Είδε η Νάντια Νικολού και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος συναντάται για πρώτη φορά με το Εθνικό Θέατρο, παρουσιάζοντας την Ορέστεια του Αισχύλου, τη μοναδική αρχαία ελληνική τριλογία που είναι σωζόμενη στο σύνολο της.
Η παράσταση ξεκίνησε το ταξίδι της από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και από τη πλαγιά του Κυνόρτιου όρους στην Αργολίδα έφτασε μέχρι το Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη. Ο Ιούλης είχε επιφυλάξει για εμάς τη πιο καυτή του μέρα, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα, ότι κάτι άλλο θα έκαιγε συθέμελα την ύπαρξη μας εκείνο το βράδυ.
Σώματα, πρόσωπα, χέρια, πόδια. Άνθρωποι. Να κινούνται, να πάλλονται, να στέκουν ακίνητοι. Να μιλούν,να σιωπούν. Να έχουν δύναμη και αδυναμία συγχρόνως. Έρμαια της θνητότητας τους. Τη μια εξουσιαστές και τιμωροί. Την άλλη ικέτες και υποταγμένοι. Εν αρχή ην ο άνθρωπος, αποφάσισε ο Θ. Τερζόπουλος και δημιούργησε μια σκηνοθεσία πάνω σε αυτό. Ο άνθρωπος της τραγωδίας που κατασκεύαζε Θεούς και ο άνθρωπος του σήμερα που έγινε ο ίδιος Θεός. Ανέγνωσε τη τριλογία αντίστροφα, από τις Ευμενίδες, στις Χοηφόρες και τον Αγαμέμνων μελετώντας και φέρνοντας στο φως την αρχή του Μύθου και βρίσκοντας την απάντηση μέσα σε αυτούς τους στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ: Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε Πόλεμος και ειρήνη Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα. Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους καθώς ο γιος από την μάνα έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά ο πόλεμός τους σκοτώνει ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Στο κέντρο του θεάτρου εμφανίζεται ο Φρουρός/Προπομπός(Τάσος Δήμας). Μόνος και σαστισμένος. Γνωρίζει, πόσο καιρό να γνωρίζει.
Προσπαθεί να αποφύγει τις “μύγες”, την ιστορία και όλα τα βάναυσα που ξέρει. Η πρώτη μύηση έχει ξεκινήσει, το τελετουργικό παίρνει σάρκα και οστά μπροστά μας. Νομίζουμε είμαστε θεατές και όμως γινόμαστε μύστες αυτής της εικαστικής τελετουργίας.
Δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχουν μικρόφωνα και οθόνες. Ωμη αλήθεια που θα τη μεταλάβουμε σαν Θεία κοινωνία. Γυρνάμε στην αρχή, γυρνάμε στην γένεση του θεάτρου.
Ο μεγάλος πρωταγωνιστής μπροστά μας. Ο Χορός, 22 νεαροί ηθοποιοί που έγιναν ένα σώμα. Ένα απόλυτα εναρμονισμένο σύνολο με μια ανάσα. Μέσα στην άναρχη φύση της σκηνοθεσίας, μιας οριοθετημένης ελευθεριότητας, αποτέλεσαν μια κραυγή, μια πάλη, μια δόνηση, ενα μοιρολόι, μια νεκρική σιωπή, έναν εγκλωβισμό μα και μανία. Ενα καλλιτεχνικό σύνολο μαεστρικά δομημένο με απόλυτο συγχρονισμό σε κίνηση, βλέμμα, σχηματισμό.
Μπροστά μας ξετυλίγονταν εικόνες από το κόσμο του Πικάσο, του Καραβάτζο, του Γκόγια. Μια άλλη Γκουέρνικα, μια νέα εικαστική κραυγή. Σώματα μπλεγμένα, ζωές παράλληλες, δρόμοι διχοτομημένοι μα και αδιέξοδα. Μια άναρχη τάξη διαμορφώνοντας ότι πιο νεωτεριστικό έχουμε δει εδώ και αρκετά χρόνια. Χωρίς ίχνος υπερβολής, μια καθαρή εικόνα να γεννά συνεχώς κάτι νέο, να έχει σε κάθε σχηματισμό κάτι να δηλώσει.
Όπως η κορυφαία σκηνή που ο Αγαμέμνων (Σάββας Στρούμπος) πατάει πάνω στα κορμιά ,στον κόκκινο δρόμο που τον οδηγεί στην αιματοβαμμένη μοίρα του. Οι Ερινύες να κατατρέχουν τον μητροκτόνο, σαν πύρινες φλόγες ολόγυρα του. Να τον περικυκλώνουν και να τον σαστίζουν. Μα και ο μανιασμένος χορός του Ορέστη (Κώστας Κοντογεωργόπουλος) και της Ηλέκτρας (Νιόβη Χαραλάμπους) ανάμεσα στα σώματα, προσπαθώντας να βρουν το πέρασμα σαν σε θρησκευτική παραπομπή.
Πώς να πω τι απομένει; Είναι όμως το τέλος. Ή μήπως ήταν όνειρο, μπας και ονειρεύομαι; Όχι, όχι, τίποτα απ’ όλ’ αυτά, άλλωστε και το όνειρο τι είναι, ένα τίποτα, και το χειρότερο, με σημασία. Σάμιουελ Μπέκετ
(Σκηνοθεσία )
Τον αποκαλούν Δάσκαλο. Οι παλαιότεροι γνώριζαν. Εμείς οι νεότεροι πλέον μάθαμε. Μάθαμε γιατί κάποιοι τίτλοι οφείλουν να παίρνουν σάρκα και οστά σε μια ιδέα, σε μια πανανθρώπινη ιδεολογία. Δεν χρειάστηκαν πολλά, σχεδόν τίποτα παρά μόνο η ειλικρίνεια της τέχνης. Εφηύραμε καινούργιους όρους όπως οριοθετημένη ελευθερία για να μπορέσουμε να αποτυπώσουμε σε λέξεις τη σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Πως αλλιώς να περιγράψεις μια αρτιότατη καλλιτεχνική αναπαράσταση που στην μήτρα της τίκτει μια καθολική αλήθεια. Ένας φως που σε συνταρράσει συθέμελα.
Στην Ορέστεια του Τερζόπουλου τα πάντα έχουν θέση. Θέση και αντίθεση συνάμα. Μια ξεκάθαρη πολιτική δήλωση που αποτυπώνονταν παντού με συμβολισμούς και αλληγορίες. Από την ‘Ηπειρο μέχρι τη Γάζα. Από τα μοιρολόγια στους αριθμούς των νεκρών στο σήμερα. Τα πάντα έχουν σύνδεση στη σκηνοθεσία του. Το τότε με το τώρα. Το κλασικό με το νέο. Το κάθε χρώμα δημιουργεί μια αναφορά στον εικαστικό κόσμο του Τερζόπουλου. Το κόκκινο, το μπλε, το μαύρο, το χρυσό, το λευκό και κάθε φως που γεννάται κατά τη διάρκεια της παράστασης διαποτίζεται από μια αναφορικότητα στο καλλιτεχνικό αυτό σύμπαν. (Φωτισμοι: Κωνσταντίνος Μπεθάνης)
Η κάθε μελωδία, ο κάθε ήχος προέκταση και διαμόρφωση ενός συναισθήματος (Παναγιώτης Βελιανίτης)
“Θεωρώ την Ορέστεια τη γενέθλια γη του δυτικού πολιτισμού” είπε και ακριβώς αυτό κατέδειξε. Με έναν ποιητικό, λυρικό τρόπο αλλά και συνάμα τόσο σκληρό και εκκωφαντικό. Σαν ένας κρότος που σε ξυπνάει από λήθαργο. Δεν μιλάμε για σκηνοθετική πλέον τεχνική αλλά για μέθοδο που αλλάζει τον ρου της ιστορίας. Ξεκινώντας μια διαδρομή από φάσματα οντολογικά, κοινωνικά φτάνοντας σε πολιτικά και φιλοσοφικά. Όπως η σκηνή που ο μητροκτόνος Ορέστης καρφώνει το μαχαίρι στα πλευρά του και όχι στο σώμα της Κλυταιμνήστρας διαμορφώνοντας μια υπαρξιακή αλληγορία.
Η μεγάλη διαφοροποίηση συναντάται στο τρίτο και σημαντικότερο μέρος της αρχαίας τριλογίας, τις Ευμενίδες. Εδώ ο Τερζόπουλος αρνείται να καταδείξει το επισφράγισμα των κλασικών όπου έχουμε μια φαινομενικά αρεστή κατάληξη, από την άναρχη ανομία φτάνουμε στο πολιτισμό. Ο σκηνοθέτης επισημαίνει πώς οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες μέσα απο την εκβιαστική φύση της Αθηνάς. Πώς πείθονται για τη διαδικασία ψήφου, πώς εγκαταλείπουν κάθε διεκδίκηση τους πεπεισμένες για τη φερεγγυότητα της Δημοκρατίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η σκηνοθεσία σε παραλληλισμό με τη νεότερη ιστορία δημιουργεί αντιστοιχίες. Στην ιστορική του αναζήτηση, αποτυπώνει ο ίδιος ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται από το σύμφωνο της Βάρκιζας, στο δόγμα Τρούμαν και στους νεκρούς στη Γάζα που ανακοινώνονται από τα μεγάφωνα.”Καλωσήρθατε στο καινούργιο κόσμο” επαναλαμβάνει μια φωνή ενώ η σκηνοθετική κριτική δεν σταματά. Ανάμεσα στους πυροβολισμούς και τα θύματα ακούμε και τις τιμές των μετοχών του Dow Jones. Το τραύμα του δυτικού κόσμου επικαιροποιείται, κάθε δημοκρατική θεσμοθέτηση πάντα ευνοεί τους αστούς και ο Αισχύλος μέσα από τη ματιά του Τερζόπουλου αποκτά μια συγκλονιστικά διαχρονική ανάγνωση.
«Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό» Τ.Σ. Ελιοτ
(Ερμηνείες )
Ερμηνευτικά οι ηθοποιοί ακολούθησαν πιστά και εξέλιξαν το όραμα του σκηνοθέτη. Οι ερμηνείες καθολικά εμπεριείχαν έντονη σωματικότητα. Η Κλυταιμνήστρα και το είδωλο αυτής (Σοφία Χιλλ) μέσα από τη σκηνοθετική καθοδήγηση παρέπεμπε σε μορφές ζώου διαμορφώνοντας ανάλογα τη κινησιολογία και το ηχόχρωμα της φωνής της. Δημιούργησε μια νέα ζοφερή πραγματικότητα στο σύμπαν της τραγωδίας. Καθ’όλη τη διάρκεια του έργου οι ήχοι της φύσης ενσωματώνονταν στο ερμηνευτικό σκέλος συνολικά.
Η Κασσάνδρα (Έβελυν Ασουάντ) ένα άγριο ποίημα, μια μορφή βγαλμένη από πίνακα της Αναγέννησης να μοιρολογεί για τα μελλούμενα. Εγκλωβισμένη στη δική της μοίρα να ασφυκτιά και να πάλλεται. Ο Αγαμέμνων (Σάββας Στρούμπος) αποδομήθηκε εντέχνως και αποκαλύφθηκε ο αιμοδιψής πυρήνας του.
Ο κεντρικός άξονας του αρχαίου ποιήματος, ο Ορέστης, ερμηνεύτηκε από τον Κωνσταντίνο Κοντογεωργόπουλο εσωτερικά, ευάλωτα σκιαγραφώντας τη πορεία του ήρωα στο αδιέξοδο, στη παράνοια, στη δική του ενδόμυχη πάλη.
Ο χαιρέκακος Αίγισθος (Δαυίδ Μαλτεζέ) μα και η λυρική Ηλέκτρα (Νιόβη Χαραλάμπους).Τέλος η θεά Αθηνά (Αγλαϊα Παππά) σαν ένας άλλος λαοπλάνος, αγέρωχη, δεσποτική να κρατάει στα χέρια της ένα φονικό όπλο. Τη πλάνη.
Συνοψίζοντας…
200 λεπτά στο καυτό διάζωμα του θεάτρου. Μέσα μια φωνή, σαν από ένστικτο όταν βιώνεις κάτι σπουδαίο, να σε προστάζει να μείνεις ως το τέλος. Μια νεκρική ακινησία σαν να βιώνεις ένα θαύμα. Διότι αυτό διαμόρφωσε η Ορέστεια του Θ. Τερζόπουλου, ένα θεατρικό θαύμα, μια διδαχή, μια νέα σχολή. Το θέατρο γυμνό, το θέατρο στη πρώτη μέρα Δημιουργίας του. Ο πολύτιμος Χορός του, στο κέντρο αυτής της μυσταγωγικής τελετουργίας.
Ένα εικαστικό δρώμενο βαθιάς ανάγνωσης και ζωτικής σημασίας, μια πολιτική δήλωση, ένα αντιπολεμικό μανιφέστο. Αυτό ήταν η Ορέστεια του Θ.Τερζόπουλου και των εξαιρετικών συνεργατών του. Το χειροκρότημα έμοιαζε σαν μια κραυγή. Σαρωτικό, βίαιο. Ο κόσμος όρθιος σαν να θυμήθηκε ότι μπορεί να υψώσει το ανάστημα του. Σαν να ξύπνησε από την ύπνωση των οθονών. Οι ματιές των θεατών, σχεδόν συνωμοτικές. Ίσως δεν χάθηκαν όλα ακόμα.
Κι αν πιούν θολό νερό, ξαναθυμούνται, διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι, πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν· θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν. Λορέντζος Μαβίλης
Βαθμολογία: 8,9/10
ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ