Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Οι «Ληστές» αποτελούν ένα διαχρονικό κείμενο του Σίλλερ, το οποίο αν και γραμμένο το 1780 μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρο. Το έργο διαδραματίζεται στην Γερμανία τον 18ο αιώνα, όπου παρατηρούμε τη σύγκρουση μεταξύ δύο αδερφών, του επαναστάτη Καρλ και του μικρότερου αδερφού του Φραντς. Ο δεύτερος θορυβείται όταν το φεουδαρχικό σύστημα δίνει τίτλους καιπεριουσία στον πρωτότοκο γιο της οικογένειας και θέλοντας να τον εκτοπίσει πλήρως από την οικογένεια πείθει τον πατέρα τους να αποκληρώσει τον Καρλ. Ο Καρλ για να αντιμετωπίσει αυτή την άδικη απόφαση του πατέρα του διοργανώνει μία εξέγερση, με τον ίδιο να καθίσταται ηγέτης μίας ομάδα ληστών που στόχο έχει να καταπολεμήσει και να εξαλείψει την αδικία, τη διαφθορά και την κοινωνία. Το σχέδιο, όμως, δεν πάει όπως τα έχει υπολογίσει, καθώς μέσα στην ομάδα εισχωρούν κακοποιά στοιχεία που σκοτώνουν αθώους ανθρώπους.
Η παράσταση ανεβαίνει στο ΚΘΒΕ στην σκηνή του «Βασιλικού Θεάτρου».
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης, πρώτα απ’ όλα θα εντάσσαμε το κείμενο. Ωμό, ρεαλιστικό, με πολλές ρήσεις και φιλοσοφικά ερωτήματα καταφέρνει να παρουσιάσει πολλαπλά κοινωνικά θέματα με μία κάθε άλλο παρά επιφανειακή προσέγγιση. Ενδιαφέρουσα πλοκή, αρκετές ανατροπές, με μία επαναστατική διάθεση που σχολιάζει με εύστοχο τρόπο τα κακώς κείμενα της ανθρωπότητας. Ο Γιώργος Δεπάστας που έχει κάνει τη μετάφραση αντιμετώπισε το πρωτότυπο κείμενο με σεβασμό και προσοχή.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η μουσική της Λόλας Τότσιου, η οποία κατάφερε να υπογραμμίσει τα βασικά σημεία του κειμένου, να προσφέρει ανάπαυλα στους μακροσκελείς μονολόγους, αλλά και να προσφέρει εναλλαγές στις σκηνές. Δουλεμένη και ιδιαίτερη η μουσική, τράβηξε τις εντυπώσεις.
Τα θετικά σημεία της παράστασης σταματούν εδώ και σειρά έχουν τα πολλαπλά αρνητικά (-) σημεία.
Ο σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης έχασε μία τεράστια ευκαιρία. Να δημιουργήσει μία γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, αναδεικνύοντας πρώτον γιατί επέλεξε το κείμενο και δεύτερον τι θα μπορούσε να πει στη σημερινή πραγματικότητα. Ο στόχος δεν επετεύχθη με το κείμενο να στέκεται μετέωρο. Οι ηθοποιοί επιδόθηκαν στην δύσκολη γλώσσα του κειμένου, δίνοντας περισσότερη σημασία στο να πουν τα λόγια και να μην τους ξεφύγει κάποια από τις δύσκολες και μακρόσυρτες φράσεις, παρά στο πως θα τα πουν. Οι ίδιοι μοιάζουν παγιδευμένοι σε μία σκηνοθεσία που στερείται ρεαλισμού, αλλά αντίθετα η πλειοψηφία των σκηνών προκαλούσε άλλοτε απορία, άλλοτε αρνητική έκπληξη και άλλοτε γέλια. Υπερβολές, έλλειψη σκηνικού πάθους και εξουθενωτική απόδοση. Η διάρκεια της παράστασης των περίπου 2,5 ωρών δεν βοήθησε καθόλου στο να μαζευτεί η σκηνοθεσία, δημιουργώντας ένα περιεχόμενο αχανές και εξαιρετικά κουραστικό ακόμα και με το 15λεπτο διάλειμμα.
Σε μία τέτοια παράσταση που παραπέμπει σε μία εντελώς διαφορετική εποχή θα περίμενε κανείς να έχει δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο σκηνικό και τα κοστούμια. Αυτό δεν συνέβη στη συγκεκριμένη παράσταση. Το ακριβώς αντίθετο θα λέγαμε… Το σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά ήταν ίσως από τα πιο αδύναμα στοιχεία της παράστασης. Ένα σύνολο δέντρων (έλατα) παρατιθέμενα στο ένα μέρος της σκηνής και στα δεξιά ένας όγκος που παρέπεμπε σε κάστρο. Δεν βοήθησε καθόλου στην πλοκή, δεν προσέφερε ένα οπτικό κίνητρο στον θεατή και δεν μας «ταξίδεψε» σε εκείνη την εποχή. Δημιούργησε μονάχα απορία για το πώς επιλέχθηκε κάτι τέτοιο… Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη αντίστοιχα ήταν εκτός εκείνης της πραγματικότητας, άχαρα και ασαφή στο να προσδιορίσουν τις ιδιότητες των προσώπων.
Οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη ήταν εξαιρετικά σκοτεινοί σε σημείο να μην μπορούν να διακριθούν πλήρως όλες οι λεπτομέρειες της ερμηνείας των ηθοποιών, αλλά και να κουράζουν τον θεατή, προσφέροντας μία έντονη υποτονικότητα.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα, βασισμένες στις σκηνοθετικές οδηγίες. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι ταλαντούχοι Γιώργος Κολοβός και Γιάννης Τσεμπερλίδης, οι οποίοι κατάφεραν να σηκώσουν στις πλάτες τους τους δύο κεντρικούς ρόλους, χωρίς βέβαια να διακρίνονται οι πλήρεις υποκριτικές τους ικανότητες. Μας άρεσε η ικανή Χαρά Γιώτα, η οποία αποτέλεσε την μόνη γυναίκα της «συμμορίας» των ληστών, η εξαίρετη Έφη Σταμούλη στον ρόλο του πατέρα, καθώς και ο νεότερος Γιάννης Σύριος. Και οι τρείς τους διατήρησαν μία αξιοπρεπή παρουσία, προσπαθώντας να κάνουν την υπέρβαση.
Κλείνοντας, θα λέγαμε πως η παράσταση δεν κατάφερε να αξιοποιήσει το σημαντικό έργο του Σίλλερ. Φάνηκε όλα να λειτούργησαν με λάθος τρόπο, χωρίς η παράσταση να είναι έτοιμη να βγει προς τα έξω. Ήθελε περισσότερη επιμέλεια και προσοχή, με σεβασμό στον θεατή και στο εισιτήριό του. Περιμένουμε περισσότερα από μία Κρατική Σκηνή.
Βαθμολογία: 3,1/10
ΚΘΒΕ:
ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
«Οι ληστές» του Φρήντριχ Σίλλερ
Ο Φραντς Μορ, ο μικρότερος γιος του Μαξιμίλιαν Μορ, είναι ένας αδίστακτος ευγενής που επιθυμεί να καταχραστεί τα δικαιώματα του μεγαλύτερου αδελφού του, Καρλ, συκοφαντώντας τον στον πατέρα τους, με πλαστά στοιχεία και ανυπόστατες κατηγορίες. Ο χαρισματικός Καρ, ο αγαπημένος γιος του γέρου Μορ, με την ελεύθερη φύση και την επαναστατική του ιδιοσυγκρασία, πληροφορείται από τον αδελφό του ότι ο πατέρας του τον αποδιώχνει.
Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης. Ερμηνεύουν: Χαρά Γιώτα, Κωστής Καπελλίδης, Ηλέκτρα Καρτάνου, Γιώργος Κολοβός, Λωξάνδρα Λούκας, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Χρίστος Νταρακτσής, Έφη Σταμούλη, Γιάννης Σύριος κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19:00 Πέμπτη – Παρασκευή: 21:00 Σάββατο: 18:00- 21:00 Κυριακή: 19:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ