Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Είναι γεγονός ότι τα έργα που φέρουν την υπογραφή της Λένας Κιτσοπούλου, μπορεί να στηρίζονται από φανατικούς θαυμαστές ή να κατακεραυνώνονται από φανατικούς επικριτές, ωστόσο το μόνο σίγουρο είναι ότι ΔΕΝ θα γνωρίσουν ποτέ την αδιαφορία ή χλιαρή υποδοχή μιας συμβατικής μετριότητας, που για τη συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα ακούγεται σχήμα οξύμωρο… Μια διαπίστωση που μόνο ως επιτυχία μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς τα γραφτά της όχι απλά προκαλούν αίσθηση «ταράζοντας τα νερά», αλλά ενίοτε ακραίες αντιδράσεις με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, κάτι που πολλοί διακαώς θα επιθυμούσαν, προκειμένου να ανασυρθούν από την αφάνεια, έστω κι αν δεχόταν «πετροβόλημα»…
Επί του παρόντος ήταν η παράσταση «Ο Κατάθλας» της Λένας Κιτσοπούλου και σε σκηνοθεσία Νατάσας Παπαμιχαήλ που μας «έγνεφε» με προσμονή και σπεύσαμε στο Θέατρο Αμαλία…
Για να παρακολουθήσουμε τον ιδιότυπο μονόλογο ενός καταθλιπτικού, που «δραπετεύει» από την τακτοποιημένη αστική ζωή του και καταφεύγει στο έρημο πατρικό του σπίτι στο χωριό για να «ηρεμήσει» δίπλα στη φύση και με φόντο την αθωότητα των παιδικών αναμνήσεων… Ωστόσο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, δεν θα καταφέρει να απαλλαγεί από τις επίμονες μαύρες σκέψεις που μόλις βραδιάζει κατακλύζουν το μυαλό του ασφυκτικά προκαλώντας συχνά κρίσεις πανικού, ενώ μόνος μάρτυρας και σύντροφος στο βάσανό του είναι μια… μύγα! Την οποία προσωποποιεί και εμποδίζει τη φυγή της για να έχει «κάποιον» να μοιράζεται την καθημερινότητα ή τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του, που καταλήγουν σε ανατρεπτικά συμπεράσματα για την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, την γονιδιακή εξάρτηση, τον εγκλωβισμό στα πρέπει, τη σωστή ή λάθος στάση ζωής κλπ., για να οδηγηθεί σε ένα απρόβλεπτο φινάλε με έντονο χιούμορ και τελικά γλυκόπικρη γεύση…
Ένα απολαυστικό συνολικά κείμενο (+) με τη χαρακτηριστική «κιτσοπουλέικη» σφραγίδα, έστω κι αν παρακάτω διατυπώσουμε ορισμένες ενστάσεις, που κατά τη γνώμη μας το καθιστούν αμφιλεγόμενο… Εντούτοις είναι και εδώ ευδιάκριτες οι αρετές της συγγραφέως με το δυνατό, δημιουργικό μυαλό και την αιρετική πένα, καθώς η πρόκληση που λατρεύει, δεν απευθύνεται μόνο στα αυτιά μέσω της ακατάσχετης αθυροστομίας ως αυθεντική, ρεαλιστική έκφραση, αλλά κυρίως στο μυαλό προσφέροντας τροφή για σκέψη με τις αντισυμβατικές προσεγγίσεις της… Εν προκειμένω θέτει το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο είναι «υγιής» ή «φυσιολογικός» ο σύγχρονος άνθρωπος με τους φρενήρεις ρυθμούς, τις διαρκείς αγωνίες, την υποταγή στα πρέπει κλπ., ενώ θεωρείται «προβληματικός» ή «καταθλιπτικός» κάποιος που παραιτείται από όλα αυτά κι επιλέγει την ανώδυνη απραξία…Το κάνει δε με τρόπο αιχμηρά σατιρικό και ανατρεπτικά τεκμηριωμένο με λογικά επιχειρήματα που κλονίζουν παγιωμένες αντιλήψεις, ενώ με το απρόβλεπτο εύρημα της «μύγας» αποδομεί ευφάνταστα τη «σημαντικότητα» των στοχασμών… Με συνέπεια ο καταθλιπτικός της ήρωας Λάκης (από το Παντελάκης) να μην υπακούει στα σκοτεινά κλισέ της κατάστασής του, αλλά να παραπέμπει μάλλον σε ιδιόμορφο, δυναμικό «επαναστάτη» που αποκηρύσσει κοινωνικές συμβάσεις με αυτοσαρκασμό και γλώσσα- καταπέλτη…
Η σκηνοθετική απόδοση από την Νατάσα Παπαμιχαήλ ανταποκρίθηκε επιτυχώς στο πνεύμα του μονολόγου– πλην κάποιων παρατηρήσεων στη συνέχεια – προσθέτοντας με τις επιλογές της θεατρικό όγκο σε ένα εγχείρημα βασισμένο σε στατικούς φιλοσοφικούς στοχασμούς, εστιάζοντας ως όφειλε στην ερμηνευτική καθοδήγηση…Την οποία εμπλούτισε με κυμαινόμενες εντάσεις, διαρκή κινητικότητα στη σκηνή, εναλλαγές συναισθημάτων, έντονη κινησιολογία του ηθοποιού με στιγμές άκρως χιουμοριστικές, αποδίδοντας με εύστοχους φωτισμούς και μουσικές επιλογές μια ατμόσφαιρα που όπως ο ήρωας παλινδρομούσε ανάμεσα στο παρήγορο φως της μέρας και το βαρύ σκοτάδι της νύχτας… Επιπλέον ανέδειξε σκηνοθετικά με ευρηματικό τρόπο την παρουσία της «μύγας», ενώ η προσθήκη ενός βωβού προσώπου ντυμένου στα μαύρα και καλυμμένου με μάσκα (Καλλιόπη Καραμάνη) που περιστασιακά έκανε περάσματα στη σκηνή «παρενοχλώντας» (όπως κάνουν οι μύγες) τον ήρωα, ενίσχυσε τη θεατρικότητα, συμβολίζοντας πιθανόν τις μαύρες σκέψεις που δεν τον άφηναν σε ησυχία κι ενίοτε τον περιγελούσαν… Επίσης αποδόθηκε συμβολικά η φύση του χωριού με ένα «λουλουδάτο» πλαίσιο σαν παράθυρο, σε ένα λιτό σκηνικό με στοιχειώδη έπιπλα…
Ερχόμενοι στην ερμηνεία του Αλέξανδρου Τσώτση, θα την χαρακτηρίζαμε οπωσδήποτε δυνατή, χάρις στο εμφανές ταλέντο, τις ποικίλες εντάσεις και μεταπτώσεις, την πλήρη προσήλωση, τα εξαιρετικά δουλεμένα εκφραστικά μέσα με λεπτομέρειες, την ερμηνευτική γκάμα από το δράμα στην κωμωδία με πηγαίο χιούμορ που στην τελευταία σκηνή με την εντυπωσιακή, αστεία κινησιολογία κέρδισε τις εντυπώσεις… Ένας προικισμένος ηθοποιός με δυνατότητες και πληθωρική ενέργεια, που απλά οφείλει να δουλέψει το κομμάτι «αυτοέλεγχος» περιορίζοντας κάπως την υπερβολή για πιο εσωτερική και «δομημένη» ερμηνεία, που εδώ θα του πρόσθετε πόντους…
Κάποιες παρατηρήσεις επί του συνόλου (- ) είναι αναπόφευκτες, ξεκινώντας από το κείμενο, που αρχικά στο πρώτο του μισό έμοιαζε χαοτικό με φλύαρες φιλοσοφίες περί «γονιδίων» και ανατομίας άνευ ιδιαίτερης ουσίας και ασύνδετες με όσα ακολουθούσαν… επιπλέον το ψυχογράφημα του ήρωα δεν διέθετε καθαρή ταυτότητα ούτε σαφές στίγμα «καταθλιπτικού» σύμφωνα με τον τίτλο, παραπαίοντας ανάμεσα στην άρνηση, την παραίτηση, την έντονη αντίδραση, τον σαρκασμό, τη διακωμώδηση, ενώ βρήκαμε αρκετά τραβηγμένη άνευ λόγου (πέραν της πρόκλησης) τη βωμολοχία… Από σκηνοθετική και ερμηνευτική άποψη, θεωρούμε ότι υπήρξαν αρκετές στιγμές υπερβολής με παραπανίσιες κραυγές, ξεσπάσματα, πλεονάζουσα ενέργεια – ασύμβατα με την υποτιθέμενη συνθήκη κατάθλιψης – με συνέπεια να αυτοαναιρείται ο ψυχισμός του χαρακτήρα και να καθίσταται απροσδιόριστος, ενώ το φινάλε άφησε ερωτηματικά…
Εν κατακλείδι (=) και παρά τις όποιες διαφωνίες μας, βρίσκουμε πάντα ενδιαφέρουσα την πένα της Λ. Κιτσοπούλου- έστω κι αν τείνει να επαναλαμβάνει ένα σταθερό μοτίβο «καταγγελίας – αποδόμησης»- και εν προκειμένω απολαύσαμε μια καλοστημένη παράσταση με πληθωρική ερμηνεία, που μας γέννησε σκέψεις…
Βαθμολογία: 6,2 /10