκίνος) να ενσωματώσει, και πολύ σωστά, κάποιες από τις τεχνικές της Κομέντια ντελ’ Άρτε στην ερμηνεία του; Έτσι σ’ ένα σχεδόν ανύπαρκτο σκηνικό όπου δέσποζαν 2 άχρηστα παραβάν, ένας πολυκαιρισμένος και πολυχρησιμοποιημένος εκκλησιαστικός διάδρομος, 2 κλασικές ελάχιστα χρησιμοποιημένες καρέκλες και ένα παντελώς άχρηστο μεταλλικό stand για κρεμάστρες ρούχων, που υποτίθεται όλα αυτά είναι το Παλάτι του Πρίγκιπα, κινήθηκαν κατά μόνας οι ηθοποιοί (πλειστάκις σε γραμμική μετωπική παράταξη ως προς τους θεατές, κατά το σύνηθες του Σκηνοθέτη) και ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Και από Μαριβώ, ούτε μυρωδιά ! Κρίμα.
.
Το έχουμε γράψει και παλιότερα, αλλά θα το επαναλάβουμε και τώρα. Σε όλους αυτούς, που αποκαλούνται ερασιτέχνες ηθοποιοί, εμείς οι επαγγελματίες, οφείλουμε άπειρο σεβασμό, γιατί αποδεικνύουν περίτρανα την Δύναμη που κρύβει μέσα του το Θέατρο και το «υποκρίνεσθαι» και γιατί, επιπρόσθετα, θυσιάζουν τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο τους για να υπηρετήσουν την ευγενική και κατ’ εξοχήν αυτή Ελληνική Τέχνη, αφιλοκερδώς. Όταν, όμως, καταπιάνονται με Κορυφαίους Συγγραφείς και Έργα, οφείλουν να το κάνουν με περίσκεψη, σε βάθος μελέτη και σεβασμό ως προς το αντικείμενό τους. Και όχι μόνο για προσωπική εκτόνωση ή για να αποσπάσουν τον έπαινο και τα κολακευτικά σχόλια, από συγγενείς , φίλους και τους συμπαίκτες τους. Αλλιώς φλερτάρουν με την Ύβρη. Ο αυτοθαυμασμός, η εκ του πονηρού κολακεία και ο αυτοέπαινος δεν βοήθησε ποτέ κανένα. Μόνο ψευδαισθήσεις δημιουργεί.
Η Ομάδα Θεάτρου Πυλαίας, με την καθοδήγηση χρόνων από τον Κώστα Χαλκιά, την Όλγα Αλεξανδροπούλου, και πέρσι με τις «3 Αδελφές» του Τσέχωφ και το πολυμορφικό «Στούντιο 15», απέδειξε πλειστάκις πως είναι μια ισχυρή ερασιτεχνική θεατρική δύναμη της Πόλης μας, λίγο απέχουσας από τον καθαρό επαγγελματισμό. Το φετινό διπλό ατόπημα, αποτελεί μια κραυγαλέα απόδειξη του «πίσω ολοταχώς». Ποιος φταίει; Ας αναρωτηθούν οι Υπεύθυνοι. Αν ενδιαφέρονται πραγματικά.
Φωτογραφικό υλικό