Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Αναμφίβολα το δελτίο τύπου προδιαθέτει για κάτι εντελώς ιδιαίτερο, ωστόσο χωρίς σαφές στίγμα. Επί της ουσίας κάνει λόγο για μια διαφορετική θεατρική πρόταση, αποκαλούμενη «Θέατρο της Πραγματικότητας» και βασισμένη σε ποικίλες τεχνικές από ψυχόδραμα μέχρι αυτοσχεδιασμό και περφόρμανς, όπου εν προκειμένω εμπνέεται από το κλασικό έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφτσκι «Ηλίθιος». Έναν χαρακτήρα που ο δημιουργός της παράστασης κρατά ως κεντρικό πυρήνα και κατόπιν εμβριθούς μελέτης χτίζει γύρω του ένα σύγχρονο, καθημερινό ηλίθιο στις ποικίλες εκφάνσεις της σημερινής εποχής που το είδος του πλεονάζει.
Δελεαστικά όλα αυτά που μοιάζουν αντισυμβατικά και μας οδήγησαν στο κατάμεστο θέατρο Αυλαία για την παράσταση «Ο Ηλίθιος» (του Ντοστογιέφτσκι) σε δραματουργία, σκηνοθεσία και ερμηνεία από τον Νικόλα Ανδρουλάκη της ομάδας Ντουέντε.
Ο οποίος υποδέχεται το κοινό επί σκηνής με χαλαρωτική μουσική προτρέποντάς το να αφεθεί γαλήνια στον νανουριστικό ήχο, ενώ ταυτόχρονα μοιράζει στους θεατές … καραμέλες για τον λαιμό με εξαιρετικά φιλόξενη διάθεση, χλευάζοντας το ψεύτικο κλισέ περί απενεργοποίησης του κινητού, εφόσον ουδείς το απενεργοποιεί. Επιπλέον στην εισαγωγή του, ενώ δηλώνει ικανός να παραμείνει επί σκηνής μέχρι να καταρρεύσει, διαψεύδει τις φήμες που κυκλοφορούν για παράσταση τεράστιας διάρκειας (κάποιοι μιλούσαν για 3 και 4 ώρες!) και σταδιακά ξεκινά τον μονόλογο περί ηλιθίου και ηλιθιότητας με αναφορές σε πρώτο πρόσωπο, με αφορμές από την καθημερινότητα, με ευθείες βολές στην τρέχουσα επικαιρότητα, με χιούμορ από stand up comedy, με έντονο αυτοσαρκασμό, με συνεχή απεύθυνση στο κοινό και ενίοτε διαλόγους, επιχειρώντας συνδέσεις με την μυθοπλασία του Ντοστογιέφτσκι και εμπλουτίζοντας την αφήγηση με απρόβλεπτα στιγμιότυπα μουσικής, σκοταδιού, αντικειμένων, συμμετοχής θεατών ή συντελεστών κλπ.
Ξεκινώντας από τα θετικά στοιχεία (+) θα αναφερθούμε αρχικά σε κάποια σημεία του κειμένου ή ζωντανού προφορικού λόγου, που διακρίθηκαν από εξαιρετική ποιότητα και βάθος νοήματος, πέραν των συμβατικών στερεότυπων, όπως επίσης και το χιούμορ κατά μεγάλο μέρος υπήρξε ευφυές και ευρηματικό αποφεύγοντας τετριμμένα κλισέ. Πολύ εύστοχη επιπλέον η σύλληψη της ιδέας να βασιστεί η παράσταση στο συγκεκριμένο κλασικό έργο, το οποίο προσφέρει την κατάλληλη βάση για αναγωγή στο σήμερα ως πολυεπίπεδη σπουδή επί της σύγχρονης ηλιθιότητας. Ενώ ταυτόχρονα παρέχει έξυπνο «άλλοθι» για τυχόν ατοπήματα με την επαναλαμβανόμενη ατάκα ως επωδό υποτιθέμενης αυτογνωσίας «τί λέει ο ηλίθιος…» Όσο για τον Ντοστογιέφτσκι και το πόνημά του, μπορεί να απουσίαζαν δραματουργικά, ωστόσο οισυχνές παραπομπές μέσα από απρόσμενες οπτικές, καθιστούσαν την παρουσία τους αισθητή.
Σε σκηνοθετικό επίπεδο, παρά τις ενστάσεις μας που θα αναφερθούν στη συνέχεια και αφορούν κυρίως στο καθοριστικό κομμάτι της θεατρικότητας, ομολογούμε ότι κυριάρχησαν το στοιχείο της αμεσότητας με μια ιδιαίτερα οικεία ατμόσφαιρα, μια αίσθηση απρόβλεπτου– επιβεβαιωμένου ή μη- που ωστόσο φλέρταρε σε όλη τη διάρκεια και ένα απροσδιόριστο «κάτι» σε ενεργειακό επίπεδο, που λειτουργούσαν ενίοτε ως ενδιαφέρον αντίβαρο στις θεατρικές αδυναμίες. Η σκηνική εγκατάσταση με αραδιασμένα πορτοκάλια, γλάστρες, σακιά χώματος, μια πορτοκαλιά, πολλά προσωπικά αντικείμενα – προφανώς ασύνδετα μεταξύ τους όπως και τα χαοτικά αποσπάσματα του λόγου- απλά έδωσαν αφορμές για ανάλογες αναφορές, στοχασμούς, νοσταλγικές μνήμες κλπ. Παράλληλα η στοχευμένη μουσική συνοδεία, το παιχνίδι με το σκοτάδι, η διακριτική συμμετοχή ενός κοριτσιού, οι αλλαγές ρούχων με χιουμοριστικά σχόλια, τα πειράγματα στον ηχολήπτη- βαφτισμένο «Φιοντόρ»- και κάποιες διακυμάνσεις στον τόνο της αφήγησης, πρόσθεσαν πόντους με θετικό πρόσημα σε ένα αμφίρροπο εγχείρημα…
Το οποίο αποδόθηκε (και) ερμηνευτικά από τον δημιουργό Νικόλα Ανδρουλάκη, που υπό άλλες συνθήκες θα έβαζα τη λέξη ερμηνευτικά σε εισαγωγικά- καθότι λάτρης τόσο των εισαγωγικών όσο και των αποσιωπητικών σε βαθμό κατάχρησης- ωστόσο πρόκειται για τα δύο σημεία στίξης που κατακεραύνωσε εύστοχα στο λόγο του κι ομολογώ με επηρέασε, περιοριζόμενη τουλάχιστον εδώ, στα εντελώς απαραίτητα. Θα έβαζα δε εισαγωγικά γιατί στην προκειμένη περίπτωση η ερμηνεία μεταφράζεται αποκλειστικά σε αφήγηση χωρίς καμιά δραματοποίηση, που όμως θα αποκαλούσαμε χαρισματική, γλαφυρή, χειμαρρώδη, με πηγαίο χιούμορ, αφοπλιστική αμεσότητα, επικοινωνιακό ταλέντο, ετοιμότητα, εκφραστικότητα, μελετημένη εκφορά και μια γαλήνια γλυκύτητα που ηρεμεί ή ενίοτε λειτουργεί υποδόρια ως απρόβλεπτος παράγοντας για επικείμενη ανατροπή. Το γεγονός ότι κρατά (έστω οριακά) μια δίωρη και βάλε παράσταση με εντελώς στατικό μονόλογο, προφανώς καταχωρείται ως προσωπικό του επίτευγμα.
Ερχόμενοι στις ενστάσεις (-) που διχάζουν, έχουμε να καταθέσουμε αρκετά, ξεκινώντας από το ασαφές δελτίο με τις αοριστολογίες, τους ευσεβείς πόθους και την σημείωση ότι «την παράσταση την ερμηνεύουμε ήδη όλοι μαζί», κάτι που ΔΕΝ θα μπορούσε να ισχύει ούτε καν μεταφορικά, αναφερόμενο μάλλον για παραπλανητικό εντυπωσιασμό. Οι θεατές μαζικά δεν είναι δυνατό να συμμετέχουν στην σκηνική ερμηνεία, παρά μόνο στην ενέργεια μιας παράστασης, εάν κι εφόσον επιτευχθεί ο στόχος τουλάχιστον για την πλειοψηφία τους. Όσο αφορά στο δρώμενο καθαυτό, που ξεκινά όντως με διάλεξη και συνεχίζει με προσωπική εξομολόγηση και κανονικά απαιτούνται πάλι εισαγωγικά εφόσον εκλείπει η δράση, τα στοιχεία που κουράζουν είναι ουκ ολίγα όπως: ακατάσχετη φλυαρία με επουσιώδεις ανούσιες λεπτομέρειες, συνεχής αυτο-αναφορικότητα συχνά με αδιάφορα βιώματα, έλλειψη ειρμού με ασύνδετες τυχαίες αναφορές, ξεχείλωμα προσωπικών αφηγήσεων με ανιαρό περιεχόμενο, κάποιες στιγμές έναν υφέρπων διδακτισμός περί των αυτονόητων κλπ.
Στη σκηνοθετική διαχείριση τα στοιχεία που ενόχλησαν αφορούν στην διαρκή στατικότητα μπροστά σε ένα μικρόφωνο στερώντας το δομικό στοιχείο της θεατρικότητας από τη θεατρική πράξη και όχι διάλεξη, ο ανύπαρκτος ρυθμός με χαλαρότητα στα όρια της υπνηλίας (βοηθούσης επιπλέον της νανουριστικής μουσικής και απαλής φωνής), η ανύπαρκτη έμπνευση τουλάχιστον στην αξιοποίηση των τυχαίων σκηνικών αντικειμένων, η επιλογή με τον περιφερόμενο φωτογράφο και έναν –δυο αγνώστους επί σκηνής από το πουθενά, η τελικά μαμούθ διάρκεια για παρόμοιο μονόλογο εξαιτίας του γενικού ξεχειλώματος σε όλα τα επίπεδα, καθώς παρακολούθησα προσωπικά με αρκετή υπομονή 130 συνεχή λεπτά και αποχωρώντας υποχρεωτικά για να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο, η παράσταση συνεχιζόταν με παρεμφερείς φλυαρίες και δεν έμαθα αν, πότε και πώς έβαλε τελεία!
Εν κατακλείδι (=) και για να μείνουμε στο ζουμί της υπόθεσης, ανεπηρέαστοι από ευφυολογήματα ή ταμπέλες για δημιουργία εντυπώσεων που συχνότατα παραπέμπουν σε κουλτουριάρικες δηθενιές κενές ουσίας, θα καταλήξουμε ότι ο εν λόγω μονόλογος, βασισμένος σε έξυπνη ιδέα, είναι βέβαιο ότι έχει κάτι ενδιαφέρον να πει, ωστόσο το κάνει με τρόπο χαοτικό και κουραστικά αντιθεατρικό. Βλέπετε κ. Ανδρουλάκη, μπορεί εσείς να πρεσβεύετε το «Θέατρο της Πραγματικότητας» με τον πεζό ρεαλισμό του, όμως κάποιοι λατρεύουμε το «Θέατρο της Μαγείας» με τα ονειρικά ταξίδια του. Θέμα επιλογής και ευτυχώς που δηλώσατε ότι ουδόλως σας αφορούν τα αρνητικά σχόλια εφόσον πληρωθήκατε, ώστε να νιώθω ήσυχη…
Βαθμολογία:
5, 4/10
ΑΥΛΑΙΑ
«Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι.
Κι ο Ηλίθιος αυτός ζει κι αναπνέει κανονικά, μήνες τώρα, σαν από πάντα, 24/7. Εργάζεται ως παιδαγωγός κι ανιματέρ, γνωρίζεται με όλο τον κόσμο στον ενικό, κάνει κοινωνικές δράσεις και παρεμβάσεις, από θεατρικά βραβεία στο Μέγαρο μέχρι δίκες για την καταδυνάστευση της φύσης από τους μεγαλοεργολάβους στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Κι όπου χρειαστεί. Με κοστούμι ή με παντόφλες ή με γαλότσες ή όπως προκύψει.
Σκηνοθεσία: Νικόλας Ανδρουλάκης. Ερμηνεύουν: Την παράσταση την ερμηνεύουμε ήδη όλοι μαζί!!!
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτες 17, 31 του Γενάρη και Τετάρτη 7 Φλεβάρη στις 21:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.