Μετά από 4 σχεδόν μήνες ήρθε επιτέλους η ώρα να βιώσουμε τη μαγεία ή και μη, στην προκειμένη περίπτωση, του ζωντανού θεάτρου, τηρώντας πάντα όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την ασφάλεια θεατών και συντελεστών.
Την παράσταση, λοιπόν, «Νόστος Ρίζα μ’ και Κλαδί μ» παρακολουθήσαμε την Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020 στο Ανοιχτό Θέατρο Παλατάκι (Κυβερνείο) στην Καλαμαριά από τον θίασο “Τεμετέρ” στο πλαίσιο τη θερινής περιοδείας τους.
Πρόκειται για μια παράσταση με θέμα τον βίαιο εκτοπισμό του ποντιακού πληθυσμού από τα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Το κείμενο είναι στο μεγαλύτερο μέρος του γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο, γεγονός που δείχνει πως η παράσταση στοχεύει κυρίως στους θεατές ποντικής καταγωγής, οι οποίοι και την τίμησαν αλλά και την στήριξαν με την παρουσία τους , όπως άλλωστε κάνουν με οποιαδήποτε πολιτιστική δράση αφορά τον ποντιακό ελληνισμό.
Μια οικογένεια ευκατάστατων εμπόρων της Τραπεζούντας (ο πατέρας, ο γιος και η νύφη) στοιβαγμένη σε ένα φτωχικό διαμέρισμα στο λιμάνι του Βατούμ, περιμένει να μάθει νέα από την μητέρα, που έχει μείνει πίσω στην Τραπεζούντα, για τον άλλο γιο της οικογένειας που έχουν στρατολογήσει οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας. Η οικογένεια περιμένει να συγκεντρωθεί σύσσωμη στον Bατούμ για να αποφασίσει αν θα αναχωρήσει για τη μητέρα Ελλάδα.
.
.
Μια χαρακτηριστική αλλά άγνωστη στους πολλούς πτυχή του δράματος του ελληνισμού του Πόντου είναι το βασικό θέμα του έργου. Οι μέρες στο Βατούμ, όταν χιλιάδες Πόντιοι τόσο από τον ίδιο τον ιστορικό Πόντο όσο και από τις ακμάζουσες άλλοτε κοινότητες της καταρρέουσας τσαρικής Ρωσίας συνωστίζονται αναμένοντας το καράβι που θα τους φέρει στην Ελλάδα, περιγράφονται μέσα από την ιστορία της συγκεκριμένης οικογένειας.
Πάμε τώρα στην ουσία….
Η παράσταση ήταν εξαιρετικά κακή. Αν δεν ήξερα ότι ο Βαμβακίδης είναι επαγγελματίας ηθοποιός θα μιλούσαμε για μια εντελώς ερασιτεχνική παράσταση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην σκηνοθεσία η οποία είναι του ίδιου. Άνευρη, στερημένη ουσίας και έμπνευσης, με ξεπερασμένα σκηνοθετικά ευρήματα που προσπαθούσαν να εκβιάσουν το συναίσθημα κι όχι να το προκαλέσουν αβίαστα. Επαναπαύτηκε σε ευκολίες όπως, για παραδείγματα, προβλέψιμα, απότομα σβησίματα στα φώτα τις κρίσιμες στιγμές (fade out). Η παράσταση ήταν κυριολεκτικά μαλωμένη με το ρυθμό. Τεράστιες παύσεις, μεγάλες “κοιλιές”, που δεν είχαν λειτουργική εξυπηρέτηση, τουλάχιστον για να δικαιολογούνται κάπως, αφού δεν υπήρχαν σκηνικές αλλαγές. Η καθοδήγηση προς τους ηθοποιούς ήταν επίσης προβληματική. Οι χαρακτήρες δεν είχαν καμία εμβάθυνση. Η αναγγελία του θανάτου του ενός γιου πέρασε και δεν ακούμπησε. Οιπερισσότερες σκηνές ήταν στατικές χωρίς καμία κίνηση, ενώ κι όταν υπήρχε ήταν μαγκωμένη και άχαρη, στερημένη από κάθε φυσικότητα. Είναι σπάνιες οι φορές που να έχω δει τέτοια αμηχανία πάνω στη σκηνή.
Το κείμενο του Δημήτρη Πιπερίδη, θύμιζε περισσότερο αφήγημα παρά θεατρικό κείμενο. Δεν είχε συνοχή αλλά η σημαντική αδυναμία ήταν οι αχνοί χαρακτήρες. Χωρίς δομή και ένταση. Προτεραιότητα είχε την παράθεση ιστορικών στοιχείων παρά τη συγκρότηση ολοκληρωμένων “ θεατρικών” προσωπικοτήτων. Ως προς την χρήση της ποντιακής διαλέκτου, επειδή τυχαίνει να τη μιλάω άπταιστα, υπήρχαν πολλά εκφραστικά λάθη και απευθείας μετάφραση ελληνόγλωσσων εκφράσεων στα ποντιακά που δεν έβγαζαν νόημα. Σαν να λέμε μεταφράζεις την έκφραση “Σιγά τα αυγά“ στα Αγγλικά και λες “Slow the eggs”. Τέλος ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα κομμάτια της Μάγδας Πένσου ήταν τα μόνα στα ελληνικά. Αν η ηθοποιός δε μιλάει τη διάλεκτο ας αιτιολογούσαν τη χρήση της ελληνικής με κάποιο θεατρικό εύρημα. Αλλιώς ήταν εντελώς εκτός του πλαισίου. Ο Δημήτρης Πιπερίδης έχει εξαιρετικό, καυστικό χιούμορ που το έχει αναδείξει σε προγενέστερα έργα χιουμοριστικού περιεχομένου. Στην προσπάθεια όμως αυτή υπήρχαν αδυναμίες.
.
.
Οι ερμηνείες, ξεκινώντας από του Τάκη Βαμβακίδη, ήταν επίσης κακές. Ο ίδιος κρατούσε τον ρόλο του πατέρα, που ήταν ο πυλώνας του έργου δίνοντας μια επιφανειακή ερμηνεία. Στους αφηγηματικούς μονολόγους του, που ήταν κι αρκετοί, ήταν τόσο άρρυθμος που το μόνο συναίσθημα που προκαλούσε ήταν η ανία. Μιλούσε αργά, στην προσπάθεια του να κάνει πως αναπολεί τα περασμένα, έκανε μεγάλες παύσεις, που αφαιρούσαν από το κείμενο και δεν το αναδείκνυαν. Η τοποθέτηση της φωνής του, για να δείχνει γέρικη, κούραζε απίστευτα, ήταν μονότονη και χωρίς χρωματισμό. Παντελής απουσία συναισθηματικού βάθους.
Η Μάγδα Πένσου είχε το ρόλο της μάνας. Προσπάθησε να αποδώσει μια κλασική μητρική φιγούρα του Πόντου, μια δυνατή και δυναμική γυναίκα που φαντάζει σχεδόν σκληρή. Δεν τα κατάφερε, γιατί ακολουθώντας προφανώς σκηνοθετικές οδηγίες, κάνοντας τη φωνή της σκληρή κι άχρωμη, περισσότερο έφερνε στη νταντά Γκούντρουν από τα γνωστά σε όλους μας “Εγκλήματα” παρά σε μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Της έλειπε η ευαισθησία. Γιατί οι σκληροί άνθρωποι δεν είναι ποτέ μόνο σκληροί. Σε ένα δεύτερο επίπεδο κρύβουν πολύ πόνο. Αυτό το δεύτερο επίπεδο δεν το είδαν οι θεατές. Πρέπει, ωστόσο, να της αναγνωριστεί η πολύ καλή εκφορά του λόγου και η δουλεμένη άρθρωση.
Για την Έλενα Νεανίδη, που ήταν η νύφη, δεν υπάρχουν και πολλά να πει κανείς. Ο ρόλος της ήταν διεκπεραιωτικός. Δεν γνωρίζω αν είναι ερασιτέχνης ή επαγγελματίας ηθοποιός αλλά κι οι ελάχιστες ατάκες που είχε ήταν υπερ παιγμένες.
Ο Αλέξης Παρχαρίδης είναι ένας ταλαντούχος τραγουδιστής, γνωστός στον ποντιακό χώρο. Σαν ηθοποιός έχει δοκιμαστεί σε κωμωδίες, στις οποίες η απόδοσή του ήταν πάνω του μετρίου. Εδώ είχε το ρόλο του γιου και δεν ήταν μια καλή στιγμή του. Βέβαια οι φορές που εμφανιζόταν στη σκηνή ήταν οι μόνες που ο ρυθμός έπαιρνε κάπως την ανιούσα. Όμως δεν ακουγόταν και τα μισά από τα λεγόμενα του δεν έφταναν στους θεατές.
Κακός φωτισμός, σκηνικά, κοστούμια που δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο, ενώ ως θετικό (+) της παράστασης θα αναφέρω τη μουσική του Χρήστου Παπαδόπουλου, την οποία βρήκα εξαιρετική.Νοσταλγική και ταξιδιάρικη, θύμισε τις χαμένες πατρίδες όχι μόνο του Πόντου αλλά και ολόκληρης της Μικράς Ασίας.
Συνοψίζοντας (=): Μια παράσταση πρόχειρη, με κακή σκηνοθεσία, ερμηνείες χωρίς κανένα βάθος και ένα μέτριο κείμενο με αδυναμίες. Κάποια στιγμή πρέπει όλοι όσοι ασχολούνται με το ποντιακό θέατρο, να το πάρουν στα σοβαρά και να μην το ξεπετάνε επαναπαυόμενοι στη δίψα των ανθρώπων ποντιακής καταγωγής για οτιδήποτε γράφει πάνω “Πόντος”.
Βαθμός:
2,1 στα 10
Πληροφορίες για τη παράσταση + πρόγραμμα περιοδείας, κλικ εδώ
Στα πλαίσια συνέντευξης Τύπου για την παράσταση «Νόστος Ρίζα μ’ και κλαδί μ’…» του Δημήτρη Πιπερίδη, ο αγαπημένος ηθοποιός Τάκης Βαμβακίδης αναφέρεται στην παράσταση παρουσιάζοντας ένα μικρό απόσπασμα και μιλά στην Κουλτουρόσουπα για τον ρόλο.
1 1
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό