ΜΑΚΜΠΕΘ από το Κ.Θ.Β.Ε. Γράφει ο Αχιλλέας Ψαλτόπουλος
Ο Μάκβεθ (ή Μακμπέθ) ή Η Τραγωδία του Μακμπέθ, όπως είναι ο αρχικός τίτλος, είναι θεατρικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ γύρω από μία βασιλοκτονία και τα επακόλουθά της. Είναι η μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606.
Πηγές του Σαίξπηρ γι’ αυτήν την τραγωδία ήταν παλιότερες περιγραφές για τον Μακμπέθ της Σκωτίας, που έγινε Βασιλιάς το 1040, τον Μακντόφ και τον Ντάνκαν Α’ της Σκωτίας. Ωστόσο η ιστορία του Μάκβεθ όπως ειπώθηκε από τον Σαίξπηρ έχει ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας της Σκωτίας, αφού ο αληθινός Μάκβεθ ήταν ένας θαυμαστός μονάρχης.
Ο Ραφαήλ Χόλινσεντ στο βιβλίο του “Χρονικά της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας” (1577) όπου βασίστηκε κυρίως η τραγωδία “Μάκβεθ” έγραψε πως το στέμμα της Σκωτίας το είχαν υποσχεθεί στον Μάκβεθ “τρεις μάγισσες που ήταν Θεές της Τύχης ή νύμφες ή νεράιδες”. Ο Χόλινσεντ έγραψε ακόμα πως σ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του ο Μάκβεθ ζητούσε τις συμβουλές “ορισμένων μάγων και μιας μάγισσας” που τον αποκοίμιζαν με ψεύτικες προφητείες οδηγώντας τον έτσι στην καταστροφή του.
Ο “Μάκβεθ” του Σαίξπηρ, δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια λόγω των σημαντικών μεταγενέστερων αναθεωρήσεων. Η πρώτη έντυπη έκδοσή του εμφανίστηκε, μόλις το 1623, 7 χρόνια μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ. Πολλοί μελετητές εικάζουν ότι το έργο πιθανότατα γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606, αν και η πρώτη χρονολογία φαίνεται η πιθανότερη. Το 1603 ανέβηκε στο θρόνο της Αγγλίας ο Ιάκωβος Α’, ο οποίος πήρε επίσημα υπό την προστασία του το θίασο του Σαίξπηρ. Γεμάτος βαθειά ευγνωμοσύνη, πιθανότατα ο Σαίξπηρ έγραψε τον “Μάκβεθ” προκειμένου να τιμήσει τον βασιλιά Ιάκωβο και τους προγόνους του, γιατί ο Ιάκωβος καταγόταν από μία γενιά Σκώτων βασιλέων. Ήταν ο γιος της Μαρίας Στιούαρτ και πολύ πριν γίνει βασιλιάς της Αγγλίας υπήρξε βασιλιάς της Σκωτίας. Στο έργο, κατά τα λεγόμενα των τριών μαγισσών ο Μπάνκο θα γινόταν πατέρας βασιλιάδων. Και ο βασιλιάς Ιάκωβος πίστευε ότι καταγόταν από τον Μπάνκο. Η πρώτη γραπτή αναφορά για την παράσταση του έργου στην Αγγλία, έγινε τον Απρίλιο του 1611. Στην Ελλάδα, παραστάσεις αναφέρονται ήδη από το 1856 στην Αθήνα και το 1858 στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου στην Κέρκυρα.
Ο Στρατηγός Μάκβεθ, ξάδελφος του Βασιλιά της Σκωτίας Ντάνκαν, στέκεται πιστός στο πλευρό του ηγεμόνα, πολεμώντας σώμα με σώμα τους συνωμότες, σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ. Μετά από μία νικητήρια μάχη, λίγο πριν επιστρέψει τροπαιούχος μαζί με τον φίλο και συμπολεμιστή του Μπάνκο, ο Μάκβεθ συναντά τρεις μάγισσες που προφητεύουν ότι θα γίνει ο ίδιος Βασιλιάς – όπως και οι απόγονοι του Μπάνκο. Ο άτεκνος Μάκβεθ ξελογιάζεται: ίσως να έφτασε επιτέλους η ώρα του. Εξομολογούμενος στη γυναίκα του την προφητεία, η Λαίδη Μάκβεθ φυτιλιάζει τις σκοτεινές του σκέψεις: να σκοτώσει τον Ντάνκαν, να δολοπλοκήσει εναντίον των άξιων κληρονόμων, να γίνει ο ίδιος Βασιλιάς. Ο Μάκβεθ τυφλώνεται από την φιλοδοξία του και εκτελεί το μοχθηρό σχέδιο της γυναίκας του. Μόνο που μόλις εκπληρώσει το στόχο του και καθίσει στο θρόνο, ξεκινά το πραγματικό του μαρτύριο: από την μία η ηδονή της εξουσίας κι από την άλλη η ανασφάλεια ότι κάποιος θα την κλέψει, κι ο Μάκβεθ μετατρέπεται σε τύραννο. Δολοφονεί εν ψυχρώ όποιον θεωρεί ότι τον απειλεί, όμως το μυαλό του συνεχίζει να γεννά επόμενες «απειλές» που τον στοιχειώνουν νομοτελειακά, σισύφεια. Η Λαίδη Μάκβεθ χάνει και η ίδια τα λογικά της από τις τύψεις και (πιθανόν) αυτοκτονεί, ενώ ο Σκωτσέζος Βασιλιάς χάνει και το θρόνο και το κεφάλι του…
Έργο πάνω στην Δίψα για Εξουσία που οδηγεί στο Έγκλημα, και που η Διατήρησή της απαιτεί κι άλλα Εγκλήματα, μέχρι την Τελική Πτώση και την αντικατάστασή της από μια Άλλη Εξουσία, που κι αυτή με την σειρά της θα παίξει το ίδιο Παιχνίδι με την προηγούμενη, σε παραλλαγή. Ταυτόχρονα και ένα έξοχο πορτραίτο ενός Ζευγαριού που τους ενώνει αρχικά άρρηκτα το Χυμένο Αίμα, ενώ στη συνέχεια είναι Αυτό που θα τους χωρίσει και θα τους καταστρέψει οριστικά. Ταυτόχρονα ένα συμπλέον Σχόλιο πάνω στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, όπου ο Άνθρωπος πιστεύει ότι ορίζει την Μοίρα του, μεταφράζοντας τους Χρησμούς κατά το προσωπικό του δοκούν, για να ανακαλύψει στο τέλος ότι έχει πλανηθεί πλάνη οικτρά. Και ότι δεν ορίζει τίποτα.
Το 1972 το Κ.Θ.Β.Ε. είχε ανεβάσει τον «Μάκβεθ» σε μια κλασικότροπη παράσταση σε Μετάφραση Κώστα Καρθαίου, Σκηνοθεσία Θάνου Κωτσόπουλου και Σκηνικά-Κοστούμια Νίκου Σαχίνη. Φέτος παραδίδει μια νεοτερίζουσα εκδοχή σε Μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, Σκηνοθεσία Αναστασίας Ρεβή και Σκηνικά-Κοστούμια Μάϊρας Βαζαίου.
Είναι σαφής η μέριμνα της Ρεβή να δημιουργήσει μια παράσταση αρεστή στο πλατύ κοινό και στην νεολαία, που λόγω του νεαρού της ηλικίας της είναι ακόμη απαίδευτη, κατά κανόνα, σε βαθύτερους και ουσιαστικότερους προβληματισμούς. Έτσι παραδίδει μια παράσταση illustration, σαφώς επηρεασμένη από την αγαπητή στους νέους τηλεοπτική σειρά «Το Παιχνίδι του Στέμματος» και τα διάφορα συναφή videogames. Και είναι κρίμα γιατί στην προ διετίας «Σαλώμη» του Όσκαρ Γουάϊλντ που μας έδειξε στο Θέατρο «Έξω από τα Τείχη» αποδείκνυε πως μπορεί να εκμοντερνίσει ένα κλασικό έργο, χωρίς να θυσιάσει το περιεχόμενό του.
Ξεπερνώντας την παρουσία των 3 ή 4 Μαγισσών, σαν παλιμπαιδίζουσες μεγαλοκοπέλες, ντυμένων στα άσπρα, πιθανόν για να τονιστεί η φαινομενική αθωότητα των χρησμών που δίνουν, φτάνουμε στην ανάγνωση του γράμματος του Μάκβεθ, από την με γυμνούς τους κοιλιακούς Λαίδη Μάκβεθ να υπακούει κινησιολογικά σε λάγνους ανατολίτικους σκοπούς, ενώ από πάνω της ο Μάκβεθ επιδεικνύει τους εντυπωσιακούς μύες της πλάτης του και στη συνέχεια το γραμμωτό του κορμί σε στυλ «Κόναν, ο Βάρβαρος», πιθανόν προς τέρψη των Κυριών (και όχι μόνον)-Θεατών (φωτογραφία 1).
Ακολουθεί μια θα λέγαμε επιληπτική κρίση του Μάκβεθ με τα δύο στιλέτα του φόνου στα χέρια του. Γιατί, λέει, στην σκηνή του δείπνου-γλεντιού, η Λαίδη Μάκβεθ, για να καλύψει την κρίση του Μάκβεθ, που βλέπει το φάντασμα του Μπάνκο, ισχυρίζεται πως ανέκαθεν ο Μάκβεθ ήταν ασταθής και είχε κρίσεις. Αμ, δε !!!
Μα αν είναι έτσι, και λέει αλήθεια, τότε εξανεμίζεται ο βασικότερος δραματουργικός άξονας του έργου, αφού ό,τι παρακολουθούμε είναι τα έργα ενός ψυχοπαθή. Η ατέρμονη φιλοδοξία, σε συνδυασμό με τη βαθιά ριζωμένη ανασφάλεια, μετατρέπουν τον καθένα μας σε εγκληματία. Ο Μάκβεθ μετατρέπεται σε τέρας γιατί η εξουσία είναι εθιστική, όχι εξ αιτίας κάποιας εγγενούς ψυχοπαθολογίας. Ξεχνάμε τα προφανέστατα extensions του Θυρωρού του Κάστρου, ή τα περιοδικά βγαλσίματα της γλώσσας αλά Μάϊλι Σάϊρους και την παρατεταμένη μελοδραματικά δολοφονία της Λαίδης Μακντάφ και των παιδιών της-συνεπικουρούσης και της θρηνώδους μουσικής μοιρολογιού-, και φτάνουμε στην απόλυτη εξουδετέρωση του μονολόγου του Μάκβεθ με το όραμα του φονικού στιλέτου, από την χορευτική εμφάνιση των Μαγισσών. Το έργο κλείνει με την στέψη του Μάλκολμ σαν Βασιλιά, οπότε και επανέρχεται η ηθική πράξη των πραγμάτων. Και ο ανυποψίαστος θεατής θα φύγει έτσι καθησυχασμένος. Αμ, δε.!!!
Τον θρόνο τελικά θα κληρονομήσει ο Φλίανς, διασωθείς γιος του Μπάνκο. Και, βέβαια, στην παράσταση, καμιά τέτοια τελική νύξη δεν γίνεται. Και σύμφωνοι, όλοι ενδόμυχα είμαστε διατεθειμένοι να δαγκώσουμε το μήλο της εξουσίας, αλλά ένας καίριος συμβολισμός δεν σώζει μια παράσταση που φαίνεται να έχει χάσει την δραματουργική της πυξίδα, μέσα σε στέμματα τρικέρατου ρινόκερου, γούνες, ημίγυμνα σώματα, πανκ αξεσουάρ και μακιγιάζ, συνεχή οπτικό εντυπωσιασμό (όχι πάντοτε καλόγουστο), video wall, και μη ουσιαστική και λεπτολόγα διδασκαλία του λόγου. Τα καρυκεύματα μπορεί να είναι ενδιαφέροντα, αλλά λείπει το περιεχόμενο από το κυρίως πιάτο.
Από τον Όρσον Ουέλς και τον Ακίρα Κουροσάβα μέχρι τον Ρομάν Πολάνσκι και τον Τρέβορ Ναν, μεγάλοι, μέτριοι, μικρότεροι σκηνοθέτες έχουν επιχειρήσει κλασικές, μοντέρνες ή και μεταμοντέρνες εκδοχές του έργου. Το περασμένο Φθινόπωρο, η απογοήτευσή μας ήταν τεράστια όταν είδαμε την κινηματογραφική μεταφορά του Αυστραλού Τζάστιν Κερσέλ όπου οι αποδεδειγμένα εξαίρετοι Μαϊκλ Φασσμπέντερ και Μαριόν Κοτιγιάρ έφαγαν κυριολεκτικά τα μούτρα τους, στους κύριους ρόλους. Περιμέναμε να ανανήψουμε, τουλάχιστον μερικώς, από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε.
Μετά τον φόνο του Βασιλιά Ντάνκαν, ο Μάκβεθ εξομολογείται στην Λαίδη Μάκβεθ πως άκουσε μια φωνή να του λέει : «Δεν θα κοιμηθείτε ξανά. Ο Μακμπέθ μόλις δολοφόνησε τον ύπνο.» Ίσως θάπρεπε να προσθέσει «…και τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ».
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
Για την παράσταση η “Κ” έχει αναφερθεί και εδώ
Φωτογραφικό υλικό