Είδε και σχολιάζει η Νάντια Νικολού.
Από πέρσι παρατηρούμε να λαμβάνει χώρα στην πόλη της Θεσσαλονίκης ένα θεατρικό φαινόμενο που όσο πάει και γιγαντώνεται. Αναφερόμαστε στις διήμερες-τριήμερες πιάτσες που πραγματοποιούν οι θεατρικές παραστάσεις, εκ των Αθηνών, δημιουργώντας το αδιαχώρητο στα τοπικά θέατρα Το κοινό της πόλης δείχνει για ακόμα μία φορά την θεατρόφιλη ταυτότητα του και θίγει αυτόματα το ζήτημα της στείρας καλλιτεχνικής σκηνή της Θεσσαλονίκης. Η πόλη παράγει πολιτισμό σταθερά εδώ και πολλά χρόνια διαμέσου όλων των τεχνών. Όταν όμως φτάνουμε στην Ελλάδα της κρίσης (αν και αυτό το φαινόμενο παρατηρούνταν και πριν τα μνηνονιακά χρόνια) και οι κρατικές επιχορηγήσεις δίνονται στον γνωστό του γνωστού πως να σταθεί το τοπικό θέατρο, πως να παρουσιάσουν έργο εξαιρετικές και πολύ ελπιδοφόρες θεατρικές ομάδες της πόλης;
Μέσα σε αυτό το θεατρικό αλαλούμ λοιπόν, έχουμε τη τύχη ή την ατυχία να παρακολουθήσουμε παραστάσεις-διαμαντάκια αλλά και κακές παραστάσεις που σε άλλη περίπτωση δεν θα προτιμούσαμε.
Μία από αυτές ήταν η παράσταση “Kυρία Ντάλογουεϊ”, βασισμένο στο ομώνυμο λογοτέχνημα της Βιρτζίνια Γουλφ σε σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου, όπου παρουσιάστηκε στο θέατρο Αυλαία και δυστυχώς ανήκει στην δεύτερη κατηγορία παραστάσεων..
Το δελτίο Τύπου αναφέρει: Πρόκειται για την θεατρική μεταφορά στην Ελλάδα του γνωστούμυθιστορήματοςπου εκδόθηκε το 1925 και εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μίας μέρας του Ιουνίου 1923 στο Λονδίνο. Το έργο διηγείται την ιστορία της Κλαρίσσα Ντάλογουεϊ, μίας γυναίκας ανώτερης κοινωνικής τάξης η οποία αναμετράται με τον εσωτερικό της κόσμο προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με τη ζωή, αναλογιζόμενη συχνά το παρελθόν και τις επιλογές που τη σημάδεψαν. Η Γουλφ σκιαγραφεί αριστοτεχνικά ανθρώπινα πορτρέτα και σχέσεις, αναδεικνύοντας ιδιαίτερα τη δυσμενή κοινωνική θέση της γυναίκας, όπως την βίωνε και η ίδια, γεγονός που κάνει πολλούς μελετητές να θεωρούν την Κλαρίσσα Ντάλογουεϊ alter ego της συγγραφέως.

Η Βιρτζίνια Γουλφ στην Κυρία Ντάλογουεϊ, διαμορφώνοντας μια προβολή του εαυτού της, σκιαγραφεί τον χαρακτήρα μιας γυναίκας που νιώθει ευάλωτη και αδύναμη να εκπληρώσει τις επιθυμίες της. Η ηρωίδα τοποθετείται χρονικά στην περίοδο όπου σηματοδοτείται από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η “φλεγόμενη” Βρετανία αποτελεί το περιβάλλον που η καταθλιπτική Κλαρίσσα νιώθει νικημένη και προδομένη, μέσα από καταστάσεις και ανθρώπους, κάνοντας τον θάνατο να φαντάζει ως λύτρωση. Η Β. Γουλφ από πολύ μικρή είχε αναπτύξει έναν ψυχικά ασταθή χαρακτήρα με συμπτώματα από βαριές ημικρανίες, αϋπνίες και ανορεξία. Η μικρή Τζίνια όπως την αποκαλούσε η μητέρα της, οδηγήθηκε στην αυτοκτονία στις 19 Απριλίου το 1941.Άφησε πίσω της ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο και χαρακτηρίστηκε ως νεωτερίστρια λογοτέχνης του 20ου αιώνα. Βασικά στοιχεία της γραφής της αποτέλεσαν η ποιητικότητα που διέθετε στην αφήγηση της και η καινοτομία της στην αγγλική γλώσσα.
«Ο θάνατος είναι εναντίωση. Ο θάνατος είναι μία απόπειρα επικοινωνίας, οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να φτάσουν στον πυρήνα που με τρόπο απόκοσμο τους ξεγλιστρά, η εγγύτητα απομακρύνει, ο ενθουσιασμός ξεθυμαίνει, μένεις μόνος. Είναι αγκαλιά ο θάνατος».
Στα αρνητικά του έργου (–)
Η σκηνοθέτης της παράστασης, Μαρία Ξανθοπουλίδου (συνέντευξη της διαβάστε εδώ), θέλησε να μοιράσει την κεντρική ηρωίδα σε τρεις ερμηνεύτριες, αντιπροσωπεύοντας η καθεμία διαφορετικό ηλικιακό πλαίσιο. Η Φαίη Ξυλά απέδωσε τη νεαρή Κλαρίσσα, η Στέλλα Αντύπα την ώριμη κυρία Ντάλογουεϊ με μία πιο βαριά ψυχοσύνθεση και τέλος η Κατερίνα Φωτιάδη διαμορφώθηκε ως πομπός των κρυφών σκέψεων της συγγραφέως. Η σκηνοθετική της πρόθεση απλή και κατανοητή (θυμίζοντας μας τις κινηματογραφικές “’Ωρες”) και θα τολμούσαμε να πούμε και εμπνευσμένη με μια πρώτη εντύπωση, γνωρίζοντας το πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη σκηνή ενός θεάτρου. Τι γίνεται όμως όταν αποφασίζεις να συμπυκνώσεις όλα αυτά τα στοιχεία μαζί χωρίς να έχεις δημιουργήσει μια καθαρή σκηνοθετική οπτική; Ένα απόλυτο βατερλό.
.
Οι αλλεπάλληλες άναρχες μεταφορές μέσω των ηθοποιών της στο παρελθόν, στο σήμερα, στο υποσυνείδητο της συγγραφέως ουσιαστικά δημιούργησαν ένα χάος στο έργο. Ο θεατής δεν μπορούσε να ακολουθήσει τη ροή της παράστασης, να κατανοήσει τη πλοκή του έργου, να αισθανθεί το εξαιρετικό κλίμα που διαμορφώνει στα βιβλία της η Β. Γουλφ και να νιώσει συναισθηματική ταύτιση με την ηρωίδα. Το πλαίσιο αφήγησης-πρόζας όπου εναλλάσσονταν στιγμιαία διαμόρφωνε ασύνδετα σχήματα και δημιουργούσε τρομακτική κόπωση στο έργο και συνεπώς στην θέαση του. Η αφήγηση στο σύγχρονο θέατρο κατέχει πλέον μεγάλο χώρο και ενίοτε διαμορφώνει μια εξαιρετική καινοτομία αλλά η σκηνοθεσία στην συγκεκριμένη παράσταση απέτυχε παταγωδώς στο να την αναδείξει εντέχνως. Αντ ‘αυτού υπήρξε μια κουραστική εκφώνηση κειμένου, κάνοντας μας να αναζητούμε εσπευσμένα ένα διάλειμμα ή τη λήξη του έργου.
Η προσθήκη μουσικής πάνω στην σκηνή από τον Λόλεκ θα λέγαμε ότι πιο πολύ αμηχανία δημιούργησε στην παράσταση (αλλά και στον ίδιο) παρά οποιαδήποτε καλλιτεχνική εξέλιξη.

Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει αφορά τις ερμηνείες του έργου. Υπήρξαν όντως κακές ή η απόλυτη αποτυχία της σκηνοθεσίας τις χαντάκωσε; Επιλέγουμε το δεύτερο διότι η Φαίη Ξύλα αποτέλεσε οπτικά ένα χάρμα οφθαλμών, διαθέτοντας ενέργεια πάνω στην σκηνή, κατανοώντας απόλυτα το ρόλο της νεαρής Κλαρίσσα όπως και η Στέλλα Αντύπα όπου υπήρξε υποκριτικά στέρεη.
Τέλος εντοπίσαμε μια καλλιτεχνικότητα στην παρουσία της Κατερίνας Φωτιάδη αλλά μια θαμπή ερμηνευτική απόδοση. Καταλήγοντας, το πρόβλημα της παράστασης σαφέστατα δεν εντοπίστηκε στις ερμηνείες της αλλά δυστυχώς τα όποια καλά ερμηνευτικά στοιχεία σχεδόν αφανίστηκαν…
Στα θετικά του έργου (+)
Το σκηνικό της παράστασης (Αριάδνη Βοζάνη) διαμόρφωσε ένα άρτιο αποτέλεσμα, στα πλαίσια του μοντερνισμού, που σε συνδυασμό με τους φωτισμούς (Βαλεντίνα Ταμιωλάκη) κατόρθωσαν να εξελίξουν το έργο. Ταπετσαρίες έντυναν τους τοίχους, διάσπαρτα φύλλα βρίσκονταν στο πάτωμα και τεχνολογικά μέσα αποτύπωναν εικόνες και τίτλους πράξεων.

.
Εν κατακλείδι,
Μια σκηνοθεσία που δημιούργησε ένα καλλιτεχνικό αλαλούμ στο έργο και μέσα από μια καλλιτεχνική καθοδήγηση που χαντάκωσε καθολικά όλη τη παράσταση και τις ερμηνείες που εμπεριέχονταν μέσα σε αυτή. Μια απόλυτα κουραστική θέαση κάνοντας μας πολύ συχνά να ψάχνουμε την έξοδο κινδύνου σε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα που δεν του άξιζε τέτοια θεατρική τύχη…
“Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκ τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν’ ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου ‘χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ’ αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να ‘ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω… ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ’ απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ’ το πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ’ είχε σώσει, αυτός θα ‘σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘ναι ευτυχέστεροι απ’ όσο ήμασταν εμείς.”
Σημείωμα αυτοκτονίας προς τον σύζυγο της
Βαθμολογία:
3/10
Φωτογραφικό υλικό