Είδε και σχολιάζει η Αννια Κανακάρη.
«Το μικρό πόνι» του Πάκο Μπεθέρα, είναι μια παράσταση για τον σχολικό εκφοβισμό, την διαφορετικότητα και την απόρριψη από την οικογένεια και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και είναι αφιερωμένο στη μνήμη δύο παιδιών, του Μάικλ Μορόνες και του Γκρέισον Μπρους, που το 2014 έπεσαν θύματα βαρύτατης κακοποίησης. Στην ελληνική εκδοχή του το έργο σκηνοθέτησε η Σοφία Καραγιάννη και παρουσιάστηκε στο θέατρο Αυλαία.
Το έργο…
Ο δεκάχρονος Λουίσμι, γίνεται δέκτης επιθετικότητας και βίαιης συμπεριφοράς στο σχολείο. Ο διευθυντής καλεί τους γονείς του, την Ιρένε και τον Χάϊμε και τους ενημερώνει ότι αιτία του προβλήματος είναι η σάκα με τα μικρά πόνι, που το παιδί φέρνει στο σχολείο. Θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό προκαλεί τους άλλους μαθητές, που όχι μόνο τον απομονώνουν και τον χλευάζουν, αλλά και βιαιοπραγούν εις βάρος του. Οι γονείς, αντιμέτωποι πλέον με τις προφανείς ιδιαιτερότητες του παιδιού τους, κλονίζονται. Η μητέρα, ως πιο συντηρητική,προσπαθεί να αλλάξει τη συμπεριφορά του μικρού, να τον «αναγκάσει» να μην διαφέρει.Ο πατέρας εμφανίζεται αρχικά πιο προοδευτικός. Δείχνει κατανόηση και αποδοχή στην διαφορετικότητα του γιου του και είναι έτοιμος να συγκρουστεί με το διευθυντή και με όλους όσοι του στερούν βασικά δικαιώματα λόγω της ιδιαιτερότητάς του. Διαφωνεί κάθετα με τη γυναίκα του και δεν πιστεύει ότι μπορεί το παιδί του να αλλάξει «… όπου και να φυτέψεις μια τριανταφυλλιά, με ό,τι κι αν την ποτίσεις, δεν πρόκειται να βγάλει γαρύφαλλα…πάλι τριαντάφυλλα θα βγάλει…», της λέει χαρακτηριστικά.Η προσπάθειά τους να διορθώσουν τα πράγματα ατελέσφορη. Καταλήγουν να παραμελούν και αυτοί οι ίδιοι το παιδί τους. Μιλούν συνεχώς «γι’ αυτό» αλλά ποτέ «με αυτό»χωρίς ναδίνουν σημασία στο πώς αντιλαμβάνεται εκείνο τον παραλογισμό που ζει.
.
.
Καταρχάς στα θετικά της παράστασης (+) το θαυμάσιο κείμενο του πολυβραβευμένου Ισπανού συγγραφέα Πάκο Μπεθέρα, μεταφρασμένο από την επίσης βραβευμένη Μαρία Χατζηεμμανουήλ,. Ένα έργο σύγχρονο με πολυδιάστατο χαρακτήρα. Με βασικό θέμα τον σχολικό εκφοβισμό και την διαφορετικότητα, πραγματεύεται μεταξύ άλλων τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία των ανθρώπων, τους φόβους,την απογοήτευση και την σταδιακή αποδόμηση της οικογένειας μπροστά στο διαφορετικό, τις λανθασμένες επιλογές των γονιών και τις τραγικές συνέπειές τους. Μια ρεαλιστική απόδοση ενός πολύ επίκαιρου προβλήματος, μέσα από έναν έντονο και συναισθηματικά φορτισμένο διάλογο μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Στόχος του συγγραφέα να προβληματίσει, να εγείρει συνειδήσεις, να προκαλέσει αγανάκτηση, θυμό, λύπη… Να μας θέσει ενώπιον των ευθυνών μας, να «φωνάξει» ότι όλοι, λίγο ή πολύ, είμαστε συμμέτοχοι και συνεργοί στα εγκλήματα που διαπράττονται εις βάρος των διαφορετικών ανθρώπων και ακόμη χειρότερα εις βάρος των διαφορετικών παιδιών…
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Σοφίας Καραγιάννη, ιδιαίτερα προσεγμένη. Άγγιξε με ευαισθησία την ουσία του έργου και απέδωσε μέσα από την δική της διεισδυτική ματιά τα βαθιά κοινωνικά νοήματα του. Κατόρθωσε να παρουσιάσει με λεπτομέρεια την δύσκολη καθημερινότητα του τραγικού ζευγαριού, «στήνοντας» με πρωτοτυπία τον χαοτικό του κόσμο επί σκηνής και να μεταδώσει με αποτελεσματικότητα την ένταση των συναισθημάτων τους. Άφησε έξω από την σκηνή, όπως άλλωστε έκανε και ο ίδιος ο συγγραφέας, το πρόσωπο του μικρού Λουϊσμι. Το παιδί δεν εμφανίζεται ποτέ, οι γονείς δεν συνομιλούν μαζί του. Η σκηνοθέτις κάνει ιδιαίτερα αισθητή αυτή την έλλειψη επικοινωνίας με τον μικρό, ο οποίος είναι πάντα κάπου αλλού, στο δωμάτιο του, στο μπάνιο, κάπου μόνος του να βυθίζεται στην απογοήτευση της διαφορετικότητάς του. Μόνη ένδειξη της παρουσίας του οι ήχοι από τις κιμωλίες με τις οποίες ζωγραφίζει. Τριξίματα, έντονα και ανατριχιαστικά που ακούγονται σε διάφορα σημεία της παράστασης, τραβούν την προσοχή των γονιών, αποτυγχάνοντας παρ΄ όλα αυτά να τους αφυπνίσουν. Αβίαστα προκαλούνται ερωτηματικά στο κοινό: Αν αφουγκράζονταν το παιδί τους, ίσως και να άλλαζαν κάτι. Η ατμόσφαιρα του έργου από ευχάριστη και ρομαντική, γρήγορα βαραίνει, γίνεται απαισιόδοξη και σκοτεινή. Όσο προχωρούν οι εξελίξεις καθίσταται εμφανές ότι οι σύζυγοι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες του παιδιού, οι «πληγές» του οποίου συνεχώς «ματώνουν», προμηνύοντας το επερχόμενο τέλος.
.
.
Το σκηνικό της παράστασης δια χειρός Κωνσταντίνας Κρίγκου, είναι λιτό αλλά πρωτότυπο. Ένας μεγάλος μύλος -αυτή η περιστρεφόμενη κούνια, που όλοι θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια-, στημένος στο μέσο της σκηνής. Μια ευρηματική απεικόνιση του χωροχρόνου όπου εξελίσσεται η υπόθεση. Οι ηθοποιοί τρέχουν γύρω του και μαζί τους κυλά ο χρόνος. Είναι ταυτόχρονα το σπιτικό και η οικογένεια που έχτισαν. Στην αρχή τον συναρμολογούν, έχουν πάνω του στιγμές τρυφερές, συντροφικές, στην πορεία όμως τον μεταμορφώνουν αλλάζοντας θέση στα σιδερένια διαχωριστικά του και στο τέλος τον αποδομούν εντελώς, όπως αποδομείται και η ίδια η οικογένεια τους. Εξαιρετικό το animation στο τέλος της παράστασης, που εμφανίζεται εντελώς ξαφνικά και εκτινάσσει τη συναισθηματική φόρτιση του κοινού. Απλά σχήματα που ζωγραφίζονται στο πίσω μέρος της σκηνής, ένα σπίτι, μια οικογένεια, ενώ ταυτόχρονα ακούγεται ο ήχος της κιμωλίας που υποτίθεται ότι τα δημιουργεί. Και ξαφνικά τα σχήματα παίρνουν ζωή, τα ανθρωπάκια κινούνται και συνταράσσουν, καθώς αυτά γράφουν το τέλος της ιστορίας και όχι οι ηθοποιοί, οι οποίοι επίσης τα παρακολουθούν, αμίλητοι και ακίνητοι, με γυρισμένες τις πλάτες στο κοινό,έξω πια από τους ρόλους τους…
Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών πολύ ρεαλιστικές, η δε συνεργασία μεταξύ τους άρτια, δείγμα επαγγελματισμού και σκληρής δουλειάς. Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, στον ρόλο του Χαϊμε απέδωσε με πειστικότητα τον πατέρα, που αποδέχεται τη διαφορετικότητα του παιδιού και το υπερασπίζεται με θάρρος. Εξαιρετική η ανατροπή, ως προς τον χαρακτήρα του, στο τέλος του έργου, όπου καταρρακωμένος ομολογεί έναν άλλο εντελώς διαφορετικό εαυτό.
Η Ρηνιώ Κυριαζή, είναι, στον ρόλο της Ιρένε, η φωνή της «κοινής λογικής» την οποία ενστερνίζεται απόλυτα. Υποστηρίζει με επάρκεια τον ρόλο της μάνας που αγωνίζεται για το καλύτερο, μέσα όμως στην συναισθηματική σύγχυσή της, πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο.Κορυφαίες ερμηνευτικές της στιγμές, με πολλά στοιχεία αρχαίας τραγωδίας, όταν αναφωνεί ότι δεν αγαπά το παιδί της εξαιτίας ακριβώς της διαφορετικότητάς του, αλλά και όταν, λίγο αργά βέβαια, ανακαλύπτει, βλέποντας την αγαπημένη του παιδική σειρά με τα μικρά πόνι, το πώς θα φέρει την αρμονία και τη γαλήνη στην ψυχή του παιδιού.
Στα λίγα αρνητικά σημεία (-) της παράστασης η επανάληψη ίδιων κινήσεων σε όλη τη διάρκεια του έργου, αυτό το μοτίβο του «γύρω – γύρω», που εκτός από τους ηθοποιούς κούρασε και τους θεατές, αλλά και ότι κάποια στιγμή, στο δεύτερο μισό της παράστασης, ο διάλογος μεταξύ των χαρακτήρων κατέληξε να επαναλαμβάνεται και να δίνει μια αίσθηση φλυαρίας, καθώς τα σημαντικά σημεία που προωθούσαν την εξέλιξη, είχαν ήδη ειπωθεί.
Συμπερασματικά (=) «Το Μικρό Πόνι», είναι μια κοινωνική παράσταση, με πολύ καλές ερμηνείες, που αξίζει να δει κανείς, έχει δεν έχει παιδιά. Η υπόθεση της δεν είναι ευχάριστη, αντιθέτως είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξη και δραματική. Οι χαρακτήρες της ανθρώπινοι και καθημερινοί, δέσμιοι των φόβων και των κοινωνικών προκαταλήψεων. Μια παράσταση που καθρεπτίζει τα κακώς κείμενα και ωθεί σε βαθύ προβληματισμό, σκέψεις και ερωτηματικά. Είναι τελικά τόσο κακό το διαφορετικό;
Βαθμολογία:
6,2
.
Δείτε & αυτά:
/
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α -επετειακά- Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020.
& αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
.
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
..
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό