Είδε η Ελένη Γιαννακίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Από τις 27 Φεβρουαρίου ανεβαίνει στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών το έργο «Πες μου μια λέξη» του Μπράιαν Φρίελ σε μετάφραση Έλενας Λαναρά και σκηνοθεσία Ευδόκιμου Τσολακίδη.
Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο που γράφτηκε το 1997 από τον Ιρλανδό συγγραφέα Μπράιαν Φρίελ, στο σκηνοθετικό του σημείωμα ο Τσολακίδης σημειώνει πως ο συγγραφέας θεωρείται από τους συντοπίτες του ως ο Τσέχωφ της Ιρλανδίας, και πραγματεύεται τα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα των ανθρώπων και την πορεία τους προς τη λύτρωση, αν αυτή τελικά μπορεί να επέλθει, ή στον συμβιβασμό τους μ αυτά στην προσπάθεια επιβίωσης σ έναν κόσμο γεμάτο δυσκολίες, απογοητεύσεις, ματαιόδοξα όνειρα ή ανεκπλήρωτα σχέδια.
Συγκεκριμένα, ο Μπράιαν Φρίελ μέσα από το κείμενο μάς ταξιδεύει στην Ιρλανδέζικη ύπαιθρο σ ένα παραμελημένο σπίτι μακριά από την πόλη και τη φασαρία της καθημερινότητας και εστιάζει στη ζωή ενός ζευγαριού, του συγγραφέα Τόμ Κόνελι και της συζύγου του Νταίζη. Ο Τομ βρίσκεται σχεδόν πέντε χρόνια σε συγγραφική απραξία λόγω έλλειψης έμπνευσης. Έχει ξεκινήσει να γράφει ένα καινούριο βιβλίο χωρίς να έχει την ψυχική δύναμη και τον οίστρο να το ολοκληρώσει η αγαπημένη του κόρη Μπρίτζετ βρίσκεται σε ψυχιατρική κλινική από τα 12 της χρόνια , κάτι που τον καταρρακώνει, ενώ η σύζυγος και μητέρα της Μπρίτζετ, Νταίζη έχει γίνει αλκοολική βρίσκοντας στο ποτό κάποια διέξοδο, μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής τους.
Στο σπίτι βρίσκεται για λίγο καιρό κι ο Ντέβιντ, απεσταλμένος από το Πανεπιστήμιο του Τέξας να διαβάσει και να αξιολογήσει το υλικό και τα αρχεία του Τομ, ώστε να πουληθούν στην Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, ενώ εμφανίζονται κι οι γονείς της Νταίζη: ο Τζακ, πρώην πιανίστας σε μπαρ και κλεπτομανής, και η Μάγκι, συνταξιούχος γιατρός με πρόβλημα αρθριτικών. Λίγο αργότερα, εμφανίζεται κι ένα φιλικό ζευγάρι που ναι και νονοί της Μπρίτζετ: ο Γκάρετ, ένας εμπορικά επιτυχημένος συγγραφέας και η σύζυγός του Γκρέιν.
Μέσα από αυτή τη σύναξη και τους διαλόγους των προσώπων αναδύονται οι προσωπικές αγωνίες όλων των συνδαιτημόνων, οι αδυναμίες τους, τα ενδόμυχα μυστικά, τα εσωτερικά τους θέλω, οι πραγματικές τους επιθυμίες κι όλα έντεχνα σχεδιασμένα έχοντας ως βασικό θέμα την αναμονή της αξιολόγησης του έργου του Τομ από τον Ντέιβιντ και την συγκατάθεση του τελευταίου στην πώληση του συγγραφικού του αρχείου. Κοντά σ αυτό το αρχείο, θα εμφανιστούν και τα δυο ανέκδοτα παλιά κρυφά βιβλία του ήρωα που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του Ντέιβιντ για την αγορά τους με προορισμό την Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Μια συμφωνία που ίσως θα βγάλει από το οικονομικό τέλμα το ζευγάρι και θα τους δώσει μια ανάσα ζωής στο αδιέξοδο που βρίσκονται.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, θετικό πρόσημο (+) βάζουμε στην Φιγκυράν, Χριστίνα Λουκά που υποδύεται την Μπρίτζετ, την κόρη του ζευγαριού που βρίσκεται στον κάτω όροφο μιας ψυχιατρικής κλινικής σε δωμάτιο απομόνωσης, πάνω σ ένα σιδερένιο κρεβάτι με λευκό σεντόνι, φορώντας ένα λευκό νυχτικό. Αυτήν βλέπουμε στη μέση της σκηνής, καθώς μπαίνουμε και παίρνουμε τις θέσεις μας στο φουαγιέ, πριν ακόμη ξεκινήσει η παράσταση, με ένα βλέμμα απαθές που κοιτά στο κενό, ένα κορίτσι με μακριά πυρόξανθα μαλλιά και με μια μεγάλη πλεξίδα πίσω από το αριστερό της αυτί, όπως αργότερα θα περιγράφει ο πατέρας της Τομ , σε στάση καθιστή στο κρεβάτι με ένα σώμα να πάλλεται συνεχόμενα μπρος πίσω, όση ώρα εμείς ως θεατές περιμένουμε να αρχίσει το έργο. Αυτή η στιγμή της αναμονής καταφέρνει να δημιουργήσει το κλίμα της ιστορίας με τη διάχυση της βαριάς ατμόσφαιρας που περιμένουμε να κυριαρχήσει σ όλο το έργο. Αμέσως μάς κατακλύζουν συναισθήματα άμεσης αγάπης και συμπόνοιας για το νεαρό κορίτσι που βρίσκεται στο κρεβάτι κι αυτόματα και στον πατέρα της Τομ, Γιώργο Καύκα, που έρχεται για την καθιερωμένη εβδομαδιαία επίσκεψη στο νοσοκομείο.
Στα θετικά συγκαταλέγουμε την σκηνοθεσία του Ευδόκιμου Τσολακίδη που πολύ έντεχνα παρουσιάζει απ τη μια μεριά την αγάπη του πατέρα για την κόρη του, με τα τρυφερά λόγια του τελευταίου προς εκείνη, τις όμορφες διηγήσεις και την διαβεβαίωσή του πως ολοκλήρωσε το βιβλίο του κι ότι όλα βαίνουν καλά, τον ύμνο που της τραγουδά, την περιγραφή των μελλοντικών σχεδίων του για ένα ταξίδι των δυο τους, πατέρα -κόρης, ψηλά στον ουρανό για έναν μακρινό προορισμό, ενώ απ την άλλη, μας παρουσιάζει ταυτόχρονα τη σκληρή εικόνα και τα λόγια της νοσοκόμας, Πελαγίας Αγγελίδου, που μπαίνει με ηλεκτρόδια στον χώρο για το ηλεκτροσόκ που αναμένεται να υποστεί πάλι η νεαρή Μπρίτζετ.
Κι ενώ έχουμε την αίσθηση, ως θεατές, πως ολάκερο το έργο θα εστιάζει σ αυτό το δράμα που περνά το κορίτσι και τη δύναμη που καλείται να βρει ο πατέρας να αντιμετωπίσει ό,τι μπορεί να παρουσιαστεί στην εξέλιξη της υγείας της νεαρής Μπρίτζετ, όταν γυρνά στο σπίτι ο πρωταγωνιστής, η εικόνα του πλέον γίνεται φιγούρα τραγική, γιατί εκεί τον περιμένει η γυναίκα του Νταίζη, Θεοδώρα Λούκας, αδύναμη από τον εθισμό της στο αλκοόλ να ανταπεξέλθει σε οποιαδήποτε πρόκληση πια της ζωής, πόσο μάλλον στην φροντίδα της κόρης τους. Μια γυναίκα νέα , με φύση καλλιτεχνική, που ζει μακριά απ όλα κι όλους, στο πλευρό όμως του συζύγου της αναμένοντας με πολλή αγωνία την αξιολόγηση της συγγραφικής δουλειάς του άνδρα της από τον Ντέβιντ, μια αξιολόγηση που θα τους αποφέρει χρήματα για μια καλύτερη κλινική για την Μπρίτζετ και μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τους δύο τους. Μέσα από την εσωτερική μάχη με τον εαυτό της, την βαθιά αγάπη για τον άνδρα της , τις εξομολογήσεις για τον απολογισμό της ζωής της, η Νταίζη γίνεται με τη σειρά της βαθιά τραγική.
Κι ενώ η ένταση της βαριάς ατμόσφαιρας μεγιστοποιείται, φθάνουν οι γονείς της Νταίζη: Τζακ, Κώστας Σάντας και Μάγκι,Έφη Δρόσου κι η ατμόσφαιρα απαλύνει έξυπνα με την αφέλεια και τις επιτυχημένες ατάκες του Τζακ, τις κινήσεις και τα ρούχα του. Ένας παλιός πιανίστας που αγαπά τη τζαζ μουσική, γελά και χαίρεται σαν μικρό παιδί αλλά η κλεπτομανία που τον διατρέχει τον καθιστά κι αυτόν ψυχικά άρρωστο, ένα πρόσωπο που συνεχώς χρειάζεται τη βοήθεια της συζύγου του Μάγκι για να μπορεί να υπάρχει, που λέει ψέματα στους άλλους για να κρύψει την ασημαντότητά του, ένας κλόουν, όπως ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του, που συνεχώς γίνεται για να μπορεί να αντιμετωπίζει τη ζωή. Η Μάγκι απ την πλευρά της, μια γυναίκα επιστήμονας, συνταξιούχος, ορθολογίστρια, σκληρή, με μετρημένο λόγο, με πολλές συγκρούσεις στη σχέση με την θυγατέρα της, στην πορεία ανοίγεται και γίνεται συμπαθής, καθώς φανερώνονται οι θυσίες που χει κάνει για να βρίσκεται στο πλευρό του κλεπτομανή συζύγου της και η στοργή που δείχνει γι αυτόν.
Αυτή η διακύμανση στη συναισθηματική παλέτα δεν σταματά καθώς φθάνει στο σπίτι και το φιλικό ζευγάρι: Γκάρετ, Γιάννης Τσατσαράκης και Γκρέιν, Φαίη Κοκκινοπούλου, λαλίστατοι κι οι δύο με αισιοδοξία και άνεση, λόγω αναγνωρισιμότητας των βιβλίων του Γκάρετ και με συμπεριφορά νικητών, αλλά παράλληλα και καλών φίλων που αγωνιούν για την τύχη του συγγραφικού έργου του Τομ. Στην πορεία του έργου, κι αυτοί ξεγυμνώνονται εσωτερικά και αποκαλύπτουν κρυφά προβλήματα στη σχέση τους και στην ίδια την ύπαρξή τους.
Αυτή η σταδιακή αποκάλυψη των αδυναμιών των ηρώων, ακόμη και του αξιολογητή Ντέιβιντ, Θανάση Δισλή, που αρχικά λόγω ρόλου θα περνούσε αδιάφορος συναισθηματικά στον θεατή, με τη σειρά του όμως κι αυτός φανερώνοντας το παρελθόν του γίνεται συμπαθής, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μας. Ο Νατουραλισμός είναι έντονος σ όλα τα πρόσωπα, αφού η συμπεριφορά όλων είναι απόρροια των κοινωνικών συνθηκών και των υπαρξιακών τους προβλημάτων, γεγονός που δεν τους αφήνει να βρουν τη λύτρωση, όσο κι αν προσπαθούν, κι ίσως η λύτρωση να ρθει στο τέλος , ποιος ξέρει, αυτό έξυπνα αφήνει ο σκηνοθέτης να το ανακαλύψουμε εμείς.
Πέρα από τις εξαιρετικές ερμηνείες, στα θετικά συγκαταλέγουμε και τις ενδυματολογικές επιλογές της Δανάης Πανά, ιδιαίτερα εκείνων που φορά ο Τζακ: τα ασπρόμαυρα σκαρπίνια απομίμησης δέρματος φιδιού με την κόκκινη κάλτσα και τον παράξενο συνδυασμό χρωμάτων των ρούχων που φορά, αναδεικνύουν τον ονειροπόλο πιανίστα που δε θέλει να συμβιβαστεί με τη ζωή και νομίζει πως είναι πάντα ένα σκανδαλιάρικο παιδί προκαλώντας γέλιο.
Το αρνητικό (-) που βρίσκουμε στην παράσταση το εστιάζουμε μονάχα στο απλό μινιμαλιστικό σκηνικό. Ίσως, θα μπορούσε η βεράντα του σπιτιού να χει φυτά ή άλλα στοιχεία που να παραπέμπουν σε ατμόσφαιρα γεύματος σ ένα σπίτι κάπου μακριά απ την πόλη και να μην αρκείται η σκηνή σε τρεις τύπους διαφορετικών ειδών καρέκλας, μιαs γραφείου, μιας παραλίας και μιαs συμβατικής, καθώς και σ έναν λεπτό ορθογώνιο πάγκο με στηρίγματα τους σωρούς βιβλίων για τραπεζαρία.
Βέβαια, ο ίδιος ο χώρος του Φουαγιέ δεν ενδείκνυται για ιδιαίτερα σκηνικά, καθώς η εστίαση σε τέτοιους χώρους γίνεται στα πρόσωπα και στην υπόθεση κι η διάδραση με τους θεατές είναι περισσότερο άμεση, αλλά πιστεύουμε πως, αν το σκηνικό του σπιτιού, όπου διαδραματίζεται όλη η υπόθεση του έργου, πλην της πρώτης σκηνής του νοσοκομείου, εμπεριείχε και στοιχεία που παραπέμπουν σε ύπαιθρο, τότε το έργο θα κέρδιζε περισσότερο, εκτός της δυναμικής του ίδιου κειμένου, των ερμηνειών και της σκηνοθεσίας.
Εν κατακλείδι (=), πρόκειται για μια παράσταση όπου ο θεατής θα χαρεί αυτό που ονομάζουμε ποιοτικό θέατρο, κάποιες φορές θα βρεθεί νοητά μέσα από την εξέλιξη του έργου στη θέση των ηρώων, του καθενός ξεχωριστά, θα κληθεί ασυναίσθητα να διαλέξει πορείες, θα συμπονέσει όλα τα πρόσωπα, θα γελάσει με τις αυθόρμητες συμπεριφορές τους, θα συγκινηθεί, θα νιώσει τα αδιέξοδα τους, θα παρακαλέσει για λύτρωση.
Η λύτρωση του πρωταγωνιστή έρχεται στο τέλος με το κυκλικό σχήμα που χρησιμοποιεί έντεχνα ο σκηνοθέτης ξεκινώντας έτσι όπως ακριβώς άρχισε η παράσταση, εκεί ακριβώς απ όπου ο πρωταγωνιστής Τομ νιώθει ελεύθερος σαν αγνό , μικρό παιδί, όταν δηλαδή βρίσκεται με την κόρη του Μπρίτζετ ή όταν την σκέφτεται. Τώρα όμως δεντης λέει ψέματα για το έργο του, τώρα δεν της λέει πως το χει ολοκληρώσει, αλλά της εξομολογείται πως βρίσκει την δύναμη πια να το συνεχίσει , κι αυτή η δύναμη, ίσως αποτελεί μια λύτρωση στο υπαρξιακό του δράμα, ίσως αποτελεί γι αυτόν μια κάθαρση.
Βαθμολογία: 7,1/10
ΦΟΥΑΓΙΕ ΕΜΣ
«Πες μου μια λέξη!» του Μπράιαν Φρίελ.
Ο Θανάσης Δισλής μιλά στην Κουλτουρόσουπα, εδώ
Σε ένα παλιό, εμφανώς παρατημένο σπίτι, σε μια επαρχία της Ιρλανδίας, ζει ο συγγραφέας Τομ Κόνολι με την αλκοολική γυναίκα του, Ντέιζι. Στο σπίτι αυτό φιλοξενείται ο Ντέιβιντ, απεσταλμένος ενός Πανεπιστημίου στο Τέξας, που μελετάει το αρχείο του Τομ για να διερευνήσει τις πιθανότητες να πουληθούν τα άπαντα του στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη.
Σκηνοθεσία: Ευδόκιμος Τσολακίδης. Ερμηνεύουν: Θανάσης Δισλής, Έφη Δρόσου, Γιώργος Καύκας), Φαίη Κοκκινοπούλου κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19:00 Πέμπτη-Παρασκευή: 21:00 Σάββατο: 21.00 Κυριακή: 19:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ