Είδε η
και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
.
Την πρεμιέρα της παράστασης «Τρωάδες» του Ευριπίδη, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε μετάφραση Θόδωρου Στεφανόπουλου και σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, παρακολουθήσαμε την Πέμπτη 6 Ιουλίου, στο κατάμεστο κυριολεκτικά θέατρο Δάσους.
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά αντιπολεμικά έργα του μεγάλου τραγικού ποιητή,το οποίο αφενός καταγγέλλει την ανελέητη αυθαιρεσία των νικητών έναντι των ηττημένων και αφετέρου προβάλλει αριστοτεχνικά τα δεινά του πολέμου και τις συνέπειές τους στον ψυχισμό των ανθρώπων.

Οι Τρωάδες είναι η τρίτη τραγωδία της τριλογίας του Ευριπίδη που αναφέρεται στον Τρωϊκό πόλεμο. Διδάχθηκε για πρώτη φορά το 415 πΧ στα πλαίσια των Μεγάλων Διονυσίων και του απέφερε το δεύτερο βραβείο. Την εποχή εκείνη ο Πελοποννησιακός πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, ενώ λίγους μήνες πριν είχε λάβει χώρα το ανοσιούργημα της σφαγής των Μηλίων από τους Αθηναίους. Ο Ευριπίδης με το έργο αυτό προειδοποιεί τους συμπολίτες του πως η ύβρις των νικητών θα επιφέρει και την τιμωρία τους. Δια στόματος του θεού Ποσειδώνα, στην αρχή ακόμη του έργου του, αναφέρει: «Μωρός όποιος ρημάζει πόλεις και ναούς και τάφους, τα ιερά των νεκρών. Πρώτα ερημώνει εκείνα και ύστερα βουλιάζει ο ίδιος».

Το έργο του Ευριπίδη πραγματεύεται την μοίρα των γυναικών της Τροίας μετά την νίκη των Ελλήνων στον Τρωϊκό πόλεμο. Η πόλη έχει λεηλατηθεί, οι άντρες έχουν σκοτωθεί και οι γυναίκες περιμένουν στο στρατόπεδο των Αχαιών να μάθουν τη μοίρα τους. Ο Ταλθύβιος, στον ρόλο αγγελιοφόρου, ανακοινώνει στηνΕκάβη ότι προορίζεται για σκλάβα του Οδυσσέα και ότι η κόρη της η Κασσάνδρα δόθηκε ως έπαθλο στον βασιλιά Αγαμέμνονα. Εντωμεταξύ, ο Μενέλαος καταφθάνει στο σημείο για να πάρει την Ελένηκαι να την θανατώσει, ενώ εκείνη προσπαθεί απεγνωσμένα να τον μεταπείσει. Η χήρα του Έκτορα, η συνετή Ανδρομάχη, με τον μικρό Αστυάνακτα στην αγκαλιά, ανακοινώνει στην Εκάβη ότι η κόρη της η Πολυξένη είναι νεκρή. Ο πόνος για την ξεκληρισμένη βασιλική οικογένεια δεν έχει τέλος. Ο θρήνος για τους δικούς τους και η αγωνία για το αύριο τις έχει συνθλίψει. Ο Ταλθύβιος εμφανίζεται για άλλη μια φορά και με δισταγμό ανακοινώνει την απόφαση των Ελλήνων να θανατώσουν τον μικρό Αστυάνακτα. Η Εκάβη συντετριμμένη, με όσες δυνάμεις της απομένουν, καλείται να θάψει το κορμί του μικρού εγγονού της. Η φρίκη του πολέμου ζωντανεύει μέσα από τις κραυγές των Τρωάδων, των αθώων θυμάτων ενός παράλογου πολέμου που τους στέρησε τα πάντα…

Δυστυχώς το αποτέλεσμα δεν ήταν αντάξιο των προσδοκιών μας παρά τα επιμέρους φωτεινά σημεία. Η συνολική αίσθηση απείχε παρασάγγας από αυτό που περιμέναμε να δούμε και να αισθανθούμε (-).
Καταρχάς, από την πρώτη στιγμή, γίνεται κατανοητό ότι ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης επέλεξε μια σύγχρονη και λιτή προσέγγιση της αρχαίας τραγωδίας, μια «χαμηλόφωνη» σκηνική ανάγνωση (όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει), στόχος της οποίας ήταν να εστιάσει στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Και ενώ εκ πρώτης όψεως πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα οπτική του αξιόλογου δημιουργού, εντούτοις στην πράξη η «χαμηλόφωνη» αυτή επιλογή είχε ως αποτέλεσμα ο θρήνος και ο πόνος των Τρωάδων να μην «ακουστεί» στην πλατεία. Πέραν κάποιων εξαιρέσεων, όπως της σκηνής της Ανδρομάχης όταν πληροφορείται την θανατική καταδίκη του παιδιού της, η παράσταση δεν επικοινώνησε επαρκώς το βάθος και την έκταση του θρήνου που αποτελεί και το βασικό χαρακτηριστικό και επικοινωνιακό μέσο του έργου.

Η γενική επιλογή της λιτότητας στην απόδοση του έργου αποδυνάμωσε επιπρόσθετα την παράσταση τόσο οπτικά, όσο και ηχητικά. Όσον αφορά στο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, ακολουθώντας την γενική σκηνοθετική προσέγγιση, περιορίστηκε σε λίγες βαλίτσες, ένα καζάνι και έναν παλαιό τηλεφωνικό θάλαμο, ο οποίος λειτούργησε μεν ως καταφύγιο της Εκάβης σε στιγμές απόγνωσης, αλλά δεν δικαιολόγησε επαρκώς την θέση του επί σκηνής, ούτε χρηστικά ούτε και μεταφορικά.Γενικότερα, ενώ η λιτότητα της εικόνας δεν αποτελεί αδυναμία, στην συγκεκριμένη περίπτωση εξελίχθηκε σε μειονέκτημα από την άποψη ότι δεν είχε να προσδώσει τίποτα ενδιαφέρον και καινοτόμο στο όλο αποτέλεσμα.

Η δεπρωτότυπη μουσική επένδυση της παράστασης από τον Στέφανο Κορκολή, περιορίστηκε βασικά σε μουσικά μοτίβα που ναι μεν ενέτειναν την αγωνία, χωρίς, όμως, το τελικό αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθεί εμπνευσμένο και αντάξιο των προσδοκιών που δημιουργεί στο κοινόη συμμετοχή ενός τόσο φημισμένου καλλιτέχνη. Εξαίρεση από τα παραπάνω αποτελεί ένα μελωδικότατο μουσικό κομμάτι προς το τέλος της παράστασης που ήταν πραγματικά αξιόλογο.

Ένα επίσης αρνητικό στοιχείο, που δεν είναι σαφές αν οφείλεται σε τεχνικά θέματα ή όχι, είναι το ότι σε αρκετά σημεία οι διάλογοι δεν έφθαναν ολοκληρωμένοι στους θεατές, με αποτέλεσμα να γίνεται χρήση των «υπέρτιτλων» για να μπορεί να αντιληφθεί κανείς το πλήρες νόημα των όσων διαδραματίζονταν. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μουσική που ακούγονταν από τα γειτονικά μαγαζιά (ένα πρόβλημα του Θεάτρου Δάσους που δυστυχώς συνεχίζεται και φέτος), αποσυντόνιζε το κοινό αποσπώντας την προσοχή του από τα δρώμενα.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ήταν επαρκείς, ανάλογοι με την όλη λιτή προσέγγιση του έργου.
Ως προς τις ερμηνείες των ηθοποιών:
Καταρχάς η Ρούλα Πατεράκη, ηθοποιός καταξιωμένη με τεράστια εμπειρία, ανέλαβε το ρόλο της Εκάβης, δίνοντάς μας ορισμένες δυνατές στιγμές, όπως αυτή που θρηνούσε με τον νεκρό Αστυάνακτα στα χέρια.

Εντούτοις, γενικά, δεν επικοινώνησε, στο βαθμό που περιμέναμε τουλάχιστον, τον θρήνο και την συντριβή της Εκάβης. Είδαμε στην σκηνή μια γυναίκα να οδύρεται, να παραπαίει, να κρύβεται σε έναν θάλαμο για να θρηνήσει. Δεν είδαμε, όμως, την βασίλισσα της Τροίας, που ακόμη και στην χειρότερη στιγμή στηρίζει και συμβουλεύει τις άλλες γυναίκες, αυτήν που ορθώνει το ανάστημα της και αναμετριέται για μια τελευταία φορά με την Ελένη, την πηγή των κακών, αυτήν που έχασε τα πάντα αλλά μέσα στην οδύνη και τον σπαραγμό κρατά την αξιοπρέπεια και την περηφάνεια της. Μια κακή εμφάνιση, τελικά.
Ο Δημήτρης Πιατάς στον ρόλο του Ταλθύβιου είχε απλά μια αξιοπρεπή και λόγου φιζικ εμφάνιση. Ερμήνευσε με σοβαρότητα και κάποια εκφραστικότητα τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων, που εμφανώς συμπονά τις Τρωάδες, παρόλο που ουσιαστικά δεν μπορεί να τις βοηθήσει.

Ιδιαίτερη και με τα γνωστά της επαναλαμβανόμενα εκφραστικά μέσα στον ρόλο της Κασσάνδρας η Μαρία Διακοπαναγιώτου. Ντυμένη στα λευκά, με έντονο μακιγιάζ, σε έναν παράφορο, σπασμωδικό χορό, απέδωσε τα βασικά χαρακτηριστικά της εκκεντρικής μάντισσας.
Η Λουκία Βασιλείου ως Ελένη, όμορφη και εντυπωσιακή, αν και υπερβολικά «λαμπυρίζουσα», ιδιαιτέρως άκαμπτη, παγωμένη ως προς την κίνηση, αλλά και επίπεδη ερμηνευτικά, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα των σκηνοθετικών οδηγιών.
Εντελώς μετρημένος και σφιγμένος ο Αντώνης Καφετζόπουλος, στον ρόλο του Ποσειδώνα και σε σημεία έμοιαζε διεκπεραιωτική.

Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης θα πρέπει να αναφερθεί καταρχάς η εξαιρετική μετάφραση του Θόδωρου Στεφανόπουλου, που προσέγγισε το πρωτότυπο κείμενο με σεβασμό, διατηρώντας το ύφος, το χρώμα και την ατμόσφαιρά του. Με λόγο σύγχρονο και κατανοητό, όχι καθημερινό και υπεραπλουστευμένο, αλλά προσεγμένο στην κάθε λεπτομέρεια, απέδωσε το μεγαλείο του αρχαίου έργου, διατηρώντας τη γοητεία, την βαρύτητα και την μουσικότητά του.

Αξιοσημείωτο το σκηνοθετικό εύρημα της εμφάνισης της θεάς Αθηνάς, στην αρχή του έργου, όχι από μια ηθοποιό ως ένα πρόσωπο, αλλάαπό δώδεκα ηθοποιούς, ως δώδεκα πανομοιότυπες μορφές που γέμισαν την σκηνή, κινούμενες σε διαφορετικές κατευθύνσεις και μιλώντας εκ περιτροπήςως μια οντότητα, συμπλήρωμα και ηχώ η μία της άλλης. Εξαιρετική επιλογή τόσο από άποψη σκηνικής παρουσίασης όσο και νοηματικής απόδοσης του πολυσήμαντου ρόλου της συγκεκριμένης θεάς.
Τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου προσέδωσαν ποικιλία, πολυχρωμία και μια αίσθηση ποιότητας στην παράσταση. Ξεχώρισαν τα κοστούμια των γυναικών του χορού, όλα διαφορετικά μεταξύ τους, φανερά καλοδουλεμένα και λεπτομερώς φροντισμένα.
Εξαιρετική ήταν η Μαρίζα Τσάρη, στον ρόλο της Ανδρομάχης, η οποία συγκίνησε ερμηνευτικά στον ρόλο της μάνας που έχασε τον άντρα της και μαθαίνει πως σύντομα θα θανατωθεί και το παιδί της. Με ερμηνεία αληθινή και εκφραστική απέδωσε σε βάθος την οδύνη και τον σπαραγμότου χαρακτήρα.

Συμπαθητικός, τέλος, ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης ως οργισμένος Μενέλαος, που θέλει να θανατώσει την γυναίκα που τον πρόδωσε, αφήνοντας ταυτόχρονα να διαφανεί ότι δεν μπορεί στην ουσία να αντισταθεί στην γοητεία της.
Σε καλά πλαίσια κινήθηκε ο χορός των γυναικών, αποτελούμενος από τις Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, ΕλένηΜισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Φωτεινή Τιμοθέου και Μάρα Τσικάρα.

Όμορφες νεανικές παρουσίες γέμισαν την σκηνή με την προσεγμένη κίνηση τους. Ο Ερμής Μαλκότσης, με την καθοδήγησή του δημιούργησε ένα καλοσυντονισμένο σύνολο που έκανε αισθητή την ύπαρξη και τη σημασία του σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Συμπερασματικά (=), είδαμε μια εκδοχή των Τρωάδων που έχοντας ως στόχο το σύγχρονο και την λιτότητα αποδυνάμωσε το περιεχόμενο και την ουσία του έργουκαι δεν κατόρθωσε εν τέλει να επικοινωνήσει στον θεατή την οδύνη των αθώων θυμάτων του πολέμου, τον πόνο της απώλειας και του ξεριζωμού, την πεμπτουσία δηλαδή του Ευριπίδειου λόγου… Οσο για τον τηλεφωνικό θάλαμο, ότι καταλάβατε, καταλάβατε…
Βαθμολογία:
5,1
Φωτογραφικό υλικό