Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η κωμωδία ο «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου αποτελεί το τελευταίο, το ύστατο έργο του δραματουργού, ηθοποιού και συγγραφέως, που ανέβηκε για πρώτη φορά στις 10 Φεβρουαρίου το 1673. Μία εβδομάδα, και μετά από τέσσερις παραστάσεις, ο Μολιέρος ερμηνεύοντας τον χαρακτήρα του κατά φαντασίαν ασθενή, «Αργκάν», θα πεθάνει από την ασθένεια που πραγματικά είχε, δίνοντας μία διαχρονική τραγική ειρωνεία στο έργο που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Έκτοτε, ο «κατά φαντασίαν ασθενής» ανέβηκε αμέτρητες φορές, από αναρίθμητους θιάσους ανά τα χρόνια που ακολούθησαν.
Σήμερα, θα δούμε με ποιον τρόπο μεταφέρθηκε το καθολικό έργο από την έμπειρη ομάδα του Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια σε παραγωγή «Τεχνηχώρος».
Πρόκειται για την ιστορία του επιφυλακτικού αριστοκράτη Αργκάν, ο οποίος έχει την ανάγκη να «πάσχει» από κάτι. Δεν μπορεί να εξηγήσει την εμμονή του σε αυτή τη θέση και αισθάνεται μονίμως αδύναμος, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Οι άνθρωποι γύρω του αγανακτούν μαζί του, αφού γνωρίζουν ότι χαίρει άκρας υγείας. Υπάρχουν όμως και αυτοί, οι οποίοι ενισχύουν και σιγοντάρουν τη φοβία του Αργκάν. Φαρμακοποιοί, γιατροί, δεύτερη σύζυγος, όλοι όσοι έχουν να αποκομίσουν κέρδη από την έκρυθμη κατάσταση του Αργκάν. Θα καταφέρει να ξεπεράσει τις αναστολές και τις φοβίες του και να ενδιαφερθεί για σημαντικά ζητήματα, όπως ο γάμος της κόρης του ή θα ασθενήσει πραγματικά τελικά; Ο Αιμίλιος Χειλάκης φαίνεται να έχει την απάντηση!
Επί τω έργω:
Ο Αιμίλιος Χειλάκης με τον καλό του φίλο και συνεργάτη Μανώλη Δούνια καταπιάνονται για τρίτη φορά με το έργο του Μολιέρου. Με τις επιτυχίες του «Δον Ζουάν» (2009) και του «Ταρτούφου» (2016), οι δύο τους κλείνουν την ιδιόμορφη τριλογία με ηχηρό κρότο, αλλά και με υπόσχεση για τη μελλοντική ενασχόληση τους με το μολιερικό σύμπαν. Έπειτα από τη θέαση αυτής της παράστασης, η επιστροφή τους στη μολιερική σκηνή κρίνεται επικείμενη και επιτακτική, όλα όμως στον καιρό τους.
Η σκηνοθεσία της παράστασης συνυπογράφεται από το προαναφερόμενο δυναμικό δίδυμο με την απόδοση να μεταφέρεται ευθύς από τον Μανώλη Δούνια. Πρόκειται για μία πολλή καλή μεταφορά, διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τόσο την κωμωδία, όσο τα μηνύματα και τους συμβολισμούς. Δεν υπάρχουν αναχρονισμοί και μοντέρνα στοιχεία εντός του κειμένου. Η ένταξη τους γίνεται μέσα από τη δόμηση της σκηνής και των αντικειμένων των πρωταγωνιστών. Κοινώς, οι αλλαγές που συντελούνται δεν περνούν από κάποιο φίλτρο, το οποίο ίσως κάτι να αφήσει, κάτι να παρακρατήσει, αλλά σερβίρονται μέσα στην πλοκή, μπροστά στα μάτια των θεατών.
Το σκηνικό λοιπόν του Γιώργου Γαβαλά έχει δύο επίπεδα. Ένα εξωτερικό πλαίσιο με δύο αντίστοιχες εισόδους και εξόδους, από τις οποίες διέρχονται οι πρωταγωνιστές. Στη δεξιά είσοδο έχουν τοποθετηθεί πολύ έξυπνα δύο υπερμεγέθεις βούρτσες, έτσι ώστε να απολυμαίνονται, βουρτσίζονται, καθαρίζονται οι επισκέπτες της οικίας. Στο κέντρο βρίσκεται ένα ιδιότυπο σαλόνι, το μέρος που ο «Αργκάν» λαμβάνει όλες του τις θεραπείες και «τα κλύσματα», και θυμίζει αισθητικά μία πισίνα. Μετά από την «αφρολουτροθεραπεία» δε θυμίζει μόνο, φαίνεται να είναι μία πισίνα!
Ο διάλογος, όπως και οι ρόλοι είναι ζυγισμένοι και υπολογισμένοι. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο χαρακτήρας του Αργκάν με τους συμπρωταγωνιστές του να κινούνται γύρω από τη δική του τροχιά. Αυτό δε σημαίνει ότι μονοπωλεί. Ο διάλογος είναι με αυτό τον τρόπο δομημένος, έτσι ώστε όλοι να έχουν χρόνο να αναπτύξουν τον ρόλο τους και μέσα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε ρόλου, να τον εξελίξουν κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ορισμένα παραδείγματα είναι ότι σχεδόν κάθε ατάκα του «Αργκάν» κλειδώνει με τις αντίστοιχες της «Τουανέτ», η οποία ερμηνεύεται από την Αθηνά Μαξίμου. Υπάρχουν κι άλλοι χαρακτήρες που φέρουν ατομικά χαρακτηριστικά στον διάλογο τους, όπως ο χαρακτήρας του Γιώργου Ζυγούρη, ως «Τομάς Ντιαφουαρύς», ο οποίος μιλάει διαρκώς με ακατάσχετη ομοιοκαταληξία.
Τα κουστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη είναι πολύχρωμα. Οι συνδυασμοί έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το έντονο μακιγιάζ σε συνδυασμό με τις περούκες που προβλέπονται από αυτού του είδους το θέατρο, μετατρέπει την όψη των ηθοποιών σε μία γεμάτη εικόνα, η οποία επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Οι αντιθέσεις των χρωμάτων ανάμεσα σε κουστούμια, πουκάμισα, γραβάτες αποκαλύπτουν πολλά για τον εκάστοτε χαρακτήρα, ενώ με τους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου είναι σα να αλλάζουν απόχρωση. Ένα πιο ψυχρό φως μπορεί να μετατρέψει και να συμπαρασύρει τα πιο θερμά χρώματα και να μεταβάλλει την ατμόσφαιρα στο σύνολο της.
Επί τη σκηνή:
Ο θίασος της παράστασης αποτελείται από εννιά ηθοποιούς και δύο βοηθητικούς κομπάρσους, που είναι οι συνοδοί του «γιατρού Πυργκόν» και προετοιμάζουν τις διαφορές θεραπείες.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης πρωταγωνιστεί και φέρνει τον μολιερικό «Αργκάν» στο ελληνικό κοινό του 2024. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της παράστασης, που ανοίγει την πόρτα και κινείται με αναπηρικό αμαξίδιο, δίνει όλη την πληροφορία για την κατάσταση του χαρακτήρα του. Αποδεικνύεται ότι δεν το χρειάζεται στην πραγματικότητα και με αυτό τον τρόπο εισάγει στο κοινό τις ιδιοτροπίες του χαρακτήρα του. Καταφέρνει με ιδιαίτερη ευκολία, όπως ανάβει ένας διακόπτης, να εισέρχεται και να εξέρχεται από τον ρόλο του ασθενούς. Υποκρίνεται τον άρρωστο, όπως αισθάνεται ή νομίζει πως αισθάνεται ο χαρακτήρας του, αλλά με το που ο λόγος του ανατραπεί ή κάποιος τον προκαλέσει, μεταμορφώνεται παράγοντας ηχηρές ιαχές. Παράλληλα, και επειδή η πλοκή του θυμίζει ότι δεν είναι φαινομενικά καλά στην υγεία του, επιστέφει στην αρχική του εικόνα και αυτό καταφέρνει να το αποδώσει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης!
Είναι μοναδικό, δημιουργεί ένα κλίμα που καταστεί τον χαρακτήρα του απρόβλεπτο, μη γνωρίζοντας με ποιον τρόπο θα αντιδράσει, και αν μην τι άλλο απολαυστικό μέχρι δακρύων. Ο ηθοποιός έχει βαθιά γνώση της ιδιοσυγκρασίας ενός χαρακτήρα που ανήκει στη δραματουργική σκέψη του Μολιέρου. Δεν είναι λίγες οι φορές, και περισσότερο από τη μέση και μετά, που αποτραβιέται από το «κέντρο»και ενώ παρακολουθεί αποσβολωμένος ή σαστισμένος, να πρωταγωνιστούν οι εκφράσεις του προσώπου του. Μονάχα αυτές, ούτε κινήσεις, ούτε λόγια, και όμως καταφέρνουν να τραβήξουν το βλέμμα των θεατών, ακριβώς έτσι όπως κοιτάζουν αμήχανα απορημένες. Το δε κλείσιμο του που κλείνει και την παράσταση, είναι σαν εκδήλωση μικρού παιδιού που δέχεται έντονα τις επευφημίες των συμμαθητών του.
Η συμπρωταγωνίστρια του στη ζωή και στο θέατρο είναι η Αθηνά Μαξίμου στον ρόλο της «Τουανέτ», της οικονόμου του σπιτιού. Η χημεία τους είναι ο συνδετικός κρίκος της παράστασης. Εισάγουν την ατμόσφαιρα του έργου από κοινού, με τα καυστικά αστεία και τις προσβλητικές ατάκες να «έρχονται και να παίρνουν». Ο χαρακτήρας της κυρίας Μαξίμου είναι ζωτικής σημασίας για την πλοκή. Πρόκειται για μία εφεύρεση του Μολιέρου, έναν σύμμαχο σε χαμηλή θέση που καταφέρνει να βοηθήσει πάρα τις δυσκολίες. Αυτό δίνει την ευκαιρία στην ηθοποιό να βρίσκεται παντού, να ενισχύει, να πλαισιώνει, να αλληλεπιδρά με όλους και με πολλούς τρόπους. Ακολουθεί τον δρόμο του θεατρικού της συντρόφου και τον αναπτύσσει προς τους υπόλοιπους ηθοποιούς.
Η σκηνή δε που μοιράζεται με τον Νίκο Γκέλια και η επακόλουθη μεταμφίεση της αποτελεί ένα από τα τελευταία «highlight» της παράστασης από κάθε άποψη.
Η ερμηνευτική τριάδα ολοκληρώνεται με την προσθήκη της Βίκυς Διαμαντοπούλου στον ρόλο της «Αντζελίκ», κόρης του «Αργκάν». Η είσοδος της στην παράσταση έρχεται και με μία τρόπον τινά ανανέωση της σκηνής. Έρχεται πολύ σύντομα και ενθουσιάζει με την ανάλαφρη της κίνηση. Η ηθοποιός έχει εργαστεί αρκετά σε αυτό το κομμάτι και με την καθοδήγηση της Έλενας Γεροδήμου διατηρεί αυτή τη φυσικότητα στην κίνηση της καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Η επιλογή είναι λογική, είναι το νέο κορίτσι, γεμάτο ζωντάνια και όνειρα, ένας εκ διαμέτρου αντίθετος χαρακτήρας σε σχέση με τον πατέρα της. Έχει δυναμική, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας της έχει κίνητρο αισθήματος και καρδιάς, ενώ η μεταφορά του τραγουδιού από κοινού με τον χαρακτήρα του Γαβρέλα αποτελεί μία κατάθεση ρομαντικής ψυχής.
Η επόμενη τετράδα ηθοποιών αναφέρεται στους άνδρες που πλησιάζουν τον χαρακτήρα του «Αργκάν» και θέλουν κάτι από αυτόν. Πρώτος κάνει την εμφάνιση του ο Δημήτρης Φιλιππίδης στον ρόλο του «Δόκτωρ Πυργκόν». Ο χαρακτήρας του είναι ο πυρήνας του μολιερικού σχολίου. Πρόκειται για έναν γιατρό που κοροϊδεύει τον ασθενή του και δεν τον βοηθάει στην πραγματικότητα. Αυτός ο ρόλος, αν και ανήθικος και βαρύς, μεταφέρεται με αστείο τρόπο στην σκηνή. Εισέρχεται σαν να κάνει πασαρέλα πάνω στην σκηνή, και σαν άλλος παρουσιαστής αναγγέλλει στο κοινό τι θα ακολουθήσει, εννοώντας ένα νέο είδος θεραπείας. Οι σκηνές που ακολουθούν εντάσσουν τον Αιμίλιο Χειλάκη σε συνθήκες ιδιαίτερα αστείες και ευφάνταστες.
Επόμενος χαρακτήρας είναι αυτός του Παναγιώτη Γαβρέλα στον ρόλο του «Κλεάντ». Ο διάλογος έχει μεταποιηθεί με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να έρχεται επί της σκηνής, ένας χαρακτήρας «πιο Γάλλος, από Γάλλο». Οι ατάκες του είναι γραμμένες για να παράγουν έξυπνα λογοπαίγνια και ομοιοκαταληξίες με γαλλικές λέξεις και τον ίδιο να τις αποδίδει με απαλή γαλλική προφορά.
Επόμενος χαρακτήρας που εμφανίζεται και ανανεώνει το σκηνικό πλαίσιο είναι αυτός του Γιώργου Ζυγούρη στον ρόλο του «Τομάς Ντιαφουαρύς», τον γιο του γιατρού. Η είσοδος του είναι απρόσμενη. Κανείς σε εκείνο το σημείο δεν γνωρίζει τι να περιμένει και το αποτέλεσμα εκπλήσσει θετικά και κωμικά. Ο ρόλος του δεν είναι μεγάλος, αλλά έχει την στιγμή του! Αυτή είναι όταν παρουσιάζεται για να ζητήσει σε γάμο την κόρη του «Αργκάν» και εκεί είναι που αρχίζει μία ξέφρενη, παρανοϊκή ομοιοκαταληξία. Ακόμη και οι ίδιοι οι χαρακτήρες αναρωτιούνται πως γίνεται να συνδυάζεται ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος και οποιαδήποτε άλλη τεχνική μεταξύ τους και να βγαίνει νόημα, αν βγαίνει δηλαδή από αυτό! Η σκηνή γίνεται ολοένα και πιο αστεία, όταν αρχίσει να μπερδεύεται ή να λέει τα σωστά λόγια σε λάθος άτομο. Μία τρομερή μεταφορά από τον ηθοποιό που σε συνεννόηση με τον Θοδωρή Ρωμανίδη κατακτούν έστω και πρόσκαιρα την σκηνή και το κοινό.
Ακολουθεί ο χαρακτήρας του Νίκου Γκέλια στον ρόλο του «Μπεράλντ», αδερφού του «Αργκάν». Ο ηθοποιός εισέρχεται στην σκηνή λίγο πριν από το τέλος για να προτείνει και να συνδράμει στην τελική λύση. Είναι ένα αλλιώτικο είδωλο του «Αργκάν» με τον κύριο Γκέλια να αναπτύσσει ιδιαίτερη χημεία με το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Χειλάκη-Μαξίμου. Κυμαίνεται σε δύο ερμηνευτικά επίπεδα, ανάμεσα στην πλοκή και τη λύση, με τη μεταβολή να υφίσταται προς το τέλος.
Αφήνουμε για το τέλος τους δύο περιφερειακούς ανταγωνιστές, αν και εμφανίστηκαν πιο νωρίς στην σκηνή. Η πρώτη είναι η «Μπελίνα», η οποία ερμηνεύεται από την Μυρτώ Αλικάκη. Ο χαρακτήρας της ίσως να αποτελεί την κύρια πηγή των δεινών του αντίστοιχου του «Αργκάν». Η σχέση μαζί του έχει κοινά στοιχεία με αυτή που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Αργκάν και την Τουανέτ με την εξής διάφορα. Οι ισορροπίες ανατρέπονται! Η ηθοποιός φέρνει στον ρόλο μία νευρικότητα και μία σοβαρότητα, η οποίες ξεπερνούν αυτές του Αιμίλιου Χειλάκη. Εκεί που ο Αργκάν απέναντι στην Τουανέτ υψώνει το ανάστημα του, στην Μπελίνα το χαμηλώνει. Είναι μία ωραία διαφοροποίηση που υποβοηθά και τους τρεις ρόλους. Με το στιβαρό της περπάτημα και μία μόνιμη βαριά φωνή καθιστά σαφές ότι δε θα επιτρέψει σε κανέναν να της χαλάσει τα σχέδια.
Ο Θοδωρής Ρωμανίδης στον ρόλο του γιατρού «Ντιαφουαρύ» είναι καθαρά υποστηρικτικός. Εισάγει στην παράσταση τον θεατρικό του γιο και ενισχύει τις κωμικές του στιγμές με έγκαιρες παρεμβάσεις.
Αποτίμηση:
Θετικά (+): Στα θετικά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τις μεστές ερμηνείες που δεν παρεκκλίνουν από την εξέλιξη του έργου και τη λογικής του. Ο Αιμίλιος Χειλάκης σκηνοθετεί τον εαυτό του και τους ηθοποιούς του με τον ίδιο άρτιο και αψεγάδιαστο τρόπο με τον οποίο πρωταγωνιστεί. Γνωρίζει σε βάθος το έργο και το υπηρετεί με κάθε εύστοχη και αβίαστα δοσμένη ατάκα και κάθε νευρική, αλλά υπολογισμένη κίνηση. Όλα όσα σχετίζονται με τα της τεχνικής φύσεως της παράστασης, σκηνικά, κουστούμια, φώτα, μουσική είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά και δένουν σε ένα όμορφο σύνολο. Κάθε νέα θεραπεία για τον «κατά φαντασίαν ασθενή» είναι και μία μικρή νίκη κωμωδίας που συντελεί σε ένα απολαυστικότατο αποτέλεσμα!!!
Αρνητικά (-): Είναι κυριολεκτικά δύσκολο να προσάψει κάνεις κάποιο αρνητικό στην παράσταση δεδομένου ότι όλα βρίσκονται στη θέση τους. Αν μπορούσε κάποιος να αναφέρει κάτι, αυτό θα ήταν η φαινομενική παύση προς το τέλος, λίγο πριν δοθεί δηλαδή η καταλυτική λύση. Αισθάνεται κανείς ότι το έργο σα να θέλει να πάρει τον χρόνο του, ενώ εκείνη τη στιγμή πρέπει να αυξήσει στροφές.
Κλείνοντας (=), ο «κατά φαντασίαν ασθενής» του Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια ήταν μία καταπληκτική παράσταση! Από την αρχή που ανοίγει μία εκ των θυρών του σκηνικού μέχρι και το τέλος που κλείνει υπό το εκκωφαντικό χειροκρότημα αποτελεί μία θεατρική εμπειρία και αναμφίβολα θεατρικό γεγονός της καλοκαιρινής σεζόν.
Συγχαρητήρια στον ταλαντούχο θίασο και στην παραγωγή του «Τεχνηχώρου» για την πετυχημένη απόδοση και μεταφορά του διαχρονικού έργου!!!
Βαθμολογία: 7,4/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΛΙΚ ΕΔΩ