.
Η επιστροφή της καραντίνας έφερε και επιστροφή στη διαδικτυακή προβολή θεατρικών παραστάσεων σε μία προσπάθεια να διατηρηθεί, έστω και με αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον του κοινού σε έργα, που έχουν παρουσιαστεί, προσφέροντας την ευκαιρία να τα παρακολουθήσουν όσοι δεν πρόλαβαν την χρονική στιγμή της «ζωντανής» προβολής τους. Ας ευχηθούμε σύντομα να επιστρέψει η κανονικότητα στις ζωές μας και στον πολιτισμό, ο οποίος έχει χτυπηθεί αλώβητα.
Μία ενδιαφέρουσα παράσταση, η οποία προβλήθηκε διαδικτυακά είναι ο «Κατάδικος» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ο οποίος παρουσιάστηκε από το Δη.Πε.Θε. Κοζάνης. Πρόκειται για μία παράσταση υψηλών προδιαγραφών, που ήδη από την έναρξή της κερδίζει το ενδιαφέρον, δημιουργώντας προσδοκία για όσα πρόκειται στη συνέχεια να παρουσιάσει.
Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης εντάσσεται αρχικά το κείμενο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, το οποίο περιλαμβάνει εξαιρετικά επίκαιρα νοήματα, όπως ο ρατσισμός, η στοχοποίηση των ανθρώπων, ο ρόλος των δύο φύλων, η σύγκρουση δύο φαινομενικά διαφορετικών κόσμων, οι αδυναμίες της δικαιοσύνης, αλλά και το αέναο δίπολο Θεός (αγνότητα) vs διάβολος (πονηριά). Η γραφή είναι μεστή, γλαφυρή με πολυποίκιλα ρεαλιστικά στοιχεία, αλλά και ένα εξαιρετικά εκτενές ηθογραφικό και ψυχολογικόυπόβαθρο. Με το κείμενο να είναι γραμμένο 100 χρόνια πριν (το 1919), η παράσταση προσπαθεί να αναπαραστήσει τα ήθη εκείνης της εποχής, τα οποία όπως αποδεικνύεται παραμένουν διαχρονικά παρά την μεταβαλλόμενη οπτική τους.
Ένα τόσο δυνατό στοιχείο για να αναδειχθεί απαιτεί και μία σκηνοθεσία, η οποία θα σέβεται τις όψεις του και θα τις αναδεικνύει. Και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου φαίνεται να το πετυχαίνει αυτό, καθώς διατηρεί μία πιο «συντηρητική», όπως η εποχή που διαδραματίζεται, οπτική, η οποία ωστόσο διανθίζεται από σκηνοθετικά ευρήματα. Ένα εξ αυτών είναι η συνεχής διακοπή των διαλόγων είτε από πρόσωπα, που εκείνην την στιγμή δεν συμμετέχουν στην πλοκή, είτε από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές για να περιγράψουν τα συναισθήματά τους ή την πορεία της ιστορίας. Το σημείο αυτό έδωσε ζωντάνια στην αφήγηση και μία ανάπαυλα σε στιγμές έντασης, προσφέροντας μία ανανεωτική αλλαγή και παράλληλα διαφώτιση για τα γενόμενα. Έντονη επίσης είναι η συνεχής κίνηση των ηρώων υπό τις οδηγίες του Πάρη Μαντόπουλου, η οποία εξυπηρετείται και από το εμπνευσμένο σκηνικό για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια, που προσφέρει μία δράση στην πλοκή, χωρίς το μάτι να κουράζεται σε μία παγιωμένη και πληκτικά διατηρούμενη εικόνα.
Ενδυματολογικά είναι αρκετά προσεγμένη η προσέγγιση της Βασιλικής Σύρμα, με τα ρούχα να παραπέμπουν και να φωτίζουν την εποχή που διαδραματίζονται. Το σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα αποτελεί καταρχήν έκπληξη, καθώς παραπέμπει σε ένα λόφο, δημιουργώντας μία εντυπωσιακή εικόνα, που επιτρέπει τη συνεχή ανάβαση, κατάβαση και πτώση των ηθοποιών, αλλά και εξυπηρετεί την σκηνοθεσία στη διατήρηση της οπτικής του χώρου από τους αφηγητές, οι οποίοι περιγράφουν τα γεγονότα, που διαδραματίζονται. Επιμέρους παρατηρήσεις για το σκηνικό με την υπογράμμιση των ενστάσεων θα γίνουν παρακάτω. Ένα ακόμη θετικό στοιχείο, που κέρδισε μεγάλο μέρος των εντυπώσεων ήταν οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, οι οποίοι ακολούθησαν τη δυναμική ροή της κίνησης με συνεχείς αλλαγές και πολυχρωμία εικόνων, που υπογράμμισαν με εύληπτο τρόπο τις συναισθηματικές ανατάσεις, αλλά και μεταπτώσεις των ηρώων. Τέλος, η μουσική του Κώστα Μαγγίνα ήταν αισθητή και ουσιώδης, αλλά θα την ήθελα σε ακόμη μεγαλύτερες δόσεις σε σημεία με κορύφωση του δράματος.

Ως προς τους πρωταγωνιστές, τις εντυπώσεις έκλεψε ο εξαιρετικός Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος ήδη από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του τράβηξε πάνω του όλα τα βλέμματα. Ερμηνεύοντας τον ρόλο του Τουρκόγιαννου, κατάφερε να παρουσιάσει χωρίς ουδεμία υπερβολή το δράμα του συγκεκριμένου ήρωα, με λεπτές αποχρώσεις, λεπτομερή επεξεργασία και ισορροπημένες αποδόσεις. Πολύ εύστοχη η απόδοση της τοπικής διαλέκτου σε μία στιβαρή ερμηνεία με καθαρή άρθρωση. Η Μαρίνα Καλογήρου στο ρόλο της Μαργαρίτας στάθηκε στο ύψος του συμπρωταγωνιστή της, προσφέροντας μία ικανοποιητική ερμηνεία, που σε κάποια σημεία θα την προτιμούσα πιο τσαλακωμένη. Οι λοιποί τρεις ηθοποιοί, οι οποίοι κατείχαν δεύτερους ρόλους και συγκεκριμένα οι Χρήστος Πίτσας, Τάκης Σακελλαρίου και Στέλιος Χλιαράς έδεσαν αξιοπρεπώς συμπληρώνοντας μία εύληπτη παρουσίαση, με εναλλαγή διάφορων ρόλων για τις ανάγκες της πλοκής. Δυστυχώς, απογοητευτική ήταν η ερμηνεία του Μάρκου Παπαδοκωσταντάκη, ο οποίος στον ρόλο του Πέτρου διατήρησε μία ανεξήγητη υπερβολή, με ανούσιες φωνές να προσπαθούν να δώσουν ένταση σε όλα τα σημεία της εμφάνισής του. Μία πιο μετρημένη ερμηνεία από τον ίδιο θα μπορούσε να φωτίσει περισσότερο την κομβικότητα του ρόλου του, που ήταν καίριος στην εξέλιξη της ιστορίας.

Ως προς τα αρνητικά (-) σημεία, τα οποία αποστέρησαν ένα καθόλα άρτιο αποτέλεσμα ήταν ορισμένες επαναλήψεις στο κείμενο, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν περιοριστεί για να δημιουργηθεί μία πιο «σφιχτή» ροή, καθώς σε μερικά σημεία η παράσταση έκανε «κοιλιά». Ακόμη, το εύληπτο σκηνικό έδωσε μεγάλη σημασία στον εντυπωσιασμό με την αναπαράσταση ενός λόφου, χωρίς να εμπλουτιστεί περαιτέρω. Ένα αξιόλογο στοιχείο για να αναδειχθεί θέλει μία δομημένη σύνθεση. Ειδάλλως, η έκπληξη, που στην πρώτη όψη παρουσιάζει, σιγά σιγά εξασθενεί.
Συνολικά (=), θα λέγαμε, πως η παράσταση στο σύνολό της είναι πάρα πολύ προσεγμένη, με τα θετικότερα στοιχεία της να αποδίδονται στο καλογραμμένο κείμενο, την προσεγμένη σκηνοθεσία, τα εξέχοντα φώτα και τον εξαιρετικό πρωταγωνιστή της, και να νοθεύεται από μερικές υπερβολικές υποκριτικές τάσεις και ορισμένα πληκτικά σημεία.
Βαθμολογία:
6,3/10
Ακολουθήστε μας στα social media
..