2
.
Οι «τηλεκριτικές» της Κουλτουρόσουπα, ένεκα ανυπαρξίας κάθε θεατρικής δραστηριότητας λόγω πανδημίας, σαφώς και δεν αποτελούν «φυσιολογικές» κριτικές (πως θα γινόταν άλλωστε καθώς το θέατρο αποτελεί ένα ζωντανό πυρήνα αλληλεπίδρασης), αλλά μια διαφορετική θεατρική οπτική. Με αυτά τα κριτήρια κρίνουμε και τις παραστάσεις που παρακολουθούμε από τον καναπέ όσο #Μένουμε_σπίτι
“Κ”
Σε μια δύσκολη εποχή για το θέατρο, που οι ζωντανές παραστάσεις μας έχουν λείψει αφάνταστα, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε διαδικτυακά μια σπουδαία παράσταση από τις θεατρικές επιχειρήσεις Λεμπέση, το «Με τη σιωπή» του Αλεχάντρο Κασόνα με πρωταγωνίστρια την Μίρκα Παπακωνσταντίνου.
Η βραβευμένη αυτή παράσταση που παίχτηκε με τεράστια επιτυχία για δύο χρόνια στο θέατρο Βεάκη στην Αθήνα (2006 – 2008) αλλά και στην Μονή Λαζαριστών στην Θεσσαλονίκη και αγαπήθηκε από το θεατρόφιλο κοινό, θα είναι διαθέσιμη και σήμερα Κυριακή 17/1. Μια παράσταση με τέλεια εικόνα, μαγνητοσκοπημένη με τρικάμερο, μια εξαιρετική παραγωγή, που οφείλω να ομολογήσω πως απόλαυσα, παρόλο που είμαι της γνώμης πως η μαγεία του θεάτρου δεν μπορεί να μεταφερθεί στην οθόνη. Η συγκίνηση και το συναίσθημα που εκπέμπει είναι μοναδικά.
Το έργο…
Η Ελισσαία, μια γυναίκα στα πρόθυρα της παραφροσύνης, ζει σ’ένα παλιό αρχοντικό, «το σπίτι με τα επτά μπαλκόνια», περιμένοντας τον αγαπημένο της που πριν από χρόνια έφυγε στην Αμερική. Πιστεύει ότι δεν της γράφει γιατί ξέχασε… το όνομα του δέντρου κάτω από το οποίο της έγραψε το τελευταίο του γράμμα και προσπαθεί απεγνωσμένα να το θυμηθεί. Βαθιά πληγωμένη από την ερωτική απογοήτευση και όχι μόνο, δημιουργεί στο παιδεμένο μυαλό της έναν ονειρικό κόσμο και κλείνεται στην ασφάλεια του, διαγράφοντας ταυτόχρονα καθετί που την ενοχλεί από την γκρίζα, επίπονη και συχνά βίαιη πραγματικότητα της. Μοναδική συντροφιά της ο αυτιστικός ανεψιός της, ο Έρον,που μεγαλώνει μέσα στη σιωπή και την μοναξιά της διαφορετικότητάς του. Παρόλο που ο μικρός δεν μιλά, οι δυο τους βρίσκουν δίοδο επικοινωνίας.«Όταν οι άνθρωποι αγαπιούνται αληθινά τα λόγια δεν χρειάζονται…». Στο σπίτι μαζί τους ζει ο Ραμόν ο αυταρχικός και αδίστακτος πατέρας του Έρον, η Αμάντα, η ερωμένη του, η οποία διεκδικεί τη θέση της κυρίας του σπιτιού και η καλοκάγαθη Ροζίνα, η νεαρή υπηρέτρια, που νοιάζεται πραγματικά για τους δύο «διαφορετικούς» της οικογένειας. Προστάτης και υπερασπιστής των «αδυνάτων», ο γιατρός Δον Γερμάν, που τους επισκέπτεται συχνά και δεν διστάζει να συγκρουστεί με τον Ραμόν για να τους βοηθήσει. Συντροφιά στον Έρον «..όταν η στεναχώρια μεγαλώνει και πονάει..» προσφέρουν η μητέρα του, ο παππούς του και η Αλίκη, φιγούρες από το παρελθόν, αγαπημένων νεκρών προσώπων, με τους οποίους μπορεί, με έναν μεταφυσικό τρόπο, να συνομιλεί και να ζει στιγμές ευτυχίας και ξενοιασιάς. Κάποια στιγμή η απληστία που φωλιάζει στο σπιτικό τους διαταράσσει τις ήδη μολυσμένες σχέσεις και επιβεβαιώνει αυτό που με πόνο από την αρχή δηλώνει η Ελισσαία «δεν μας συγχωρούν το ότι είμαστε διαφορετικοί…»
Καταρχάς στα θετικά της παράστασης (+) το κείμενο του Αλεχάντρο Κασόνα, σε μετάφραση της Ιουλίας Ιατρίδη και σε μια εξαιρετική διασκευή του Νίκου Καραγεώργου, που μετουσιώνει δημιουργικά μια οικογενειακή τραγωδία σε μια μεταφυσικήιστορία με σύγχρονες κοινωνικές προεκτάσεις. Ένα κείμενο με ποιητικό χαρακτήρα, που βρίθει από συναίσθημα, που παραπαίει ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό,ανάμεσα στη σιωπή και τις κραυγές των πρωταγωνιστών. Ένα παραμύθι στενάχωρο και μαύρο που όμως με ένα μαγικό τρόπο γεννά όμορφα συναισθήματα, καθώς παράλληλα με τη βία, την εκμετάλλευση και την κακοποίηση που κυριαρχούν στην πλοκή του, προβάλλει την σημασία και την δύναμη της αγνής αγάπης, την γοητεία της αφέλειας, την αθωότητα της παιδικής ψυχής, την ανιδιοτελή φιλία και την ελπίδα. Μέσα από τη διήγηση και τη δραματικότητα των διαλόγων θίγονται ζητήματα, όπως η απόρριψη του διαφορετικού είτε αυτό είναι το αυτιστικό παιδί είτε η ψυχολογικά ασταθής συγγενής, η ενδοοικογενειακή βία, η οικονομική εκμετάλλευση, αλλά και το μεγαλείο της μητρικής αγάπης που συνεχίζει να υπάρχει και μετά θάνατον. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν επίσης οι φανταστικοί διάλογοι με τους νεκρούς χαρακτήρες, παρουσιάζοντας μιαν άλλη – μεταφυσική – εκδοχή της «πραγματικότητας». Η κορύφωση του δράματος χτίζεται περίτεχνα καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μέρους, προοικονομώντας το τραγικό φινάλε.
Από τα πιο δυναμικά στοιχεία της παράστασης η ατμοσφαιρική σκηνοθεσία του Νίκου Καραγέωργου, στην οποία διαφαίνεται η ευαίσθητη, σχεδόν ποιητική προσέγγιση ενός βαθιά συναισθηματικού και ανθρώπινου κειμένου. Με όπλο την εμπειρία του αλλά και τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών αναδεικνύει στο έπακρον το σπουδαίο υλικό που έχει στην διάθεση του. Αποδίδει με ρεαλισμό το οικογενειακό δράμα της υπόθεσης του έργου συνδυάζοντας αρμονικά τα μεταφυσικά στοιχεία του κειμένου χωρίς να αποξενώνει τον θεατή από το πραγματικό αλλά επιτρέποντάς του ζήσει στον ονειρικό κόσμο των ηρώων που ζωντανεύει επί σκηνής. Αναπαριστά με υποβλητικό τρόπο τη σύγκρουση της απληστίας της πεζής πραγματικότητας με την αθωότητα και την φαντασία, καθιστώντας αναπόφευκτα λυτρωτικό το τέλος. Σημαντική για την απόδοση της ιστορίας κρίνεται η επιλογή από το σκηνοθέτη της διπλής και τριπλής δράσης επί σκηνής. Παράλληλα με την κύρια δράση, τα τρία νεκρά πρόσωπα συνυπάρχουν με τους εν ζωή ήρωες και ταυτόχρονα, στο βάθος του σκηνικού παρουσιάζονται βουβά στιγμές από τον δεύτερο όροφο του αρχοντικού, δίνοντας τη δυνατότητα στους θεατές να παρακολουθούν τους χαρακτήρες μετά την αποχώρηση τους από τη σκηνή.
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, ερμηνεύει συγκλονιστικά τον ρόλο της Ελισσαίας και με ώριμο επαγγελματισμό αποδίδει με ρεαλισμό την απελπισμένη γεροντοκόρη που φλερτάρει με την παράνοια. «Ζει» πραγματικά τον χαρακτήρα της ηρωίδας, κάτι που φαίνεται από την συνολική σκηνική παρουσία της, από τις εκφράσεις, το ύφος, τις λιτές αλλά προσεγμένες κινήσεις της, το συναίσθημα που εκπέμπει, μαγνητίζοντας το κοινό από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Το επίπεδο της ερμηνείας της αποδεικνύει τη σκληρή δουλειά αλλά και την αγάπη και την προσήλωση της σε έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο. Ο χαρακτήρας που υποδύεται είναι κατά βάση δραματικός, κατορθώνει όμως εντέχνως να διατηρεί παράλληλα χιουμοριστικά στοιχεία που ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα και απαλύνουν τη συναισθηματική φόρτιση του κοινού. Ιδιαίτερα συγκινητική η σκηνή με τον ταχυδρόμο, όπως και η σκηνή που λύνει τα μαλλιά της και χορεύει βαλς με τον Έρον. Επίσης συνταρακτική η ερμηνεία της στην σκηνή που διαβάζει το γράμμα που υποτίθεται της έστειλε ο αγαπημένος της αλλά και η σκηνή που αντιλαμβάνεται το θάνατο του Έρον και φορά το πουκάμισο του σαν «ζουρλομανδύα». Οι ατάκες της: «το καλύτερο φάρμακο η κουβέντα», «τρεις οι ανώτερες αρετές: η ελπίδα, η ελπίδα και η ελπίδα», «Η πιο σπουδαία λέξη το ΌΧΙ» αλλά και το «Γεια σου άντρα» που φώναζε στον Έρον, θα αντηχούν για καιρό μέσα στο μυαλό μου.
Κυριολεκτικά εξαιρετικός στην ερμηνεία του και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος που απέδωσε με εκφραστικότητα και χωρίς υπερβολές το αυτιστικό παιδί που ζει μέσα στη σιωπή. Προσεγγίζοντας το ρόλο του κυρίως κινητικά και εκφραστικά κατορθώνει να πείσει το κοινό για τις δυσκολίες και το δράμα του ήρωα του, να κερδίσει εξαρχής την προσοχή και τις εντυπώσεις. Πολύ καλή ψυχολογική προσέγγιση του ρόλου, που αποδεικνύει προσήλωση και σκληρή δουλειά, καθώς η απόδοση ενός χαρακτήρα με αυτισμό απαιτεί μελέτη και βαθιά γνώση των προβλημάτων και αντιδράσεων ατόμων με αυτή την ιδιαιτερότητα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι για την ερμηνεία αυτή κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα ως Καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού.
.
.
Υψηλό επίπεδο ερμηνείας και τεχνικής από τον Κώστα Αρζόγλου που σε έναν μικρό σχετικά ρόλο, κατόρθωσε να αποδείξει το εξαιρετικό υποκριτικό του ταλέντο στο ρόλο του συνετού, ώριμου και δίκαιου γιατρού που έχει πάρει υπό την προστασία του τον Έρον και την Ελισσαία.
Αξιοσημείωτη ερμηνευτικά η Άννα Μονογιού στον ρόλο της ευγενικής Ροζίνας, που πέρα από τις υποκριτικές της ικανότητες δίνει μια αίσθηση δροσιάς και έναν αέρα καλοσύνης και αθωότητας στην βαριά ατμόσφαιρα του έργου.
Αξιοπρόσεκτη η παρουσία του Χρήστου Βασιλόπουλου με αρκετά καλές στιγμές και άλλες λιγότερο πειστικές, στον ρόλο του σκληρού πατέρα που εκπέμπει αυτοπεποίθηση για την εξωτερική εμφάνιση και τον ανδρισμό του, διχάζεται όμως ψυχολογικά.
Πολύ καλές ερμηνείες και από τους λοιπούς ηθοποιούς που πλαισιώνουν την παράσταση: την Σταυριάνα Πανδή, στον ρόλο της σκληρής Αμάντας, της Ειρήνης Ράπτη στον ρόλο της νεκρής μητέρας του Έρον που συγκινεί ιδίως στο τέλος της παράστασης, του Σταύρου Μοίρα στον ρόλο του παππού και της Ελένης Αποστολοπούλου στο ρόλο της Αλίκης. Γενικά ένα οργανωμένο και καλοδουλεμένο σύνολο σε δύσκολους ρόλους που πρόσφεραν ένα αξιόλογο αποτέλεσμα.
Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη λειτούργησαν ενισχυτικά στην σκηνοθεσία. Οι συνεχείς και αρμονικές με την ατμόσφαιρα της στιγμής εναλλαγές, το στοχευμένο σκοτείνιασμα των βίαιων σκηνών, η έντονη παρουσία τους στο τραγικό φινάλε ενέτειναν την δραματικότητα των σκηνών. Ιδιαίτερα ο συνδυασμός τους με την αισθαντική μουσική επένδυση της παράστασης από τον Πάνο Δορμπαράκη (μουσική) και τον Δημήτρη Ιατρόπουλο (μουσική επιμέλεια – συνθέσεις ήχων) απογείωσαν ορισμένες σκηνές, όπως τη σκηνή που ο Έροναγκαλιάζει την Ροζίνα υπό την μουσική υπόκρουση του αγαπημένου και ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικού «HistoriadeunAmor».
Το σκηνικό, δημιουργία της Χριστίνα Κωστέα, είναι ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ευρηματικό, ευφυές και πολύ προσεγμένο. Χωρίζει τη σκηνή σε δύο επίπεδα, αναπαριστώντας εν μέρει το εσωτερικό του παλιού αρχοντικού. Το μπροστινό μέρος της σκηνής καταλαμβάνει η τραπεζαρία του σπιτιού, με μια μεγάλη πολυθρόνα στην μια άκρη και τα παιχνίδια του παιδιού στην άλλη(ένα κουνιστό αλογάκι και ένα μεγάλο καράβι που έφτιαξε μόνος του). Στο πίσω μέρος παρουσιάζεται ανυψωμένο το εσωτερικό του δευτέρου ορόφου, οι πόρτες και μέρος των δωματίων,που προσθέτουν στην ουσία ένα δεύτερο επίπεδο θέασης. Μετακινούμενες, σκουρόχρωμες επιφάνειες αποκρύπτουν ή αποκαλύπτουν αντίστοιχα σημεία του δευτέρου ορόφου δίνοντας ένα αρκετά εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Ενδιαφέροντα και τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα. Η επιλογή των άσπρων κατά βάση κοστουμιών για τους περισσότερους ηθοποιούς, χρώμα που παραπέμπει στην αθωότητα και την αγνότητα, εντείνει την αντίθεση με την σκοτεινιά της ατμόσφαιρας του σπιτιού. Η επιλογή μαύρου χρώματος για την πρωταγωνίστρια αρμόζει στην ψυχολογία του ρόλου τηςκαι την διαφοροποιεί ενδυματολογικά από τους υπόλοιπουςχαρακτήρες.
Δεν ξέρω πραγματικά αν αξίζει να αναφέρουμε αρνητικά (-) στοιχεία σε μια τέτοια παράσταση. Σαφώς αναζητώντας πάντα κάτι βρίσκεις να πεις. Τα όποια όμως δεν μειώνουν τη βασική επιτυχία της, το συναίσθημα που επικοινώνησε στο κοινό και τις συγκλονιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Εάν λοιπόν θέλαμε να αναφέρουμε κάποια σημεία θα συγκαταλέγαμε αρχικά τις αδύναμες ερμηνευτικές στιγμές του Χρήστου Βασιλόπουλου, που δεν απέδωσε σε όλα τα σημεία με πειστικότητα και ένταση την ψυχολογική κατάσταση του Ραμόν, αλλά και την υπερβολή του σε σκηνές επίδειξης σκληρότητας και ανδρισμού που έδειχναν αρκετά ψεύτικες.
Επίσης σε ορισμένα σημεία η μουσική, ενώ γενικά ήταν ταιριαστή, δεν ήταν σε πλήρη αρμονία με την ατμόσφαιρα της σκηνής. Όλα όμως αυτά είναι πταίσματα σε μια γενικά αξιόλογη παράσταση.
Συμπερασματικά (=), το «Με τη σιωπή» είναι μια έξοχη παράσταση, με ένα ενδιαφέρον πρωτότυπο σενάριο, εξαιρετική σκηνοθεσία, συγκλονιστικές ερμηνείες, κυρίως από την Μίρκα Παπακωνσταντίνου και γενικά μια παράσταση δεμένη, με συνοχή, με περιεχόμενο, μια παράσταση επιπέδου, που δεν πρέπει να χάσει κανείς. Είναι αυτό που λέμε «καλό θέατρο»…
ΤΗΛΕ-Βαθμολογία
7,6/10
.
–Πληροφορίες για την διαδικτυακή παράσταση, εδώ
-Προπώληση εισιτηρίων ΕΔΩ
.
ΔΕΙΤΕ & ΑΥΤΑ: