Είδε η
Στα πλαίσια της περιοδείας της ανά την Ελλάδα παρακολουθήσαμε στο θέατρο Μετροπόλιταν την παράσταση «Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή», της Κικής Μαυρίδου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη, με την υπέροχη Ράνια Σχίζα στον ομώνυμο ρόλο.
Πρόκειται για έναν συνταρακτικό μονόλογο που αφηγείται την ζωή της Έλλης Ζάχου Ταχτσή, της μητέρας του Κώστα Ταχτσή, μιας δυναμικής και ανυπότακτης γυναίκας, που σημάδεψε την ζωή και το έργο του σπουδαίου λογοτέχνη.
Η Έλλη, ως παιδί, μεγάλωσε χωρίς την αγάπη και την τρυφερότητα της μητέρας της, γεγονός που καθόρισε από νωρίς την προσωπικότητά της. Έζησε το τραυματικό διαζύγιο των γονιών της, έχασε νωρίς τον πατέρα της τον οποίο λάτρευε και οδηγήθηκε σε έναν γάμο με έναν κακοποιητικό, αλκοολικό σύζυγο που της στέρησε κάθε χαρά και απόλαυση. Η απογοήτευση την συντρόφευε σε όλη της την ζωή μαζί με τις στερήσεις, τους ξυλοδαρμούς και τους καβγάδες. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα όταν,παρά την θέλησή της, έγινε μάνα. Σκληρή, άκαρδη και βάναυση, ίδια με την δική της μάνα, την οποία, όσο και αν κατηγορούσε για κάθε άσχημο στην ζωή της, κατέληξε να της μοιάζει. Στον γιο της Κώστα δεν χάρισε ποτέ αγάπη, παρά μόνο αυστηρότητα και ξύλο και το χειρότερο όλων, τον άφησε να τον μεγαλώσει η γιαγιά του, αυτή που ήξερε πως δεν είχε στην ψυχή της τίποτε καλό να του προσφέρει. Όλη η ζωή της ήταν ένα πλήθος λάθος επιλογών που τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα την σχέση της με το παιδί της, ένα παιδί που απέρριψε λόγω της διαφορετικότητάς του και τελικά δεν… πρόλαβε ποτέ να αγαπήσει.

Το συναισθηματικά φορτισμένο κείμενο (+) της Κικής Μαυρίδου, εξέπληξε με την δύναμη και την έντασή του. Η συγγραφέας, μέσα από την αφήγηση, άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, μας ταξίδεψε στο πολυτάραχο παρελθόν της μητέρας του σπουδαίου λογοτέχνη, με αναμνήσεις και περιγραφές που συγκλονίζουν. Ξεκινώντας την αφήγηση με χρονολογική σειρά ξεδιπλώνει την ζωή της ηρωίδας δίνοντας λεπτομέρειες για την οικογένειά της και τα μέρη που έζησε, διανθίζοντας παράλληλα το κείμενο με εικόνες από την τότε εποχή, τα ήθη και τις αξίες που επικρατούσαν, τις οικογενειακές σχέσεις, τους έρωτες και τα πάθη της. Οι γειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, που αναφέρονται στο έργο, ζωντανεύουν μπροστά μας, οι δε περιγραφές των σπιτιών που κατά καιρούς έμενε η ηρωίδα αποδίδουν ταυτόχρονα και τα οικογενειακά δράματα που στοιχειώνουν την ζωή της, την άρρωστη ατμόσφαιρα, την μυρωδιά του αλκοόλ, την βία και τις φωνές. Ο λόγος του κειμένου είναι απλός, λαϊκός, γεμάτος όμως συναίσθημα και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η δραματικότητα της μητρικής φιγούρας, που προκαλεί με την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητά της, διχάζει το κοινό ανάμεσα στην αποστροφή για την άκαρδη μάναπου τόσο βάναυσα συμπεριφέρεται στο παιδί της και στην συμπόνοια για την βασανισμένη γυναίκα που δεν γνώρισε ποτέ την αληθινή αγάπη. Ένα προσεγμένο κείμενο που ξεχωρίζει για την αλήθεια του.

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Βαγγέλη Λάσκαρη ξεκάθαρα αφαιρετική, εστίασε στην δύναμη του κειμένου και την ερμηνευτική δεινότητα της ηθοποιού που ανέλαβε την δραματοποίηση του.Χωρίς φανταχτερά κοστούμια ή κάποιο ιδιαίτερο σκηνικό να αποσπά την προσοχή, ο σκηνοθέτης επιτρέπει στον θεατή να απολαύσει απερίσπαστος το μεγαλείο του κειμένου, να ζήσει τα γεγονότα που εξιστορούνται, να γευτεί τον πόνο και την πίκρα που κρύβουν. Στην άδεια, σκοτεινή σκηνή η ηρωίδα καθισμένη πάνω σε ένα παλιό μπαούλο, μόνη με τις αναμνήσεις της, ξεγυμνώνει με θάρρος την ψυχή της, προσπαθώντας, μέσα από την εξομολόγηση, να λυτρωθεί.Η αφήγηση έχει παλμό και διατηρεί τον ρυθμό της παράστασης, ενώ οι λέξεις άλλοτε βγαίνουν σαν χείμαρρος και άλλοτε «φρενάρουν» δίνοντας στο κοινό τον απαραίτητο χρόνο να αφομοιώσει τα όσα ακούει. Η ατμόσφαιρα είναι μελαγχολική, βαριά στο μεγαλύτερο μέρος της, δεν λείπουν όμως και οι χιουμοριστικές στιγμές, που αποφορτίζουν και ξεκουράζουν τον θεατή. Εξαιρετική επιλογή η προσθήκη ηχητικών αποσπασμάτων από τα έργα του Ταχτσή, με την φωνή του Νίκου Καραθάνου, ο οποίος υποδύεται τον ίδιο τον συγγραφέα, που συμμετέχει στο δράμα της μητέρας του φανερώνοντας τις δικές του σκέψεις και την δική του πίκρα για την απόρριψη που έλαβε από τον σημαντικότερο άνθρωπο της ζωής του.

Η Ράνια Σχίζα στον ρόλο της Έλλης Ζάχου-Ταχτσή πήρε στους ώμους της το βάρος όλης της παράστασης και ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με μια ολοκληρωμένη θεατρική ερμηνεία σε έναν μονόλογο απαιτήσεων, ενσάρκωσε με ρεαλιστικό τρόπο μια βαθιά ανθρώπινη ηρωίδα. Μια κόρη που δεν αγαπήθηκε, μια σύζυγο που ήθελε να ξεφύγει από την κακοποίηση στον γάμο της, μια μάνα σκληρή και βάναυση που απέρριψε το παιδί της. Με άνεση και καθαρότητα στον λόγο, εξαιρετική εκφραστικότητα, έντονη θεατρικότητα, συνεχόμενες εναλλαγές συναισθημάτων και παραστατικές εξομολογήσεις, διηγήθηκε την ιστορία της με ειλικρίνεια και αυτοσαρκασμό, φώναξε, γέλασε, θύμωσε και ζωντάνεψε επί σκηνής όλες τις διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα που υποδύονταν, αγγίζοντας, όμως, ομολογουμένως σε κάποιες στιγμές την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση η συνολική εμφάνισή της ήταν απολαυστική. Μαγνήτισε τα βλέμματα και την προσοχή των θεατών σε όλη την διάρκεια της παράστασης και κέρδισε επάξια ένα θερμότατο χειροκρότημα.

Το σκηνικό του Γιώργου Λιντζέρη, λιτό και αφαιρετικό, περιορίζεται στο μπαούλο που φιλοξενεί την ηθοποιό σε όλη την διάρκεια της παράστασης και στα φώτα, που υπό την επιμέλεια του Βαγγέλη Μούντριχα, σπάζουν το σκοτάδι που επικρατεί στην σκηνή και δίνουν ρυθμό στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Η πρωτότυπη μουσική επένδυση του Μάνου Αντωνιάδη, απόλυτα συμβατή με το ύφος της παράστασης, συνοδεύει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της ηρωίδας και συμβάλλει στην συναισθηματική έξαρση των θεατών.
Παρά την αδιαμφισβήτητη δυναμική της όλης προσπάθειας θα θέλαμε να σημειώσουμε κάποιες μικρές (-) αδυναμίες. Καταρχάς η σκηνοθετική επιλογή της τοποθέτησης της ηθοποιού καθισμένης πάνω στο μπαούλο σε όλη την διάρκεια του έργου περιορίζει και την ίδια αλλά και την όλη σκηνική προβολή της παράστασης. Θα μπορούσε να υπάρχει κάποιου είδους κίνηση, έστω και περιορισμένη, η οποία σαφώς θα πρόσθετε ζωντάνια και παραστατικότητα στον λόγο, αλλά και μεγαλύτερη δυνατότητα έκφρασης στην ηθοποιό. Επίσης, ενώ δεν υπήρχε θέμα άρθρωσης, εντούτοις κάποιες λέξεις δεν έφταναν στην πλατεία, μάλλον λόγω της ταχύτητας στην εκφορά του λόγου, κάτι που καλό είναι να προσεχθεί.

Συμπερασματικά (=) πρόκειται για μια αξιοσημείωτη παράσταση με δυνατό και περιεκτικό κείμενο, το οποίο απογείωσε η συγκινητική ερμηνεία της Ράνιας Σχίζα. Καθηλωμένοι στις θέσεις μας παρακολουθήσαμε την συγκλονιστική εξομολόγηση μιας μάνας που ξεγυμνώνεται ψυχικά μπροστά μας, χωρίς να διστάσει λεπτό, χωρίς να ντραπεί ούτε στο ελάχιστο. Είδαμε την μάνα αυτουνού, αυτού του διαφορετικού, του περίεργου, του δολοφονημένου, να ποθεί την αγάπη, να την αποζητά σε όλη της τη ζωή κι όμως να πεθαίνει χωρίς να αγαπήσει το ίδιο της το παιδί…
Βαθμολογία 7/10