Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
…ή όταν η Παπαληγούρα αδικήθηκε και η Αλεξίου μοσχοπουλήθηκε.
Η παράσταση «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» αποτελεί μία από τις εμπορικότερες παραστάσεις του φετινού καλοκαιριού, η οποία προσέλκυσε και προσελκύει πλήθος κόσμου στις εμφανίσεις της. Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» αποτελεί ένα μεγαλειώδες έργο του Ευριπίδη, που συνιστά τη συνέχεια της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι». Θέμα της είναι η επανένωση της Ιφιγένειας και του Ορέστη, δύο αδερφών, που είχαν χαθεί.
Ο Ευριπίδης σε μία από τις πιο ώριμες φάσεις του δημιούργησε μία τραγωδία με πολλαπλά μηνύματα, για την αγάπη καιτις ανάγκες της ένωσης, της αγκαλιάς και της φροντίδας, που υπερβαίνουν τις εποχές, καθιστώντας το έργο διαχρονικό και ειδικά στην περίοδο, που διανύουμε άκρως επίκαιρο. Η παράσταση έκανε την εμφάνισή της στη Θεσσαλονίκη σε 3 παραστάσεις στο Θέατρο Δάσους, το οποίο αποτέλεσε ίσως τον καταλληλότερο χώρο να την φιλοξενήσει. Το θέατρο φάνηκε να συμμετέχει με τον τρόπο του στην παράσταση, συμβάλλοντας σε ένα καλαίσθητο συνολικά αποτέλεσμα.

Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης αρχικά βρίσκουμε την μετάφραση του Γιώργου Ιωάννου. Ο ίδιος με απόλυτο σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο πέτυχε να το αποδώσει με έναν εξαιρετικά εύληπτο τρόπο, που ενέτασσε επιτυχώς του θεατές στην πλοκή της υπόθεσης, καταφέρνοντας να μεταφέρει με πολύ αποτελεσματικό τρόπο τα βαρυσήμαντα μηνύματα, που έφερετο ίδιο. Είναι καίριο τόσο σημαντικά έργα, που φέρουν την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά να προσλαμβάνονται από το κοινό, χωρίς μεταφραστικούς στόμφους και φαμφάρες. Το κείμενο κατάφερε παρά το φορτισμένο περιεχόμενο να παρουσιάσει προσιτά τις συναισθηματικές μεταβάσεις χωρίς να καταλήγει σε μία μελοδραματική απόδοση.
Σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα -πέραν μερικών εξαιρέσεων που θα αναφερθούν παρακάτω- κινήθηκε και η σκηνοθεσία. Ο Γιώργος Νανούρης κατάφερε να αποβάλει από τη συνήθη τεχνική του τα πολλαπλά σε άλλες παραστάσεις του σκηνοθετικά ευρήματα και να αποδώσει με έναν πιο λακωνικό τρόπο την τραγωδία. Η «κλασική» αυτή προσέγγιση κατάφερε να παρουσιάσει το έργο ατόφιο χωρίς μεταμοντέρνες σκηνοθετικές παρεμβάσεις (όπως ουκ ολίγοι μας έχουν συνηθίσει). Η σκηνοθεσία έδεσε απόλυτα με το σκηνικό δημιουργώντας μία μυσταγωγική ατμόσφαιρα, που τράβηξε τις εντυπώσεις. Η παράσταση είχε ένταση, παλμό και έντονες κινήσεις, που κατάφεραν να μεταδώσουν τη βαρύτητα του λόγου και τη σημασία του κειμένου.

Ο Χορός απαραίτητο στοιχείο σε μία τραγωδία αποτελούσε, ίσως,το πιο επιτυχημένο στοιχείο της παράστασης. Πολύ ωραίες δουλεμένες κινήσεις, αρμονία, ωραίες εναλλαγές οι οποίες δημιούργησαν μία εκκλησιαστική ατμόσφαιρα, που σε συνδυασμό με τους φωτισμούς αποτέλεσαν ένα καλαίσθητο, εύληπτο και ακουστικά ιδανικό αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα έξυπνο το εύρημα με τα φαναράκια, που συμπλήρωσαν τους φωτισμούς της σκηνής και φώτισαν τον Χορό. Η κορυφαία του Χορού Κίττυ Παϊταζόγλου κατάφερε να συντονίσει τα υπόλοιπα μέλη και να εντυπωσιάσει με τον καθαρό λόγο της. Τα υπόλοιπα μέλη (Νικόλ Κουνενιδάκη, Μαρία Κωνσταντά, Άννα Κωνσταντίνου,Δανάη Πολίτη, Βιβή Συκιώτη, Αρετή Τίλη) με τις ωραίες φωνές τους συνόδευσαν με τη μελωδία, αλλά και με τα τραγούδια του Άγγελου Τριανταφύλλου πολλά σημεία της παράστασης, καταφέρνοντας να αποτελέσουν τελικά τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής.
Το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη ακολούθησε τη λιτή γραμμή της σκηνοθεσίας, αποτελούμενο από τα ερείπια ενός ναού, που μάλλον συμβόλιζαν περισσότερο την εύθραυστη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, παρά τους ναούς εκείνης της εποχής. Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου δημιούργησαν ένα ζεστό αποτέλεσμα με εναλλαγές, που ταίριαξαν με τη σκηνοθεσία και τονΧορό, και ήταν διαρκείς και επαναλαμβανόμενες. Ενδυματολογικά η Ιωάννα Τσάμη κινήθηκε σε αρεστά επίπεδα.

Αναφορικά με τους πρωταγωνιστές: Η Λένα Παπαληγούρα σήκωσε στους ώμους τους το βάρος της παράστασης, δημιουργώντας μία Ιφιγένεια με εντάσεις,εκρήξεις,αναστολές, αλλά και τρυφερότητα. Με εξαίρεση κάποιες κινήσεις, οι οποίες άγγιξαν την υπερβολή η ίδια κινήθηκε σε πολύ μετρημένα πλαίσια. Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον συμπρωταγωνιστή της Μιχάλη Σαράντη, για τον οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι μεταξύ τους σκηνές διακρίνονταν από χημεία και σκηνικό ταίριασμα. Προεξέχουσα όλων ήταν η στιγμή της αναγνώρισης η οποία αποτέλεσε και από τις πιο δουλεμένες σκηνές της παράστασης.
Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης κινήθηκε σε πολύ ικανοποιητικά πλαίσια, ενώ φάνηκε ταιριαστός στους δύο ρόλους, που του ανατέθηκαν (αγελαδάρης – αγγελιοφόρος), όνταςαρμονικά ενταγμένος στην παράσταση. Ο Νίκος Ψαρράς κέντρισε το ενδιαφέρον του με την εμφάνισή του στο μέσο της παράστασης με τη δυναμική και επιβλητική του παρουσία. Η χαρακτηριστική του φωνή ήχησε δυνατά ερμηνεύοντας έναν ρόλο με πολλαπλές πτυχές. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στο ρόλο του Πυλάδη φάνηκε να είναι διεκπεραιωτικός και μαζεμένος. Τέλος η Χάρις Αλεξίου με την επιβλητική της παρουσία ερμήνευσε το ρόλο της θεάς Αθήνας, η οποία εμφανίζεται ως από μηχανής θεός, οδηγώντας τους ήρωες στην κάθαρση.

Στα αρνητικά (-) σημεία της παράστασης θα πρέπει να σημειώσουμε ορισμένες παράτολμες επιλογές, οι οποίες μας απογοήτευσαν και μας αιφνιδίασαν. Η πρώτη (η απογοητευτική) αφορά στο χειρισμό του ρόλου του Ορέστη. Συγκεκριμένα, ο Ορέστης στη συγκεκριμένη φάση της τραγωδίας εμφανίζεται κυνηγημένος από τις ερινύες να βιώνει μία δύσκολη συγκυρία. Τη συγκεκριμένη κατεύθυνση από το κείμενο μεταχειρίστηκαν εντελώς καταχρηστικά ο σκηνοθέτης Γιώργος Νανούρης και ο πρωταγωνιστής Μιχάλης Σαράντης. Δημιούργησαν μία φιγούρα η οποία είναι βυθισμένη στην υπερβολήμε μία άκριτη σωματοποίηση κάθε μέρους του κειμένου. Συνεχείς συσπάσεις και τρέμουλα, με τον ήρωα να χτυπιέται στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, συμπαρασύροντας στην υπερβολή πολλές σκηνές. Το μετρό δεν τηρήθηκε με τον ρόλο να ξεχειλώνει και την σκηνοθεσία να μοιάζει να αναιρεί τη συνολικά κατά τα άλλα μετρημένη της διαμόρφωση.

Η δεύτερη (η αιφνιδιαστική) αφορά στο κομμάτι της υποκλίσεως, το οποίο παραξένεψε τους πάντες. Η τελική υπόκλιση έγινε από την Χάρις Αλεξίου, η οποία εμφανίστηκε στο τέλος να συνοδεύει τον υπόλοιπο θίασο. Αυτό πραγματικά είναι πρωτόγνωρο στα θεατρικά χρονικά… Ο σκηνοθέτης επέλεξε αντί να επιβραβεύσει την πρωταγωνίστρια του, η οποία κράτησε το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης με τις υποκριτικές της δυνατότητες, να δώσει το μεγαλύτερο χειροκρότημα στο τετράλεπτο της Χαρούλας Αλεξίου, η οποία έκανε ένα ελαφρύ πέρασμα από την παράσταση… Τι κι αν διατυμπάνιζαν το πρώτο θεατρικό βήμα της τεράστιας ερμηνεύτριας. Αυτό ναυάγησε σε μία υπόκλιση, που μάλλον μπήκε για να χορτάσει θέαμα το κοινό ως παρηγοριά, που έσπευσε να έρθει για να δει την Χαρούλα Αλεξίου… και τελικά αρκέστηκε σε 4 μόλις λεπτά…
.
Το θέατρο δεν πρέπει να γίνεται με όρους πίστας… με την φίρμα να βγαίνει στο τέλος. Κρίμα για την Παπαληγούρα, η οποία στερήθηκε επιβράβευσης πρώτα-πρώτα από τον ίδιο της τον σκηνοθέτη…

Συνολικά (=), θα λέγαμε πως η παράσταση στο σύνολο της αποτελεί μία επιτυχημένη απόδοση της τραγωδίας η οποία διατηρεί μία ατόφια προσέγγιση. Εξέχοντα χαρακτηριστικά της ο Χορός, οι φωτισμοί, αλλά και οι πρωταγωνιστές οι οποίοι αποτέλεσαν ένα δεμένο σύνολο που δυστυχώς σε ορισμένα σημεία υποδαυλίστηκαν από τον σκηνοθέτη. Δεν είναι τυχαίο, πως όλοι μιλάνε για την υπόκλιση της Χαρούλας…
Βαθμολογία:
6,9/10
Το ντροπιαστικό βίντεο της υπόκλισης παρακάτω:
ΔΕΙΤΕ & ΑΥΤΟ:
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 – Πληροφορίες ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
ΘΕΑΤΡΟ: