Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Είναι γεγονός ότι η φήμη της συγκεκριμένης παράστασης με τα απανωτά sold out σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη – με εισιτήρια εξαντλημένα μήνες πριν!- προφανώς λειτουργεί ως δελεαστικό κίνητρο για το ευρύ κοινό, σπεύδοντας να εξασφαλίσει μια πολύτιμη θέση «πάση θυσία»! Μπορεί βέβαια ο μυημένος – υποψιασμένος θεατρόφιλος να περιμένει τί θα δει πάνω- κάτω, ωστόσο, πέραν του θαυμασμού για την άξια ηθοποιό, έχουμε πει πολλάκις ότι ο άκρως προβεβλημένος κράχτης του sold out είναι αδύνατο να μην επηρεάσει και τον πλέον επιφυλακτικό, καλλιεργώντας προσδοκίες για κάτι που «δεν πρέπει να χάσει», εφόσον συρρέουν οι πάντες…
Μιλάμε για την παράσταση «Μια ζωή- Ο μονόλογος μιας μοδίστρας» με τη Νένα Μεντή, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, που παρακολουθήσαμε στο κατάμεστο Βασιλικό Θέατρο, μόλις καταφέραμε μετά κόπων και βασάνων να εξασφαλίσουμε θέση…
Πρόκειται για την πορεία ζωής μιας ηλικιωμένης μοδίστρας, που αδειάζοντας το ατελιέ της για να μετακομίσει κι ανάμεσα σε ραμμένα φουστάνια, υφάσματα, βαλίτσες, τη ραπτομηχανή της, βρίσκει αφορμή να ανασύρει μνήμες που σημάδεψαν τη διαδρομή της… Ξεκινώντας από τα τραγικά παιδικά χρόνια στην εξορία δίπλα στην εκτοπισμένη μάνα της κατά τον εμφύλιο λόγω αριστερής ιδεολογίας, θα περάσει στον συμβατικό γάμο της με πικρή γεύση, την απόκτηση παιδιών και εγγονών, τα γεγονότα της χούντας και του πολυτεχνείου, το χαμό μάνας, συζύγου και εγγονής (η τελευταία στα Τέμπη), ενώ ενδιάμεσα αναθυμάται χαριτωμένα στιγμιότυπα από διάσημες πελάτισσές της σαν την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, την Βίκυ Μοσχολιού, την Τζένη Βάνου, καθώς από μικρή λάτρευε το τραγούδι κι ονειρευόταν καριέρα τραγουδίστριας…
Μακάρι να μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το κείμενο απλώς συμβατικό ή επίπεδο ή ανέμπνευστο.. Δυστυχώς (-) όμως υπήρξε κάτι πολύ χειρότερο, που μεταφράζεται σε απαράδεκτα χαμηλή ποιότητα σχεδόν σοκαριστική, προδίδοντας μια ερασιτεχνική προχειροδουλειά που δυσκολεύεσαι να αποδώσεις σε έμπειρο επαγγελματία σαν το Πέτρο Ζούλια… Ο οποίος σε έναν μονόλογο μιας και κάτι ώρας στρίμωξε ανάκατα, ασύνδετα, ανερμάτιστα, πεταμένα φίγδην- μίγδην ως ανεκδιήγητο αχταρμά χωρίς καν χρονική αλληλουχία, τα άπαντα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας από τον εμφύλιο μέχρι τα Τέμπη και μάλιστα με μορφή χιλιοειπωμένων κλισέ, βαρετών στερεότυπων, ανούσιων κηρυγμάτων, αφήνοντας την βασική (υποτίθεται) ιδιότητα της μοδίστρας σε δεύτερο πλάνο, με μικρά κουτσομπολίστικα γεμίσματα που έμοιαζαν σχεδόν ξεκάρφωτα, ανάμεσα σε αφελή τσιτάτα και μεγαλόστομες αναφορές… Οι οποίες, είχαν τέτοια αγωνία να «χωρέσουν» τα πάντα όλα από οκτώ δεκαετίες και βάλε, που απορούμε πώς ξέφυγε μια αναφορά (και) στην… Παλαιστίνη, ως είθισται τελευταία!
Επιπλέον, πέραν της ακατέργαστης δομής σε ένα συνονθύλευμα πασίγνωστων γεγονότων, αναρωτιόμαστε πόση αληθοφάνεια και κυρίως έμπνευση μπορούν να σηματοδοτούν οι απανωτές συμφορές της ηρωίδας, η οποία μετά από εξορίες, ξύλο, βασανιστήρια με πλήρη ενημερωτική περιγραφή και δυσανάλογη έκταση στο κείμενο ή μετά τη συμβολή της στο Πολυτεχνείο περιθάλποντας φοιτητές και προτάσσοντας τα στήθη απέναντι στον… αστυνομικό σύζυγο με το ηρωικό «ή αυτοί ή εγώ», καταλήγει να χάνει τη μάνα της σε πυρκαγιά, τον άνδρα της στον κορωνοϊό και την εγγονή της στα Τέμπη, παίρνοντας παραμάζωμα ό,τι δεινό έχει καταγραφεί στην πρόσφατη ιστορία, προκειμένου να εκφωνήσει λάβρα αντιπολιτευτικά λογύδρια άκρατου λαϊκισμού… ο οποίος πρόβαλε ευθύς εξ αρχής με την δήθεν «τυχαία» επιλογή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου ως πελάτισσας, επαναφέροντας σκοπίμως την πρώην μεγάλη επιτυχία της ηθοποιού, ενίοτε με αυτούσια κομμάτια…
Ειδικά όμως η προσθήκη των Τεμπών ως επιστέγασμα και με τον λαϊκίστικο τρόπο που έγινε, θωρούμε ότι ευτέλισε τόσο την τραγωδία όσο και περαιτέρω το ήδη ευτελές κείμενο και ειλικρινά απορούμε για την επιλογή… η οποία προστέθηκε εκ του πονηρού ως «πιασάρικη» για μια ακόμα φτηνή εργαλειοποίηση- εκβιασμό θυμικού με στόχο το «εθιμοτυπικό» χειροκρότημα, σε ένα εγχείρημα άλλωστε που η μαυρίλα περίσσεψε σε συνδυασμό με ξεπερασμένο χιούμορ γυμνασιακού επιπέδου και εναλλαγές συναισθημάτων, ενίοτε με ελάχιστα πιστευτή συνέπεια…
Όσον αφορά στην υποτυπώδη έως ανύπαρκτη σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, αυτή περιορίστηκε σε μια άχαρη, συμβατική διεκπεραίωση με αναίτια χάσματα, όπου σκοτείνιαζε η σκηνήχωρίς να ακολουθεί κάποια εναλλαγή, με τη ροή της αφήγησης να συνεχίζεται κανονικά από εκεί που έμεινε κι άρα ο λόγος της σκοτεινής διακοπής ήταν μάλλον για τσεκάρισμα της λειτουργίας των φώτων που στην υπόλοιπη διάρκεια έμεναν ατάραχα.. Όσο για το σκηνικό, μπορεί να διέθετε τα στοιχειώδη απλωμένα στο χώρο, ωστόσο του έλειπε καθοριστικά η ταυτότητα και ουδόλως παρέπεμπε με την ψυχρότητα και την τάξη του, στη ζεστή νοσταλγική ατμόσφαιρα «ανακατωσούρας» παλιού,κλασικού μοδιστράδικου, συμβατού με τις αναμνήσεις, ενώ η ραπτομηχανή παρέμεινε αμέτοχο διακοσμητικό ντεκόρ γι αποχαιρετισμό…
Κατά τα άλλα, η σκηνοθεσία υπαγόρευσε τα προφανή προκειμένου να αποφύγει την πλήρη αδράνεια, δηλαδή άσκοπα πηγαινέλα, ανάσυρση ρούχων για να ειπωθεί η ιστορία τους και τακτοποίηση μέσα σε βαλίτσες αδειάζοντας το χώρο, ενώ επιπλέον βρήκαμε τις επιλογές γνωστών τραγουδιών, πέρα από ανένταχτες οργανικά στη ροή, άλλοτε άστοχες για την εκάστοτε περίσταση κι άλλοτε βαρετά προβλέψιμες, όπως με τα τραγούδια του Θεοδωράκη, δείγματα κι αυτά μιας απογοητευτικής προχειρότητας του τύπου «να το στήσουμε να ξεμπερδεύουμε» χωρίς νοιάξιμο, μεράκι και ψαξίματα…
Ερχόμενοι στην ερμηνεία της πολύπειρης Νένας Μεντή, ουδείς βεβαίως αμφισβητεί το καταξιωμένο, πληθωρικό, πολυμορφικό ταλέντο της με σπουδαίες επιδόσεις τόσο στο δράμα όσο και στην κωμωδία, όπου η αμεσότητα, ο αυθορμητισμός και το πηγαίο χιούμορ της κατακτούν αβίαστα τον θεατή, ενώ οι δραματικές, εσωτερικές ερμηνείες της αποπνέουν αυθεντική συγκίνηση ακόμα και στις μελετημένες παύσεις…
Ωστόσο στον παρόντα μονόλογο θεωρούμε ότι αφενός έμεινε εκτός χαρακτήρα της ηρωίδας της εστιάζοντας σε αλλότρια στομφώδη κηρύγματα με τυχαίο πρόσχημα μια μοδίστρα που έμεινε δραματουργικά στο περιθώριο και αφετέρου επανέλαβε με στείρο και προβλέψιμο τρόπο «μία από τα ίδια» ως γνωστή μανιέρα, στερώντας την όποια έκπληξη από το κοινό και την εξέλιξη από τον εαυτό της… Εννοείται ότι υπήρξε αποσπασματικά εξαιρετική στις συγκινητικές στιγμές και απολαυστική στις κωμικές ατάκες, όμως έδωσε ό,τι ακριβώς δίνει επί χρόνια χωρίς κάποια διαφοροποίηση, με συνέπεια όταν γνωρίζεις επακριβώς τί θα πάρεις κάθε φορά, γιατί άραγε να ξαναπάς… Φυσικά συνυπολογίζουμε εν προκειμένω στο αποτέλεσμα τη συμβολή της προχειρότητας κειμένου και σκηνοθεσίας με μόνιμο θύμα πάντα τον ηθοποιό, που όμως στην περίπτωσή της ΔΕΝ είναι άμοιρη ευθυνών…
Εν κατακλείδι (=) και δεδομένης της σοκαριστικής απογοήτευσης που εισπράξαμε σε όλα τα επίπεδα, ένα αυτονόητο ερώτημα τριβελίζει το μυαλό αφότου αποχωρήσαμε: Πώς είναι δυνατόν μια παρόμοια προχειροδουλειά επιπέδου φτηνής αρπαχτής, να γνωρίζει τόσο θεαματική απήχηση φουλάροντας αίθουσες με θεατές να δίνουν μάχη για ένα εισιτήριο και στο φινάλε να χειροκροτούν με τρελό ενθουσιασμό;;; Θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν ανήκουν στους αυθεντικούς θεατρόφιλους, όμως η τύπου «κοπαδιού» ακατανόητη στάση και το χρήμα τους φυσικά, στηρίζουν τέτοιες απαράδεκτες απόπειρες, προσφέροντας ισχυρό κίνητρο να επαναλαμβάνονται υποβαθμίζοντας σταδιακά τη θεατρική τέχνη… που αντί να εκπαιδεύει το αμύητο κοινό ανεβάζοντας το επίπεδό του, κατεβαίνει συνειδητά η ίδια στο δικό του με αποκλειστικό στόχο την κονόμα και φευ, το καταφέρνει! Πόσο θλιβερό αλήθεια όταν πρόκειται για άξιους καλλιτέχνες που κάποτε θαυμάσαμε…
Βαθμολογία: 1,5/10











