Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Όταν η φήμη που συνοδεύει μια παράσταση περιλαμβάνει εγκωμιαστικά σχόλια του τύπου «παράσταση- φαινόμενο», δεν είναι δυνατόν ο θεατρόφιλος να την αφήσει έξω από την ατζέντα του… πολύ λογικό λοιπόν, όσοι δεν προλάβαμε τη συγκεκριμένη σε προηγούμενα ανεβάσματα, να περιμένουμε με αδημονία την καλοκαιρινή της περιοδεία, αγνοώντας τις δύσκολες συνθήκες θέασης εν μέσω καύσωνα, καταφέρνοντας και πάλι στο τσακ να εξασφαλίσουμε μια στριμωγμένη θεσούλα στην καυτή τσιμεντένια κερκίδα λόγω αδιαχώρητου… Ο λόγος για την παράσταση «Μια άλλη Θήβα» του Σέρχιο Μπλάνκο σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Κήπου κι ας τα πάρουμε από την αρχή…
Στη σκηνή βλέπουμε στημένο ένα περιφραγμένο γήπεδο μπάσκετ που δίνει την αίσθηση ενός «συρμάτινου κλωβού» και στη διάρκεια της (μεγάλης) αναμονής εμφανίζονται οι δύο ηθοποιοί, όπου ο εγκλωβισμένος εντός προπονείται με ζέσταμα και παίζει μπάσκετ, ενώ ο ευρισκόμενος εκτός παροτρύνει το κοινό σε συμμετοχή, συντονίζοντας τις αντιδράσεις των θεατών στον «αγώνα», μέχρι να πάρει τον ρόλο του αφηγητή και να δώσει το στίγμα του έργου… Ο ίδιος συστήνεται ως συγγραφέας «Σ» που επισκέπτεται έναν 20χρονο πατροκτόνο καταδικασμένο σε ισόβια, τον Μαρτίν, προκειμένου να γράψει και να ανεβάσει ένα θεατρικό έργο για την πατροκτονία, εμπνευσμένο από την ιστορία του, επιθυμώντας να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος ο δράστης… ωστόσο το υπουργείο αρνείται και επιλέγει έναν ηθοποιό να τον υποδυθεί, τον Φεδερίκο, παρακολουθώντας επί σκηνής τις παράλληλες συναντήσεις του συγγραφέα τόσο με τον κατάδικο αντλώντας υλικό από τις επώδυνες εξομολογήσεις του για την κακοποίηση που υπέστη, όσο και με τον ηθοποιό καθοδηγώντας τον στην ερμηνεία του ρόλου, ενώ μέχρι το ανέβασμα της παράστασης και τον τελικό αποχαιρετισμό θα εμπλακούν πολλά και καταλυτικά σε συναισθηματικό και όχι μόνο επίπεδο…
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) του έργου -καθότι υπήρχαν και σημαντικά αρνητικά που θα αναφερθούν παρακάτω- πρόκειται καταρχάς για μια ευρηματική συγγραφική ιδέα που αξιοποίησε εξαιρετικά τη συνθήκη «θέατρο μέσα στο θέατρο», με συνδυασμό στοιχείων μυθοπλασίας, ντοκουμέντου, αυτοαναφορικότητας του συγγραφέα, με πλέον «δυνατό χαρτί» την επιλογή να ερμηνευτεί ο κατάδικος και ο ηθοποιός από το ίδιο πρόσωπο, γεγονός που προσέδωσε ιδιαίτερη, έντονη δυναμική στο πρωτότυπο εγχείρημα… Μια ευφάνταστη, ενδιαφέρουσα δομή από άποψη φόρμας, που πέραν της υποκριτικής πρόκλησης, έδωσε την ευκαιρία για περίεργα συναισθηματικά «παιχνίδια» και απρόβλεπτους παραλληλισμούς, με φόντο τη φιλοσοφική διερεύνηση ενός εγκλήματος και κατά πόσο είναι θεμιτό να αποκαλείται πατέρας ένας βασανιστής του παιδιού του και πατροκτόνος το θύμα της βίας που τον σκοτώνει…
Επ’ αυτού ο συγγραφέας επιστρατεύει τον μύθο του πλέον διάσημου πατροκτόνου (εν αγνοία του) Οιδίποδα – εξ ου και ο τίτλος του έργου από τον τόπο της αρχαίας τραγωδίας- εμπλέκοντας παράλληλα τον Ντοστογιέφσκι, τον Φρόυντ, τον βίο του Αγίου Μαρτίνου κλπ. σε μια απόπειρα πολύπλευρης προσέγγισης και ενίοτε «αποδόμησης» του θέματός του… Το οποίο με αφορμή την πατροκτονία εκτείνεται σε ζητήματα ανδρικής ταυτότητας, ενδοοικογενειακής βίας, ψυχικών τραυμάτων, καταπίεσης, διακρίσεων, τιμωρίας, συνεπειών εγκλεισμού, συμπεριφοράς της εξουσίας κλπ. περιλαμβάνοντας επιπλέον τον ρόλο της τέχνης στα ζοφερά γεγονότα και κρατώντας ο συγγραφέας για τον εαυτό του τον ρόλο του «κινούντος τα νήματα» με αμφιλεγόμενα κίνητρα… Ως επιπλέον αρετή θα σημειώναμε τις σποραδικές, εξαιρετικά εύστοχες πινελιές χιούμορ στον θαυμάσια δομημένο χαρακτήρα του κατάδικου, ελαφρύνοντας το βαρύ συναισθηματικό του φορτίο…
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, πλην κάποιων αδυναμιών, σε γενικές γραμμές υπηρέτησε με εντιμότητα, συνέπεια, αποτελεσματικότητα, λιτότητα, ένα πολυσύνθετο έργο πολλαπλών νοημάτων, βασισμένο σε μια απαιτητική ιδιαιτερότητα ερμηνευτικά, την οποία ανέδειξε με τρόπο εξαίρετο, χάρη στη σοφή του καθοδήγηση και βεβαίως το ταλέντο που είχε στα χέρια του… καθώς η διαρκής μετάβαση του ηθοποιού από τον ένα ρόλο στον άλλον με ακαριαίες αλλαγές χωρίς ουδέποτε να προκληθεί σύγχυση ταυτότητας, έδινε την αίσθηση ότι «εισχωρούσε» και «αποχωρούσε» με τον πλέον φυσικό, αβίαστο τρόπο, σαν να επρόκειτο για το απλούστερο πράγμα του κόσμου! Επιπλέον το εύστοχο σκηνικό, πέραν της ρεαλιστικής λειτουργικότητάς του ως γήπεδο μπάσκετ, απέδωσε συμβολικά την έννοια του εγκλωβισμού για τον κρατούμενο –παρότι ο μοναδικός χώρος «ελευθερίας» του- οριοθετώντας ξεκάθαρα τους δύο διαφορετικούς κόσμους, των «μέσα» παραβατικών και των «έξω» αμέτοχων… Επίσης ο τρόπος που εστίασε στο έντονο συναίσθημα αποφεύγοντας επιμελώς τον μελοδραματισμό των εξομολογήσεων και αποφορτίζοντας την ατμόσφαιρα με αυθεντικό χιούμορ, καταγράφεται στις σκηνοθετικές αρετές, ενώ οι ποικίλες ανατροπές, οι απρόβλεπτες αλληλεπιδράσεις, το συγκινητικό ατμοσφαιρικό φινάλε, κράτησαν το ενδιαφέρον μέχρι τέλους, παρά τη δίωρη διάρκεια…
Από άποψη ερμηνειών, αξίζουν ασφαλώς εύσημα στους δύο πανάξιους ηθοποιούς, με πρώτο «δικαιούχο» τον υπέροχο Δημήτρη Καπουράνη για τον υποκριτικό του άθλο… ο οποίος υποδύθηκε επί της ουσίας όχι δύο αλλά τρεις ρόλους με εξαιρετικά δύσκολη εμπλοκή, ήτοι του κατάδικου Μάρτιν, του ηθοποιού Φεδερίκου και του «Μάρτιν- ρόλου» από τον Φεδερίκο, που σημαίνει ακροβασία στην κόψη του ξυραφιού, όντας αναγκασμένος να αναδεικνύει διαρκώς με σαφήνεια και αληθοφάνεια λεπτές ομοιότητες και διαφορές σε μία από τις πλέον απαιτητικές συνθήκες… Παρότι ο ασαφής συγγραφικά χαρακτήρας του Φεδερίκο- εν αντιθέσει με τον άρτια δομημένο του Μάρτιν- δεν τον βοήθησε υποκριτικά, εντούτοις κατάφερε να του δώσει ταυτότητα, έστω πιο αδύναμη, ενώ η ερμηνεία του αυθεντικού Μάρτιν με τα βαριά τραύματα υπήρξε απλά συγκλονιστική, υιοθετώντας ιδιαίτερη εκφορά λόγου και αριστοτεχνική κινησιολογία που άλλαζαν αστραπιαία, ενώ σπάνια συναντούμε απόδοση βαθιάς τραγικότητας με τόσο λιτό, απέριττο, άμεσο τρόπο και γι αυτό σπαρακτικό, ικανό να ανατριχιάζει… Επίσης πολύ καλός ο Θάνος Λέκκας στον λιγότερο αβανταδόρικο και ελαφρώς επίπεδο ρόλο του συγγραφέα, αποπνέοντας ωστόσο σοβαρότητα, σιγουριά, αυτοέλεγχο, αποστασιοποίηση, πειστικότητα και έναν «δικό» του συναισθηματισμό με αδιόρατες ρωγμές, κερδίζοντας αβίαστα την εμπιστοσύνη του κατάδικου…
Όσον αφορά στις αδυναμίες (-) και αρχής γενομένης από το κείμενο, το πρώτο που θα επισημάνουμε είναι η «συγχώνευση» σε ένα έργο πολλαπλών και ενίοτε ετερόκλητων νοημάτων διαφορετικών επιπέδων και χωρίς εσωτερική σύνδεση, κάπως σαν «ατάκτως εριμμένα» σε μια απόπειρα να συμπεριληφθούν τα πάντα σε ένα μόνο πόνημα… με σοβαρές συνέπειες α) να χάνεται η εστίαση στο βασικό ζητούμενο που μοιάζει θολό, β) να διασπάται η προσοχή σε επιμέρουςπεριττούς περισπασμούς, γ) να εκλείπει η ουσιαστική ψυχολογική εμβάθυνση στο κυρίως θέμα- πυρήνα (εν προκειμένω της πατροκτονίας), καταλήγοντας σε μια επιδερμική έως μελοδραματική προσέγγιση και έναν ανώφελο πλεονασμό μεγάλης διάρκειας… Θεωρούμε ότι πλην της τραγωδίας του Οιδίποδα για την αιτιολόγηση του τίτλου, δεν είχαν δομικό/ στέρεο λόγο ύπαρξης οι ποικίλες παραπομπές σε κείμενα, βίους, θεωρίες τρίτων ή η εμπλοκή της υφέρπουσας ομοφυλοφιλίας ή η παράθεση απανωτών ηθικών διλημμάτων κλπ. στερώντας από το περιεχόμενο ένα κεντρικό άξονα… Ως επιπλέον αδυναμία θεωρούμε επίσης τον ακατέργαστο χαρακτήρα του Φεδερίκο, από τον οποίο έλειπε το σαφές στίγμα μοιάζοντας μετέωρος και δυσκολεύοντας την ερμηνεία του…
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, το βασικό στοιχείο που την αποδυνάμωσε στερώντας της πόντους ήταν τα συνεχή αφηγηματικά μέρη, καθώς οι λεκτικές επεξηγήσεις μοιραία υποβαθμίζουν τη δυναμική, τον ρυθμό και την ατμόσφαιρα μιας παράσταση ςπου περνά κάθε τόσο από την δράση στην αδράνεια και από τη θεατρικότητα στη στατικότητα διακόπτοντας τη ροή της… Επίσης βρήκαμε την έναρξη κάπως «ανοίκεια» με το γενικό δραματικό κλίμα, τις σιωπές παρά τον κομβικό τους ρόλο ελαφρώς τραβηγμένες όπως και κάποια αιφνίδια ξεσπάσματα του συγγραφέα με κραυγές, ενώ θα εκτιμούσαμε εντονότερη συμβολή της μουσικής και των φωτισμών για τη διαμόρφωση της κατάλληλης «παρακμιακής» ατμόσφαιρας που εδώ έμοιαζε ουδέτερη… Τέλος θεωρούμε ότι ο «τρίτος» χαρακτήρας του «ρόλου Μάρτιν» από τον Φεδερίκο, απαιτούσε περισσότερο δούλεμα, καθώς συχνά χανόταν στην ασάφεια χωρίς περίγραμμα…
Εν κατακλείδι (=) θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε υπερεκτιμημένη μια παράσταση που συνοδεύεται από εγκώμια ενώ εμφανίζει αδυναμίες, ωστόσο δεν θα το κάνουμε επιλέγοντας να μείνουμε στη θαυμάσια αίσθηση που άφησε κυρίως η ερμηνευτική δεινότητα ενός χαρισματικού ηθοποιού…
Βαθμολογία: 6,2/10
«Μια άλλη Θήβα» σε περιοδεία. Πρόγραμμα παραστάσεων