Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Ανάγνωση Έργου:
Το έργο «Ο Επιθεωρητής» (1834-1836) του Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852) αποτέλεσε συνδετικό κρίκο με τους προκατόχους του και βάση για τους επόμενους που θα ασχοληθούν με τη συγγραφή σάτιρας και δε κοινωνικής και πολιτικής φύσεως. Είναι ένα έργο διαχρονικό και καθολικό, με τις κωμικοτραγικές του καταστάσεις να μας αφυπνίζουν και να μας θυμίζουν, ότι το θέαμα στην σκηνή δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός -σε μία ακραία ίσως ή μετριοπαθή κιόλας έκφανση- αυτού που συμβαίνει στα άδυτα των κρατικών υπηρεσιών. Με έναν εξαιρετικά ιδιαίτερο τρόπο αποτυπώνονται όλα επί σκηνής. Είναι όλα εκεί! Η διαφθορά των ανώτατων κοινωνικών λειτουργών από την εξουσία της θέσης τους. Ο έλεγχος, η επιθεώρηση που είναι προ των πυλών. Η απελπισία ότι όλα θα βγουν στο φως, η κάλυψη των αμαρτιών και η συγκάλυψη των σφαλμάτων ανάμεσα στον κλειστό κύκλο αυθαιρεσίας. Η επιφυλακτική δωροδοκία, και τέλος η απόγνωση και η κατάρρευση από την πικρή δοκιμή του ίδιου τους του φαρμάκου.

Επί Τω Έργω:
Το έργο «Ο Επιθεωρητής» έχει ανέβει αμέτρητες φορές από πάρα πολλούς θιάσους, αλλά βρισκόμαστε εδώ για να μιλήσουμε για την τελευταία μεταφορά του στη σκηνή, υπό το άγρυπνο και έμπειρο θεατρικά μάτι του Γιάννη Κακλέα, αλλά και της Μαίρης Ανδρέου που ανέλαβε την σκηνοθετική επιμέλεια της δεύτερης σεζόν. Η παράσταση είναι ένα πλούσιο οπτικό υπερθέαμα, διατηρώντας μία μορφή εξωφρενικού μέτρου με την υπερβολή ως σύμμαχο της σειράς εικόνων που δίνονται, που προσφέρονται απλόχερα προ των οφθαλμών των θεατών. Κάθε σπιθαμή του σανιδιού της σκηνής εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κάθε ηθοποιός, υπό την κατεύθυνση της Στεφανίας Σωτηροπούλου, καλύπτει με την παρουσία του, αλλά και το υποκριτικό του εκτόπισμα τον χώρο και δεν βγαίνει ποτέ εκτός ιστορίας και πλαισίου. Η σκηνοθετική προσέγγιση με αυτό τον τρόπο δε θα επιτρέψει στους θεατές να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους μόνο σε ένα σημείο του χώρου, αλλά τους καλεί να ιχνηλατήσουν το μέρος και να διακρίνουν οτιδήποτε παρατηρήσουν στο οπτικό διάβα τους. Υποσυνείδητα, ο/η μέσος θεατής αντιλαμβάνεται πως με το τράβηγμα των παραπετασμάτων βρίσκεται μέσα στην ιστορία, πάνω στην σκηνή σε μία γωνία, παρά το γεγονός ότι παραμένει καθήμενος στη θέση του! Το σκηνικό της Ηλένιας Δουλαδίρη αλλάζει, εμπλουτίζεται, καταρρέει, με τον ζωηρό φωτισμό της Στέλλας Κάλτσου να αγκαλιάζει την εκάστοτε συνθήκη της σκηνής με τα βασικά του χρώματα να μεταβάλλονται στον σύντομο ορίζοντα.
Επί Τη Σκηνή:
Στο έργο «Ο Επιθεωρητής» ο θίασος είναι πολυπληθής και πολυπράγμων. Η σκηνή ανοίγει ατμοσφαιρικά δίνοντας στον/στην θεατή μία ματιά από την αμαρτωλή Εδέμ (ρωσικό πανδοχείο της μεγαλοαστική τάξης) στην οποία αποσύρονται οι διεφθαρμένοι ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι. Το γοητευτικό τραγούδι και το σαγηνευτικό λίκνισμα των χορευτριών, όπως και δραστήρια στατικότητα των θαμώνων μας δίνουν την εντύπωση πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν διαφύγει εκεί και δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν στην πραγματικότητα, αλλά και στο κρατικό τους έργο. Όλα διακόπτονται από την πρώτη αυθαιρεσία από μέρους του διευθυντή του ταχυδρομείου (Στέλιος Καλαϊτζής) ο οποίος με αυθεντικό τρόμο στα μάτια αναφέρει τα νέα από την Πετρούπολη.
.png)
Η σειρά να αναλάβει ανήκει δικαιωματικά στον «Έπαρχο Αντόνοβιτς», ο οποίος ευθύνεται για αυτή την παρεκκλίνουσα κατάσταση και που υποδύεται από τον χαρισματικό Γιώργο Καύκα. Ο Γιώργος Καύκας καταφέρνει να μας δείξει τη διαφθορά του χαρακτήρα του μέσα από έντρομες και σπασμωδικές κινήσεις, ενώ χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι να «ξερογλείφει» τα χείλη του επικοινωνώντας με το κοινό την αδηφαγία που προσδιορίζει την δράση του. Βέβαια, καταφέρνει να κάνει τον χαρακτήρα του συμπαθή προς το κοινό μέσα από το ευαίσθητο του βλέμμα. Για να αποδώσει τη μέγιστη ειλικρίνεια, αλήθεια στον χαρακτήρα του, σε σημεία εξέρχεται υποκριτικά και εν ριπή οφθαλμού από αυτόν μόνο για να επιστρέψει πίσω και να συνεχίσει με το κίνητρο του χαρακτήρα (Δε ξέρω πως το κάνει, ξέρω τι είδα!) Στα μάτια του αποτυπώνεται, η ανησυχία, η σύγχυση, η ελπίδα, ο ευκαιριακός του χαρακτήρας, η σκοτεινή πλευρά της φιλοδοξίας και η ματαίωση.
Ε
.png)
Ο έπαρχος Αντόνοβιτς διατάζει και ηθοποιοί, θεατές και σκηνή ανησυχεί, σηκώνεται στο πόδι και με το που η σύγχυση καταλαγιάσει, η στιγμή για την εισαγωγή του πρωταγωνιστή μας έχει έρθει. Ένας κλητήρας στη θέση του επιθεωρητή, ένας ανεπιθεώρητος επιθεωρητής γεννιέται με το που εμφανίζεται επί σκηνής ο Γιάννης Σύριος στον παιχνιδιάρικο ρόλο του Ιβάν Αλεξάντροβιτς. Ο Γιάννης Σύριος είναι ένα «ανήμερο θηρίο» που εξημερώνει την σκηνή, εμφανίζεται και εξαφανίζεται, σκαρφαλώνει και τρέχει, είναι παντού στην σκηνή και πουθενά. Μόνο αυτός ο χαρακτήρας θα μπορούσε να ξεγελάσει, περιπαίξει, υπερκεράσει τους υπόλοιπους χαρακτήρες και να τους αναγκάσει να τον σέβονται και να τον φοβούνται, ενώ κάθε φορά που τον πλησιάζουν είναι κατά 300 ρούβλια φτωχότεροι! Ο χαρακτήρας του Γιάννη Σύριου ειλικρινά λάμπει μόλις αντιληφθεί ότι έχει τη δυνατότητα να γίνει πιστευτός από τους γύρω του. Εκφράζεται, υπερβάλλει, φιλοδοξεί και… πείθει.
Ε
.png)
Ανακεφαλαίωση:
Σε αυτό το σημείο είθισται να γίνεται διάκριση και λόγος για τα θετικά και τα αρνητικά, αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη δεν υπάρχουν αρνητικά, ενώ πολλά από τα θετικά για την οικονομία ανάγνωσης δεν έχουν αναφερθεί, όπως τα αριστοτεχνικά κουστούμια ή το υπερβολικό μακιγιάζ που τονίζει τα μάτια και τις γωνίες του προσώπου. Η Φαίη Κοκκινοπούλου και η Μαρία Ελευθεριάδη ως σύζυγος και κόρη του έπαρχου είναι καταπληκτικές και ταιριαστές στον ρόλο τους με την αντιζηλία τους για τον νεαρό επιθεωρητή να προωθεί κωμικοτραγικές σκηνές.
Απολογισμός:
Μετά την αμοιβή των 300 ρουβλίων από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος… αστειεύομαι, δεν αστειεύομαι όμως όταν λέω πως μπορούμε να πούμε με τη βεβαιότητα και τη σιγουριά της δεύτερης θέασης ότι πρόκειται για μία εξαιρετική παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε σε καμία περίπτωση. Μη χρονοτριβείτε λοιπόν, πηγαίνετε στο Βασιλικό Θέατρο και δείτε την και μετά ελάτε να μας πείτε αν είχαμε δίκιο, για την ώρα «ντασβιντάνια»!!!
θα έβαζα με σεμνότητα και ταπεινότητα ένα …9/10 (αλλά εδώ είναι Κουλτουρόσουπα…)