Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Ο πόλεμος, η προσφυγιά, ο ξεριζωμός των Ελλήνων μετά τη μικρασιατική καταστροφή αποτελούν αγκάθια στην ιστορία της χώρας μας που πόνεσαν και πονούν ακόμα. Τα θλιβερά γεγονότα εκείνης της εποχής, τα οποία δεν απέχουν και πολύ από ανάλογες καταστάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, πραγματεύεται η παράσταση «Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη» της Μιμής Ντενίση, που παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για τη συνέχεια της εξαιρετικά πετυχημένης παράστασης «Σμύρνη μου αγαπημένη», που ανέβηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 2014 και μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο το 2021 σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη. Αποτελεί το πρώτο ελληνικό θεατρικό σίκουελ, που μπορεί άνετα να παρακολουθήσει κανείς ακόμη κι αν δεν έχει δει την πρώτη παράσταση, το οποίο ξεκίνησε το 2019 (επίσης με τεράστια εισπρακτική επιτυχία), διακόπηκε από την πανδημία και συνεχίστηκε με αλλαγές στο καστ το 2022, τη χρονιά που συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η υπόθεση του έργου ακολουθεί την ιστορία της Φιλιώς Μπαλτατζή, μιας αρχόντισσας από την Σμύρνη που, μετά από πολλές κακουχίες, φθάνει, το 1923, με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Εγκαθίστανται στο Τσινάρι, στο φτωχικό σπίτι μιας οικογένειας Τούρκων που επίσης αναγκάζονται, λόγω της ανταλλαγής, να ξεριζωθούν από τον τόπο που θεωρούσαν πατρίδα τους. Το περιβάλλον είναι κάθε άλλο παρά φιλικό. Η φτώχεια, η καχυποψία, η απόρριψη, οι προσβολές είναι, ως επί το πλείστον, το καλωσόρισμα που δέχονται. Για καλή τους τύχη υπάρχουν στην γειτονιά τους και άλλοι πρόσφυγες αλλά και ντόπιοι που τους βοηθούν να προσαρμοστούν. Το έργο ακολουθεί την ιστορία της οικογένειας καθώς περνούν τα χρόνια, μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις που καθορίζουν την πορεία τους και σημαδεύουν τις ζωές τους…
Στα θετικά στοιχεία της παράστασης (+) συγκαταλέγεται καταρχάς το κείμενο της Μιμής Ντενίση, προϊόν ενδελεχούς ιστορικής έρευνας, το οποίο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς, πέρα από την αναφορά σε γνωστά γεγονότα της εποχής, εμβαθύνει σε καίρια πολιτικά ζητήματα, ασκώντας παράλληλα κριτική σε επιλογές πολιτικών που έκριναν το μέλλον του τόπου. Χρονικά πραγματεύεται την ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου δηλαδή από την μικρασιατική καταστροφή του 1922 έως και το 1940 που ξεκίνησε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Παρουσιάζει τις βασικές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό και μέσα από τις ιστορίες των ηρώων καταγράφει τον παλμό των γεγονότων και κυρίως το αποτύπωμά τους στις ζωές των απλών πολιτών. Αναπόφευκτα γίνεται αναφορά στις δυσκολίες των ντόπιων Θεσσαλονικέων οι οποίοι υπέφεραν μετά την μεγάλη φωτιά του κέντρου, στους πρόσφυγες από περιοχές του Πόντου που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα αλλά και στην Εβραϊκή κοινότητα της πόλης που ενώ άκμαζε οικονομικά, στην πορεία δοκιμάστηκε οικτρά, κυρίως μετά την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη. Όπως είναι αναμενόμενο, λόγω του θέματος, η όλη ατμόσφαιρα του έργου είναι μελαγχολική, δεν λείπουν όμως χιουμοριστικές σκηνές και διάλογοι που ελαφρύνουν το κλίμα καθώς και μια γενικότερη αίσθηση αισιοδοξίας που εξισορροπεί το συγκινησιακό φορτίο.
Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή, καθημερινή, εμπλουτισμένη όμως με τη χρήση τοπικών διαλέκτων και ιδιωματισμών που αναδεικνύουν τις διαφορετικές καταβολές των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Αξίζει να σημειώσουμε πως καθώς η συγγραφέας περιγράφει τον αξιοπρεπή και τίμιο αγώνα των προσφύγων για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη, δράττεται της ευκαιρίας να περάσει μηνύματα ήθους και να προβάλει αξίες και πρότυπα αλτρουισμού και ανθρωπιάς.
Η σκηνοθεσία της παράστασης από την ίδια τη Μιμή Ντενίση αναβίωσε με ρεαλιστικό τρόπο σημαντικά ιστορικά γεγονότα αποδίδοντας επιτυχημένα την δραματικότητα των καταστάσεων και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων. Η προσέγγιση της υπήρξε προσεγμένη, χωρίς υπερβολές (αν και περιέχει αρκετές μελοδραματικές σκηνές) και είχε ως αποτέλεσμα μια δεμένη παράσταση με καθαρότητα, μέτρο και ρυθμό, από την αρχή μέχρι το τέλος. Παρά την ιδιαιτέρως μεγάλη διάρκειά της, που φτάνει τις τρεισήμισι ώρες, δεν κούρασε λεπτό και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών προκαλώντας δάκρυα συγκίνησης και ενίοτε αυθόρμητα χειροκροτήματα σε στιγμές αυξημένης συναισθηματικής φόρτισης. Η σκηνοθέτης επέλεξε να παρουσιάσει τα γεγονότα σε πλήρη χρονολογική σειρά, εναλλάσσοντας την αφήγηση με την αναπαράσταση, με την ίδια, ως αφηγητή, να καθοδηγεί τον θεατή, να διευκρινίζει το χρονικό πλαίσιο, να συστήνει την εκάστοτε πολιτική εξουσία αλλά και να σχολιάζει τις πολιτικές επιλογές και τις συνέπειές τους. Παρόλο που το ίδιο αυτό μοτίβο ακολουθήθηκε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, η μετάβαση από την αφήγηση στο δρώμενο υπήρξε ομαλή και αρμονική, η συνεχής δε εναλλαγή των σκηνών, σε συνδυασμό με την μουσική, αλλά και το εξαιρετικό σκηνικό είχε ως αποτέλεσμα μια αξιοπρεπέστατη, ευφάνταστη, καλοδουλεμένη και πλήρως οργανωμένη παράσταση που κέρδισε επάξια την αγάπη του κοινού.
Ο πολυμελής θίασος της παράστασης αποτέλεσε ένα απόλυτα εναρμονισμένο σύνολο, με πολύ καλή κίνηση και σε γενικές γραμμές καλές ερμηνείες.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Φιλιώς Μπαλτατζή αλλά και της αφηγήτριας η Μιμή Ντενίση, είχε ομολογουμένως μια πολύ καλή εμφάνιση, καίρια και μεστή από κάθε άποψη. Επέλεξε να ενσαρκώσει την βασική ηρωίδα του έργου, τον χαρακτήρα της οποίας, ασφαλώς και κατέχει καλύτερα από τον καθένα. Γνωρίζει την κάθε σκέψη και το κάθε συναίσθημά της και τα επικοινωνεί με άνεση, εκφραστικότητα και φυσικότητα στο κοινό, «κουβαλώντας» η ίδια το μεγαλύτερο βάρος της παράστασης. Ως αφηγήτρια, από την άλλη πλευρά, είναι απλά απολαυστική. Αφηγείται με σοβαρότητα, δυναμισμό, ακρίβεια και καθαρότητα, με ύφος ενίοτε πατριωτικό, κατορθώνοντας παράλληλα να διεγείρει τα ουμανιστικά αισθήματα των θεατών.
Οι λοιποί πρωταγωνιστές με την ενέργεια και την αφοσίωσή τους πρόσφεραν ερμηνείες υψηλού επιπέδου αντάξιες της δυναμικής της παράστασης. Πολύ καλός ο Κωνσταντίνος Καζάκος στον ρόλο του κομψού και ευγενικού Χατζηπέτρου που κέρδισε την καρδιά της βασανισμένης Φιλιώς, η Κατερίνα Γερονικολού στον ρόλο της αεικίνητης Ζαχαρούλας, μιας από τις ευχάριστες και διασκεδαστικές παρουσίες της παράστασης, αλλά και η Όλγα Πολίτου, η Ναταλία Δραγούμη, η Μαρία Εγγλεζάκη, ο Κώστας Καζάκας, η Άννα Κουρή, ο Μέμος Μπεγνής, ο Πρόδρομος Τοσουνίδης και η Μαρία Φιλίππου, στους λοιπούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, έδωσαν όλοι τον καλύτερό τους εαυτό.
Πολύ καλές και οι εμφανίσεις των λοιπών ηθοποιών ήτοι των: Αγγελική Αγγελοπούλου, Χρήστου Βελιάνο, Αιμίλιου Μωσαΐδη, Νικόλα Νικολαίδη, Δημήτρη Σιγανού, Έφης Σταυροπούλου, Γιώργου Τάτση και Ειρήνης Χατζηνίκου, που ερμήνευσαν τους ρόλους τους με πάθος, δυναμισμό και έκδηλη εκφραστικότητα.
Το σκηνικό της παράστασης, δημιουργία του Μανόλη Παντελιδάκη, υπήρξε ιδιαιτέρως εντυπωσιακό και μετέφερε με ρεαλιστικό τρόπο στον θεατή την ατμόσφαιρα του Μεσοπολέμου. Η χρήση των δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στο όλο επιτυχές αποτέλεσμα, ενώ ιδιαίτερο χαρακτήρα της προσέδωσαν τα σκαλιστά νεοκλασικά έπιπλα που στόλιζαν την σκηνή. Οι φωτορεαλιστικές, εμπλουτισμένες με κίνηση, προβολές στο φόντο με εικόνες της Θεσσαλονίκης από το παρελθόν, από την γειτονιά στο Τσινάρι, την πλατεία Αριστοτέλους, το εσωτερικό των αρχοντικών μπροστά στην θάλασσα υποδήλωναν τον σκηνικό χώρο δράσης της κάθε σκηνής και προσέφεραν ένα αισθητικά αξιόλογο θέαμα. Οι εναλλαγές δε των σκηνών με τις συρόμενες ζωντανές εικόνες αποδείχθηκαν απίστευτα εύκολες και θεαματικές. Από τις πιο δυνατές και συγκλονιστικές στιγμές της παράστασης υπήρξε η σκηνή της πυρκαγιάς στην Εβραϊκή συνοικία όπου με τη χρήση της ψηφιακής σκηνογραφίας τεράστιες φλόγες φάνηκαν να κατακλύζουν την σκηνή, ενώ οι ηθοποιοί έτρεχαν ανάστατοι, εν μέσω πυκνών καπνών.
Εξίσου καλοί υπήρξαν και οι φωτισμοί της παράστασης από τον Αργύρη Θέο που της προσέδωσαν ζωντάνια, δραματικότητα και έναν ιδιαίτερο εικαστικό χαρακτήρα με την πολυχρωμία που τους διέκρινε, συνδράμοντας με τη σειρά τους τις σκηνοθετικές επιλογές.
Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στα κοστούμια της Χαράς Τσουβαλά, που κατέδειξαν επιτυχώς τις διαφορές των κοινωνικών τάξεων της εποχής και προσδιόρισαν χρονικά την υπόθεση.
Σημαντική τέλος και η μουσική ένδυση της παράστασης από τον Αντρέα Κατσιγιάννη που συνέβαλε στην δημιουργία της δραματικής ατμόσφαιρας του έργου και του γενικότερου σκηνικού του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.
Αν κάτι θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε (-) στην κατά τα άλλα άρτια απόδοση του έργου, αυτό θα αφορούσε στην μουσική του προσέγγιση καθώς θεωρώ πως θα μπορούσε η παράσταση να εμπλουτιστεί με κάποια επιπλέον γνωστά τραγούδια, αντιπροσωπευτικά των λαών που συνέθεταν το πολυπολιτισμικό μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή, όπως τραγούδια του Πόντου, της Σμύρνης, τραγούδια Εβραϊκά αλλά και γενικότερα λαϊκά ελληνικά. Με τον τρόπο αυτό η μουσική θα διεκδικούσε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της παράστασης, η υπόθεση της οποίας θεωρώ ότι ενδείκνυται για μια τέτοια επιλογή.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε μια αριστοτεχνική παράσταση, με αξιόλογες ερμηνείες και εντυπωσιακό σκηνικό. Μια κριτική προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας, με σοβαρότητα και σεβασμό προς τα θλιβερά γεγονότα εκείνης της εποχής και την μνήμη όλων όσων υπέφεραν…
Βαθμολογία: 7,9/10
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
«Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη» της Μιμής Ντενίση.
Η Φιλιώ Μπαλτατζή Αρχόντισα της Σμύρνης με ό,τι απέμεινε από την οικογένεια της, φτάνει στη Σαλονίκη του 1923. Κανείς δεν ξέρει τι τους περιμένει. Σίγουρα όχι η ζεστη αγκαλιά της νέας πατρίδας όπως περίμεναν. Σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον Μικρασιάτες, Πόντιοι και ντόποιοι αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή.
Σκηνοθεσία: Μιμή Ντενίση. Ερμηνεύουν: Μιμή Ντενίση, Κατερίνα Γερονικολού, Ναταλία Δραγούμη, Μαρία Εγγλεζάκη, Κώστας Καζάκας, Κωνσταντίνος Καζάκος, Μέμος Μπεγνής, Όλγα Πολίτου, Πρόδρομος Τσουνίδης, Μαρία Φιλίππου.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη – Πέμπτη στις 19:00. Παρασκευή-Σάββατο στις 20:00. Κυριακή στις 18:15. Κυριακή: 21.00. Σάββατο: 19.00 & 21.00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.