Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
.
Μία από τις καλύτερες αρχαίες τραγωδίες είναι η «Μήδεια» του Ευριπίδη. Το μεγαλειώδες αυτό έργο εξιστορεί την ιστορία της Μήδειας, η οποία μετά την εγκατάλειψη από τον άντρα της Ιάσονα για την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, και την εξορία της από την πόλη, αποφασίζει να εκδικηθεί τον Ιάσονα, σκοτώνοντας τόσο την Γλαύκη και τον Κρέοντα, όσο και τα ίδια της τα παιδιά. Η παράσταση παρουσιάστηκε λίγες μέρες πριν στο Θέατρο Δάσους σε σκηνοθεσία της Λέας Μαλένη.
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης, πρωταρχικά θα ενταχθεί το εξαιρετικό κείμενο σε μία από τις πιο πετυχημένες μεταφράσεις του Μίνου Βολανάκη. Το κείμενο διακρίνεται από το πάθος, την προδοσία, την αγάπη και φυσικά την μεγάλη ανάγκη για εκδίκηση με κάθε κόστος. Τα νοήματα του κειμένου για τις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά και για το πόσο ακαριαία επιδραστικό είναι το μίσος, θίγονται σε μεγάλο βαθμό. Η μετάφραση καταφέρνει να εκφράσει με καθαρότητα τα λεπτά νοήματα του κειμένου, δίνοντας προσοχή στη λεπτομέρεια.

Η Μαρία Κίτσου σήκωσε στην πλάτη της όλη την παράσταση. Επιβλητική παρουσία, σταθερός ρυθμός απόδοσης, έλλειψη υπερβολών και εξάρσεων αποτέλεσαν τα βασικά χαρακτηριστικά της ερμηνείας της. Κατάφερε να αποδώσει επάξια του σπουδαίο κείμενο και να χρωματίσει με τα εκφραστικά της μέσα τις ψυχολογικές εναλλαγές της ηρωίδας, δίνοντας βαρύτητα στον χαρακτήρα αυτής. Αυτή η συναισθηματική εμβάθυνση κατάφερε να χτίσει έναν ρόλο, που παρότι η πλειοψηφία του κοινού γνωρίζει την εξέλιξή του, να μοιάζει σαν έρχεται σε επαφή με τον ίδιο για πρώτη φορά.
Η σκηνοθεσία της Λέας Μαλένη διακρίνεται από τον σεβασμό και την προσήλωσή της στο κείμενο. Σε μία εποχή, που τα αρχαία κείμενα βιώνουν έναν μεταμοντέρνο «βιασμό» η σκηνοθέτιδα μένει πιστή σε μία κλασική σύλληψη. Φυσικά η κλασική αυτή κατεύθυνση δεν αποστέρησε από την παράσταση τα σκηνοθετικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, εντυπωσίασε η μη στατικότητα του Χορού, αλλά η αλληλεπίδρασή του με την πρωταγωνίστρια, καθώς και η εναλλασσόμενη θέση της πρωταγωνίστριας στον λόφο, με τις συναισθηματικές της μεταπτώσεις άλλοτε να την θέτουν στην κορυφή και άλλοτε στον πάτο. Η επιλογή η Μήδεια να μην φύγει από το σημείο της παρά μόνο 2 φορές σε όλη την παράσταση κατάφερε να αναδείξει τη συναισθηματική της απόσταση από τους άλλους ήρωες, σε ένα δίπολο λογικής και παραφροσύνης.

Βασικό στοιχείο στην όλη εξέλιξη αποτέλεσε η μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, η οποία εντυπωσίασε στο πως κατάφερε την χωρέσει στο κείμενο. Ιδιαίτερα έντονη σε ρυθμό, σου έμενε στο μυαλό από το πρώτο άκουσμα. Συνήθως, παρατηρείται τα στάσιμα σε μία τραγωδία να λειτουργούν σαν ανάπαυλα ανάμεσα στα επεισόδια της τραγωδίας. Κάτι τέτοιο εδώ δεν συνέβη. Αντίθετα, φάνηκε να σφραγίζει το προηγούμενο επεισόδιο και να δημιουργεί τις ανάλογες συνθήκες έντασης, ώστε να είναι ομαλή η μετάβαση στο επόμενο.
Ο Χορός (Αλίκη Αβδελοπούλου, Στέλλα Ράπτη, Έλενα Χατζη αυξέντη, Μυρτώ Παπά-Αργυροπούλου, Γωγώ Παπαϊωάννου, Μυρτώ Καστρινάκη-Μεϊτάνη) κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να διατηρήσει στην πλοκή έναν περιορισμένο μεν (όπως συμβαίνει κατεξοχήν στα έργα του Ευρυπίδη), αλλά καίριο ρόλο. Ωραίος συγχρονισμός και απόλυτα ισορροπημένες μεταβάσεις.
Τα δευτερεύοντα στοιχεία της παράστασης ήταν απόλυτα προσεγμένα και γενναιόδωρα αποτυπωμένα. Συγκεκριμένα, το σκηνικότου Γιώργου Γαβαλά ήταν εντυπωσιακό, θυμίζοντας ένα λασπώδες έδαφος με έναν αμμόλοφο, γεγονός που δημιουργούσε μία υπερβατική εικόνα, που έδινε αφενός ευελιξία κίνησης στους ηθοποιούς και τον Χορό και αφετέρου μία δυναμική παρουσία στη Μήδεια, η οποία βρισκόταν καθόλη τη διάρκεια στο υπερυψωμένο αυτό πλαίσιο. Παράλληλα, υπήρχαν ορισμένες ξύλινες σανίδες, οι οποίες στήνονταν από τον Χορό, όταν επρόκειτο να περάσει ένα σημαίνον πρόσωπο, όπως ένας βασιλιάς ή άρχοντας. Γύρω από την σκηνή υπήρχαν καρέκλες, όπου κάθονταν οι λοιποί πρωταγωνιστές μέχρι να εισέλθουν στην σκηνή.
Πέραν αυτού οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου ήταν ιδιαίτερα επιμελημένοι, φωτίζοντας χωρίς υπερβολές τη συναισθηματική κατάσταση της Μήδειας, ενώ ο κρυφός φωτισμός στις τρύπες του λόφου, λειτούργησε δημιουργώντας μία όμορφη εικόνα σε κορυφαίες στιγμές, όπως στην απεύθυνση στους θεούς και στην πράξη δολοφονίας των παιδιών.
Εξαιρετική η σύλληψη των κοστουμιών της Kλαίρ Μπρέισγουελ, τα οποία πέραν του ότι παρέπεμπαν σε εκείνη την εποχή, έκρυβαν αρκετούς συμβολισμούς. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να μη γίνει αναφορά στη χρυσή ένδυση της Μήδειας στην τελευταία πράξη, αναπαριστώντας τόσο τη λύτρωση που ένιωσε η ίδια με τον θάνατο των παιδιών της, όσο και το κλείσιμο του μύθου με τη μετάβασή της από την Κόρινθο στην Αθήνα.

Ο Θοδωρής Κατσαφάδος, έστω και από τον μικρότερο σε σχέση με τους άλλους ρόλο του παιδαγωγού, κατάφερε να κάνει αίσθηση με την επιβλητική παρουσία και την καθαρή φωνή του. Ικανοποιητικός ήταν και ο Βαγγέλης Αλεξανδρής στο μικρό πέρασμα που έκανε στον ρόλο του Αιγέα, διακπεραιωτικός ο Λαέρτης Μαλκότσης στον ρόλο του Κρέοντα, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε ο Αλμπέρτο Φάις με τον μονόλογό του Άγγελου στο κλείσιμο της τραγωδίας.
Ως προς τα αρνητικά (–) στοιχεία της ο Φάνης Μουρατίδης, φάνηκε να αποτελεί παρά την προσπάθεια ένα ξένο σώμα στην παράσταση. Δεν κατάφερε να πείσει ως Ιάσονας, ενώ τα δικά του ξεσπάσματα έμοιαζαν υπερβολικά και επιτηδευμένα. Ήταν μάλιστα χαρακτηριστικό, πως μάλλον ο ήχος είχε κάποιο πρόβλημα στην αρχή, δημιουργώντας δυσκολία στο να ακουστούν καθαρά τα λόγια τόσο του ίδιου, όσο και του Χορού, δημιουργώντας ένα συνεχές ψεύδισμα. Η Ελένη Καστάνη στον ρόλο της τροφού επίσης δεν εντυπωσίασε. Ανοίγοντας η ίδια την παράσταση δημιούργησε μία αμηχανία τόσο σε σχέση με την απόδοση του ρόλου, όσο και σε σχέση με κάποια λόγια που ξέχασε
Επιπλέον, σε κάποια σημεία εντοπίσαμε έλλειψη σκηνοθετικής συνοχής. Ενώ φάνηκε το μέρος της Μήδειας να ήταν εξαιρετικά δουλεμένο και σε γενναίες χρονικές δόσεις, το ίδιο και ο Χορός, όταν υπήρχε η είσοδος κάποιου άλλου πρωταγωνιστή, σε σημεία δημιουργούνταν μία αμηχανία. Ίσως δεν είχαν δουλευτεί τόσο καλά τα κοινά κομμάτια, ίσως δεν έδεσε απόλυτα ο θίασος… Πάντως υπήρχε αυτό το ψήγμα, που στέρησε ένα ως προς κάθε λεπτομέρεια άρτιο αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η γεύση ήταν απόλυτα θετική.

Συνολικά (=), θα λέγαμε, πως η «Μήδεια» αποτέλεσε μία παράσταση σεβασμού τόσο στο σπουδαίο έργο του Ευριπίδη, όσο και στους θεατές, που αντίκρισαν μία ατόφια κλασική παράσταση, χωρίς ανούσιες επεμβάσεις, όπως μας έχουν συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Η Μαρία Κίτσου ήταν Πρωταγωνίστρια με το «Π» κεφαλαίο, καταφέρνοντας να σηκώσει στις πλάτες της όλη την παράσταση. Το γενναιόδωρο χειροκρότημα προς αυτήν μάλλον την αποζημίωσε με το παραπάνω.
Βαθμολογία:
7,7/10
BINTEO:
Τυχαία αποσπάστα και υπόκλιση από τη παράσταση στο θέατρο Δάσους (ερασιτεχνική λήψη)
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
ΘΕΑΤΡΟ:
ΜΟΥΣΙΚΗ:
ΣΙΝΕΜΑ:
Φωτογραφικό υλικό