Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η ιστορία του ελληνικού βωβού κινηματογράφου, όπως την έζησαν και την διαμόρφωσαν οι Έλληνες κωμικοί ηθοποιοί εκείνης της εποχής, αποτελεί το θέμα της νέας παραγωγής του ΚΘΒΕ που παρακολουθήσαμε στην σκηνή Σωκράτης Καραντινός του θεάτρου της Μονής Λαζαριστών.
Ο λόγος για την μουσικοθεατρική παράσταση «Οι κωμικοί» των Δημήτρη Πιάτα και Σάκη Σερέφα, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Πιατά.
Πρόκειται για μια παράσταση «ωδή» στους πρώτους Έλληνες κωμικούς ηθοποιούς και κυρίως στον, δημοφιλή τότε, Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, τον Έλληνα Σαρλώ, που πρωτοστάτησε στην διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ιστορίας της χώρας μας, μετά το 1920. Η υπόθεση ακολουθεί την πορεία του μετά τον πόλεμο, με αναφορές στις παραστάσεις του στο θέατρο, στην προσπάθεια του να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, την πρόσκαιρη επιτυχία του, αλλά και το θλιβερό του τέλος. Η δράση εκτυλίσσεται γύρω από τη δημιουργία δύο βουβών ταινιών της εποχής στις οποίες συμμετείχε: «Ο Βιλλάρ στα Γυναικεία Λουτρά του Νέου Φαλήρου» με πρωτοεμφανιζόμενο τότε στον κινηματογράφο τον Μιχαήλ Μιχαήλ και «Ο γάμος της Κοντσέτα Μόσχου με τον Μιχαήλ», η οποία είχε σημειώσει τεράστια επιτυχία. Παράλληλα αναβιώνει τη σχέση του με τους σύγχρονούς του ηθοποιούς, τις φιλίες, τις αντιζηλίες, τα πειράγματα, τις κόντρες, τους έρωτες, συστήνοντας μας με τον τρόπο αυτό πολλά σημαντικά ονόματα του χώρου: Εκτός από την Γεωργία Βασιλειάδου, που όλοι γνωρίζουμε, ηθοποιούς όπως τον Αχιλλέα Μαδρά, τη Σωτηρία Ιατρίδου, τον Ερβέ Βιλλάρ, τον Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλο, την Τάλα Κρανόφσκα, την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, την Κοντσέτα Μόσχου και άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες, που ξεχάστηκαν με το πέρασμα των χρόνων, η συμβολή τους όμως στην εξέλιξη της τέχνης του κινηματογράφου υπήρξε αδιαμφισβήτητη.
Το κείμενο των Δημήτρη Πιατά και Σάκη Σερέφα, αποτελεί μια γλυκόπικρη κωμωδία, που, μέσα από πραγματικά ιστορικά γεγονότα, με πολύ χιούμορ, προσπαθεί να αποδώσει τον παλμό εκείνης της εποχής.
Τα εύσημα, για την πολύ ενδιαφέρουσα ομολογουμένως ιδέα, ανήκουν στον Δημήτρη Πιατά, που οραματίστηκε το έργο και με πρώτη ύλη το υλικό που σωζόταν από τις λίγες ταινίες βωβού ελληνικού κινηματογράφου, τις διηγήσεις παλαιότερων καλλιτεχνών αλλά και τα παιδικά του βιώματα από ταινίες του Σαρλώ, ξεκίνησε να υλοποιεί το όνειρό του. Αναπόφευκτα μέσα στο κείμενο παρουσιάζεται και το γενικότερο κοινωνικό – πολιτικό πλαίσιο της εποχήςκαι κυρίως η οικονομική ένδεια που φυσικά επηρέαζε βαθύτατα τον κόσμο της τέχνης. Μέσα από τους ρεαλιστικούς, χιουμοριστικούς και συχνά πικάντικους διαλόγους του κειμένου διαφαίνονται ο αγώναςτων ηθοποιών για την καθημερινή επιβίωση αλλά και η έμφυτη ανάγκη τους για διάκριση, φήμη και δόξα. Η ατμόσφαιρα του έργου είναι γενικά χαρούμενη, με αρκετά όμως μελαγχολικά σημεία, η δε συγκίνηση κορυφώνεται στην τελευταία σκηνή, με το κάθε άλλο παρά κωμικό τέλος του πρωταγωνιστή.
Στα θετικά στοιχεία (+) της παράστασης συγκαταλέγεται η σκηνοθεσία της παράστασης από τον ίδιο τον Δημήτρη Πιατά που υπήρξε αρκετά ευρηματική. Με στόχο να αναβιώσει την ατμόσφαιρα της εποχής του βωβού κινηματογράφου, χρησιμοποίησε πλήθος μεθόδων και το κατάφερε σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Διαθέτοντας έναν λαμπρό θίασο ηθοποιών, εμπλούτισε την παράσταση με ζωντανή μουσική και τραγούδια της εποχής, τα οποία ερμηνεύτηκαν εξαιρετικά. Επέλεξε να προβάλει τμήματα της βωβής ταινίας «Ο γάμος της Κοντσέτα και του Μιχαήλ», παρουσιάζοντας τους ίδιους τους χαρακτήρες που αναβίωνε επί σκηνής, καθώς και άλλα βίντεο με στοιχεία και πληροφορίες της εποχής. Ενδιαφέρουσα επίσης υπήρξε η επιλογή του να τοποθετήσει επί σκηνής καμεραμάν που βιντεοσκοπούσε την ώρα της παράστασης τους ηθοποιούς και μάλιστα με πολύ κοντινά πλάνα (τα οποία προβάλλονται ταυτόχρονα), τονίζοντας τις εκφράσεις και τα συναισθήματά τους. Αξιοσημείωτη τέλος η ιδιαίτερα συγκινητική σκηνή με την βιντεοσκοπημένη εμφάνιση του Λάκη Λαζόπουλου στον ρόλο του ηλικιωμένου Τσάρλι Τσάπλιν, στο τέλος της παράστασης.
Ο 25μελής θίασος της παράστασης αποτέλεσε ένα θαυμάσια συγκροτημένο και δεμένο σύνολο, που χόρευε και τραγουδούσε ασταμάτητα, στις δύο και πλέον ώρες της παράστασης.
Ξεχώρισε μεταξύ τους, με την εξαιρετική εμφάνιση του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μιχαήλ Μιχαήλ, ο Γιώργος Καύκας. Δεν περιμέναμε ασφαλώς τίποτε λιγότερο από τον εμπειρότατο αυτόν ηθοποιό που μας έχει συνηθίσει σε πραγματικά υψηλού επιπέδου ερμηνείες. Απίστευτα κωμικός αλλά και βαθιά συναισθηματικός και ανθρώπινος, όταν το απαιτούσε ο ρόλος, με απίστευτη άνεσηκαι εκφραστικότητα στην απόδοση του χαρακτήρα του, υπήρξε η καλύτερη επιλογή για τον ρόλο του Έλληνα Σαρλώ. Απλά υπέροχος…
Πολύ καλή, επίσης, η εμφάνιση του Δημήτρη Πιατά στον ρόλο του παραγωγού Δήμου Βρατσάνου, έναν ρόλο που φάνηκε πραγματικά να απολαμβάνει. Γεμάτος ενέργεια, με πολλές εξαιρετικά κωμικές στιγμές, ενσάρκωσε τον σκληρό, φιλοχρήματο παραγωγό που εκμεταλλεύεται την επιτυχία της ταινίας του Μιχαήλ, δεν μοιράζεται όμως μαζί του τα κέρδη.
Πολύ καλές και οι εμφανίσεις των λοιπών πρωταγωνιστών: του Κωνσταντίνου Χατζησάββα στον ρόλο του Έρβε Βιλάρ, που ήταν απολαυστικός μιμούμενος τον Σαρλώ, του Ιορδάνη Αϊβάζογλου στον ιδιαίτερα κωμικό ρόλο του Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλου, του Πάνου Σκουρολιάκου στον επιβλητικό ρόλο του Αχιλλέα Μαδρά, του Νίκου Νικολάου στον ρόλο του Ούγγρου κινηματογραφιστή Ιωσήφ Χεπ, του Χρύσανθου Καγιά ως Ευτύχιου Βονασέρα, του Παναγιώτη Καμμένου στον ρόλο του χωριάτη αστυνομικού Μπατσακούτσα, αλλά και των Χρήστου Παπαδημητρίου στον ρόλο του Εδμόνδου Φρυστ, του Χρίστου Στυλιανού στον ρόλο του Λυκούργου Καλαποθάκη, του Δημήτρη Τσιλινίκου στον ρόλο του Κώστα Βατίστα, του Γρηγόρη Παπαδόπουλου στον ρόλο του Γιώργου Πλούτη και του Σπύρου Σιδέρη στον ρόλο του Ιερέα. Εισπράξαμε το πηγαίο ταλέντο, την αμεσότητα, την σκηνική άνεση και το χιούμορ τους καθώς όλοι ανεξαιρέτως υπηρέτησαν τους ρόλους τους με αφοσίωση και πειστικότητα.
Εξαιρετικές και οι γυναικείες παρουσίες: Η γεμάτη ενέργεια και ζωντάνια Πολυξένη Σπυροπούλου στον ρόλο της νεαρής Γεωργίας Βασιλειάδου, η Άννη Τσολακίδου με την υπέροχη φωνή στον ρόλο της Σωτηρίας Ιατρίδου που ερμήνευσε στην αρχή της παράστασης το «Ακόμα ένα ποτηράκι», απολαυστική η χαρισματική Σοφία Καλεμκερίδου ως η πληθωρική Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, η Μπέτυ Αποστόλου στον ρόλο της ντίβας Κοντσέτα Μόσχου, η Νεφέλη Ανθοπούλου ως η προκλητική Τάλα Κρανόφσκα, η Ηρώ Δημητριάδου στον ρόλο της Ριρής Ασπριώτου, η Χρύσα Ζαφειριάδου ως Πόπη Μέγγουλα, η Χριστίνα Ζαχάρωφ ως Ροζαλία Παντελιάδου, η Ελένη Μισχοπούλου ως η χαριτωμένη Λολόττα Ιωαννίδου και η Ιωάννα Πιατά στον ρόλο της όμορφης νεαρής ηθοποιού Ηρούς Χαντά. Πολύ καλές ερμηνείες, αντάξιες του επιπέδου της παράστασης, με φυσικότητα, ζωντάνια, μπρίο και κέφι, έδωσαν πραγματικά τον καλύτερό τους εαυτό. Φιγκυράν – κινηματογραφιστής επί σκηνής ο Χρήστος Τουρλάκης. Ελπίζω να μην έχω ξεχάσει κάποιον.
Σημαντικότατη η μουσική ένδυση της παράστασης με επιλογές αλλά και πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του Στάθη Παχίδη, που της προσέδωσε απίστευτη ζωντάνια. Εξαιρετικάτα τραγούδια που ερμήνευσαν επί σκηνής οι ηθοποιοί, αλλά και οι χορογραφίες του Δημήτρη Παπάζογλου τις οποίες εκτέλεσαν με περίσσιο κέφι. Ξεχώρισε το πρωτότυπο τραγούδι του τέλους «Το Όνειρο του Παλιάτσου» σε μουσική Στάθη Παχίδη και στίχους του ίδιου του Μιχαήλ Μιχαήλ, ερμηνευμένο από τον Μίλτο Πασχαλίδη, που προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση στο κοινό. Η δε παρουσία των μουσικών, στο πλάι της σκηνής, ντυμένων με κοστούμια ανάλογα των ηθοποιών, τους καθιστούσε αναπόσπαστο τμήμα της παράστασης.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, αναβίωσε πετυχημένα την αίσθηση της εποχής του βωβού κινηματογράφου συνδυάζοντας διάφορα στοιχεία και μέσα που παραπέμπουν σε αυτήν. Το βασικό τμήμα του αναπαριστούσε μια «σκηνή» (ιδιαιτέρως αρμόζουσα επιλογή μιας και το έργο αφορά ηθοποιούς) που περιβάλλονταν από διαφημίσεις της εποχής. Αξιοσημείωτη η παρουσία ενός πλαισίου (κορνίζα), μέσω βιντεοπροβολής, που θύμιζε τις παλιές ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Εντυπωσιακά τέλος, τα πολύχρωμα, φανταχτερά κοστούμια των πρωταγωνιστών, δημιουργίες επίσης του Μανόλη Παντελιδάκη, που έδωσαν χρώμα, στυλ και χαρακτήρα εποχής στην παράσταση. Ενδιαφέρουσα επιλογή αποτέλεσε το βαμμένο λευκό πρόσωπο, κυρίως των ανδρικών χαρακτήρων, που παρέπεμπε ξεκάθαρα σε ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου.
Εξίσου καλοί υπήρξαν και οι φωτισμοί της παράστασης από τον Γιάννη Τούμπα που της προσέδωσαν ζωντάνια και τόνισαν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων.
Και ενώ τα επιμέρους στοιχεία της παράστασης ήταν ένα προς ένα αξιόλογα, εντούτοις η συνολική αίσθηση που αποκομίσαμε δεν ήταν ανάλογη (-).
Ενώ πρόκειται για μια εντυπωσιακή, πλούσια από κάθε άποψη παράσταση, που σκηνοθετικά κινήθηκε σωστά, ένα αρκετά μεγάλο τμήμα της, στην αρχή τουλάχιστον, φαίνεται νοηματικά ανούσιο, λόγω –ίσως- εγγενούς αδυναμίας του κειμένου, το οποίο αργεί να αποδώσει την ουσία της, κατά τα άλλα, ενδιαφέρουσας ιστορίας. Ενώ η γενικότερη πρόθεση (η αναβίωση της ιστορίας του βωβού κινηματογράφου στην Ελλάδα) είναι πέραν πάσης αμφιβολίας «αγαθή», η απόδοση της, σε επίπεδο κειμένου, δεν έχει σαφή προσανατολισμό. Επικεντρώνεται θεωρητικά στην ιστορία του Μιχαήλ Μιχαήλ, χωρίς όμως να έχει ξεκάθαρο χαρακτήρα βιογραφίας, αφού προσπαθεί παράλληλα να παρουσιάσει έναν ΜΕΓΑΛΟ αριθμό άλλων χαρακτήρων (γνωστών τότε ηθοποιών και μη) δίνοντας στοιχεία από την προσωπικότητα του καθενός, με αποτέλεσμα να χάνεται το ενδιαφέρον του θεατή που αποπροσανατολίζεται από την βασική ιστορία. Ευτυχώς το δεύτερο τμήμα της παράστασης που επικεντρώνεται στην καλλιτεχνική πορεία του πρωταγωνιστή και στην θλιβερή του κατάληξη, έχει σαφέστερη ταυτότητα και κερδίζει αβίαστα το ενδιαφέρον και την προσοχή του κοινού, «σώζοντας» την όλη προσπάθεια.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε μια γενικά κεφάτη και ταυτόχρονα συγκινητική παράσταση, με αξιόλογες ερμηνείες, που μας ταξίδεψε με την εικόνα και την μουσική της στην εποχή του ελληνικού βωβού κινηματογράφου, δίνοντας μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε τους βασικούς πρωταγωνιστές της…
Βαθμολογία: 6,3/10
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«Οι κωμικοί» των Δημήτρη Πιατά και Σάκη Σερέφα.
Μέσα από την ιστορία του ελληνικού βωβού μια κωμωδία με στοιχεία μπουρλέσκ, ζωντανή μουσική και ιστορικά ντοκουμέντα, που έχει ως ήρωες πραγματικούς ηθοποιούς της εποχής, από τα ταραγμένα χρόνια της ελληνικής ιστορίας, μεταξύ 1920-1939. Ηθοποιούς που αν και ξεχάστηκαν μέσα στον χρόνο, ωστόσο, άφησαν το στίγμα τους και έδειξαν τον δρόμο στους μεταγενέστερους Έλληνες κωμικούς.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Πιατάς. Ερμηνεύουν: Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Νεφέλη Ανθοπούλου, Σοφία Καλεμκερίδου, Νίκος Νικολάου κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη:18.30 Πέμπτη-Παρασκευή: 20.30 Σάββατο: 17.30 & 20.30 Κυριακή: 18.30
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.