«Όχι αθώος πια»: Μια πρωτότυπη ιδέα που χαντακώθηκε από τους ίδιους. Είδαμε και σχολιάζουμε…
Όντως, την ιδέα στην οποία στηρίχτηκε η παράσταση, θα την χαρακτηρίζαμε καινοτόμα και δίκαια οι συντελεστές της κατατάσσουν την παράσταση στο «θέατρο επινόησης». Τίτλος της «Όχι αθώος πια» και την παρακολουθήσαμε στο θέατρο Μ. Μερκούρη ω;ς τέταρτη στη σειρά «Θεατρική Συνάντηση», από την ομάδα Happy End και σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη. Όπου η πλειοψηφία του νεανικού κοινού ήταν εμφανής και βέβαια απολύτως… λογική. Διότι το έργο «δημιουργήθηκε» με την ενεργό συμμετοχή εφήβων και πραγματεύεται όλα τα «δικά» τους, στην πιο κρίσιμη υπαρξιακά καμπή της ζωής τους…
Πώς προέκυψε η δημιουργική εμπλοκή τους; Μέσα από συνεντεύξεις, εργαστήρια και ένα ειδικά διαμορφωμένο blog, όπου οι έφηβοι καλούνταν να μοιραστούν οποιοδήποτε ερέθισμα: σκέψεις, στίχους, όνειρα, αγωνίες, φόβους, αγαπημένες μουσικές, λογοτεχνία… Στη συνέχεια η θεατρική ομάδα επιμελήθηκε όλο αυτό το υλικό, του έδωσε φόρμα και το αξιοποίησε με την μορφή μιας παράστασης. Της οποίας το στίγμα δίνεται εύστοχα στο σημείωμα της ομάδας, μέσα από ερωτήματα/ προβληματισμούς που δεν περιμένουν απαραίτητα… απαντήσεις: «Τί σημαίνει να είσαι έφηβος σήμερα; Πώς είναι να αποχαιρετάς την παιδική αθωότητα και να εισέρχεσαι στον κόσμο των μεγάλων; Εάν έγραφες ένα γράμμα στους γονείς σου, πώς θα τους έλεγες αυτά που ήδη ξέρουν και κάνουν πως δεν ακούν; Τί επιστολή θα έγραφες στον έρωτα; Στην πλήξη; Στο θυμό; Στο φόβο; Στον ίδιο σου τον εαυτό;…».
Πάνω σε αυτόν τον θεματικό καμβά λοιπόν στήθηκε μια παράσταση 60 λεπτών από 5 νεανικά πρόσωπα, που μοιράστηκαν με το κοινό τον «κόσμο των εφήβων», όπως αυτός καταγράφηκε από τους ίδιους… συνήθεις καταστάσεις στην οικογένεια, σχέσεις με γονιούς, τσακωμοί και αντιδικίες, σχέσεις με φίλους, κοινωνικοί προβληματισμοί, αποκαλύψεις στο κατώφλι του έρωτα, βαθύτερες αναζητήσεις… με παρόντα συχνά έναν μεγάλο θυμό, γιατί… «άσε ήσυχο το θυμό μου, εγώ τον αγαπώ!» Αλλά και δόσεις συγκίνησης για όλα τα μικρά και μεγάλα «μυστικά» μιας εφηβικής ψυχής που παλεύει να ισορροπήσει στο μεταίχμιο δύο κόσμων: του παιδιού που αφήνει και του ενήλικα που εισέρχεται. Μια ψυχή που ψάχνει στίγμα σε άγνωστο πεδίο, φορτωμένη γονικές παραινέσεις στα όρια της καταπίεσης. Με όλο τον δίκαιο και απόλυτα ερμηνεύσιμο θυμό που κουβαλά, αλλά ταυτόχρονα με δόσεις παρορμητικού χιούμορ και απαραίτητου κυνισμού. Αυτό το «πάζλ» που μέχρι τώρα έφτιαξε με τη βοήθεια του γονιού, ΠΡΕΠΕΙ οπωσδήποτε να το αποδομήσει και με τα κομμάτια του να φτιάξει ένα καινούργιο, δικό του, χωρίς βοήθεια…
Ως πιο σημαντικό θετικό (+) στοχείο της παράστασης, θεωρούμε τη βασική ιδέα που την ενέμπνευσε:
– Με την έννοια ότι το να παρέχεις καλλιτεχνικό βήμα, όποιο κι αν είναι αυτό, σε νέα παιδιά/ εφήβους, μόνο ως θετικό μπορεί να καταχωρηθεί, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Και μόνο το γεγονός ότι τους δίνεις πρόσβαση να εκφραστούν ελεύθερα και δημιουργικά, να μοιραστούν, να επικοινωνήσουν, να καλλιεργήσουν τη σκέψη ή τις δεξιότητές τους και το σημαντικότερο, ότι τους δίνεις ΣΤΟΧΟ, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί άριστη πρωτοβουλία. Επιπλέον είναι σίγουρο ότι η εμπλοκή τους θα δώσει «πρωτογενές υλικό», ακατέργαστο μεν, αλλά ανόθευτο κι αυθόρμητο, ως πολύ καλή πρώτη ύλη.
– Όσον αφορά στον τρόπο που η ιδέα πήρε σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή, διακρίναμε κάποια θετικά στοιχεία, αλλά και σημαντικά αρνητικά για τα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη δυσκολία στο να δώσεις… «σχήμα στο χάος», να ΕΠΙΝΟΗΣΕΙΣ κυριολεκτικά μια παράσταση από το πουθενά, ομολογούμε ότι το αποτέλεσμα σκηνοθετικά… το πάλεψε σχετικά αξιοπρεπώς. Με κάποιες φρέσκιες ιδέες, με συνεχή ροή, έντονη κινησιολογία, παιχνίδια με τους φωτισμούς, εναλλαγές οπτικού υλικού και τραγουδιών. Εύστοχη η επιλογή του «ψιθύρου» για τις βαθιές, εσωτερικές σκέψεις, ως ένα είδος «ιερής» εξομολόγησης, τονίζοντας την αντίθεση με τις κραυγές ολόγυρα, τους τσακωμούς. Από άποψη υποκριτικής, κάποιοι ξεχώρισαν με την άνεσή τους και σε άλλους έλλειπε η επάρκεια, ενώ ΔΕΝ θα έπρεπε να τραγουδούν χωρίς στοιχειώδη καλλιέργεια της φωνής.
Ωστόσο υπήρξαν σοβαρές αδυναμίες (-) που αδίκησαν την ιδέα και κούρασαν τον θεατή:
– Κατά πρώτον βέβαια η επιλογή/ συρραφή/ επεξεργασία των κειμένων που οδήγησε τελικά σε… «μη κείμενο» βάσης ώστε να πατήσει γερά η παράσταση. Σκέψεις, λόγια, επιστολές ή καταστάσεις εντελώς σκόρπιες και άτακτες, χωρίς ειρμό ή σύνδεση, πεσμένα στη σκηνή σαν στιγμιαία πυροτεχνήματα , χωρις πριν και μετά… Με ελάχιστα σημεία εμπνευσμένα και τα πλείστα εξ αυτών αναλωμένα στα συνήθη στερεότυπα/ κλισέ που συνοδεύουν γενικά «τα περί την εφηβεία». Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι από όλο το υλικό που συγκεντρώθηκε, αυτά ήταν τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα, γιατί θα απογοητευθούμε. Υποθέτουμε ότι κάτι δεν πήγε καλά στην επιλογή και το επιτυχημένο δέσιμο, ώστε να προκύψει «κείμενο παράστασης».
– Όσον αφορά στη σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη, εντοπίσαμε παράλληλα και σημαντικά αρνητικά που έχουν να κάνουν με ένα «στυλιζάρισμα» τεχνητό, ένα επιτούτου τράβηγμα σκηνών ή φτιαχτό στήσιμο κινήσεων, ώστε να υπηρετηθεί ένα σύγχρονο μοντέλο, χωρίς αισθητική, φυσικότητα ή λογική σύνδεση αιτίας/ αποτελέσματος: κάνω «αυτό», γιατί στοχεύω να δώσω «εκείνο». Με συνέπεια μια γενικότερη ασάφεια και μια σύγχυση επί σκηνής όσον αφορά στα εκάστοτε ζητούμενα, είτε επρόκειτο για προβληματισμό, είτε για συναίσθημα. Απόδειξη οι αντιδράσεις γέλιου του κοινού σε στιγμές συγκινητικές με αφορμή π.χ. μια άκαιρη χιουμοριστική ατάκα, ή κάποιες βαθιές σκέψεις που ΔΕΝ «κατέβηκαν» στον θεατή. Επιπλέον κούρασαν οι συχνές επαναλήψεις και μάλιστα στα προφανή, αρκετές έντονες τσιρίδες που δεν πρόσθεσαν κάτι και τέλος η εκνευριστικά μονότονη μουσική. Όσον αφορά στο «διαδραστικό» κλείσιμο, όπου οι ηθοποιοί ανεβάζουν στη σκηνή νέους για έναν ρομαντικό χορό, δεν θα το χαρακτηρίζαμε «γεμάτο φαντασία»…
Καταλήγοντας (=), θα πούμε ότι ΑΝ η συγκεκριμένη παράσταση ακολουθούσε την πρωτοτυπία της ιδέας ΚΑΙ στην υλοποίηση επί σκηνής, θα της άξιζε σίγουρα μια θέση στο θεατρικό γίγνεσθαι λόγω του ενδιαφέροντος εγχειρήματος. Τώρα όμως δεν σου αφήνει δυστυχώς τίποτα…
Βαθμολογία
4 στα 10
Φωτογραφικό υλικό