Είδε η
και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Μια πολύ ιδιαίτερη μουσικοθεατρική παράσταση, που μας ταξίδεψε στα χρόνια της γέννησης του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Ελλάδα, παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αμαλία. Ο λόγος για τα «Κατά Μάρκον!… Μια ρεμπέτικη λειτουργία», έναν μονόλογο – κατάθεση ψυχής από τον σπουδαίο Τάκη Χρυσικάκο.
Το έργο…
Ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Μιχάλης Γενίτσαρης, αφηγούνται την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού από την γέννηση του στις αρχές του 20ου αιώνα έως την δεκαετία του εξήντα. Οι αναμνήσεις τους πλάθουν την εικόνα της τότε κοινωνίας, τις σκληρές συνθήκες ζωής, τα ήθη και έθιμα, τη ζωή των προσφύγων και των εργατών του Πειραιά, τον κόσμο του περιθωρίου, τους μάγκες και τους ρεμπέτες, τους έρωτες και τα πάθη τους, τις ιδέες και τις αξίες που υπηρετούσαν…

Το κείμενο του Λάμπρου Λιάβα, καθηγητή εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποτελεί σαφέστατα ένα από τα θετικότατα (+) στοιχεία της παράστασης. Μετά από έρευνα και συνδυασμό πληροφοριών από διάφορες πηγές ο συγγραφέας παρουσιάζει μέσα από τις δραματοποιημένες αφηγήσεις των δύο σπουδαίων δημιουργών την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως την έζησαν οι ίδιοι αφού αποτελούν δύο από τους κυριότερους εκφραστές του. Όπως ανέφερε ο καθηγητής, απευθυνόμενος στους θεατές πριν την έναρξη της παράστασης,η ιστορία του ρεμπέτικου ξεκινά όταν η μουσική που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες γονιμοποίησε το ελληνικό τραγούδι της τότε εποχής, δημιουργώντας ένα νέο είδος που λατρεύτηκε από όσους μυήθηκαν στον κόσμο του και κατέληξε θρησκεία, φιλοσοφία και στάση ζωής. Μέσα από τους μονολόγους ο συγγραφέας αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο του «ρεμπέτη» ανάμεσα στους μάγκες της εποχής και τονίζει τον τελετουργικό χαρακτήρα που λάμβαναν οι συναθροίσεις των καλλιτεχνών και των συνδαιτημόνων τους στις ταβέρνες, με το ζεϊμπέκικο, τον κατεξοχήν λεβέντικο χορό, να κυριαρχεί σε αυτές. Ταυτόχρονα δίνει στοιχεία από την καθημερινότητα της εποχής, την φτώχεια, τις δύσκολες συνθήκες εργασίας, την λογοκρισία, τον κατατρεγμό και τις εξορίες επί δικτατορίας Μεταξά, στοιχεία που εν τέλει διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι και το περιεχόμενό του.
Το κείμενο είναι σε απλή γλώσσα, με λόγο «μάγκικο», αυθεντικό, μεστό νοημάτων και διδαγμάτων ζωής και πραγματεύεται τα γεγονότα της τότε εποχής, με τόλμη αλλά και αρκετό χιούμορ.
Η σκηνοθεσία του Τάκη Χρυσικάκου, χωρίς ιδιαίτερα σκηνοθετικά ευρήματα και υπερβολές, κινήθηκε λιτά αλλά πλήρως αποτελεσματικά και ανέδειξε τόσο τη δύναμη του κειμένου όσο και τις υποκριτικές δυνατότητες του ιδίου,ως ερμηνευτή, στο ομολογουμένως δύσκολο, από κάθε άποψη, θεατρικό είδος του μονολόγου. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ψυχογράφηση των δύο βασικών χαρακτήρων, οι οποίοι μέσα από τις αφηγήσεις τους συστήνονται στο κοινό και μοιράζονται σημαντικές στιγμές της ζωής τους, σε μια εξομολόγηση από καρδιάς που αποκαλύπτει χωρίς κανένα ενδοιασμό τα βαθύτερα συναισθήματά τους, τα ερωτικά πάθη, τις επιθυμίες, τις κακουχίες που έζησαν, την απόρριψη, την απογοήτευση, το πείσμα αλλά και την λατρεία για το τραγούδι και την μουσική που τους σημάδεψε πρωτίστως ως άτομα, αλλά και ως δημιουργούς. Αξίζει να σημειωθεί η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της παράστασης, ρεαλιστική αλλά και ποιητική ταυτόχρονα με μια αδιόρατη αίσθηση ιερότητας να επικρατεί.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, σε μια άρτια από κάθε άποψη εμφάνιση, πήρε ερμηνευτικά στους ώμους του το βάρος όλης της παράστασης και ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Απέδωσε απολαυστικά και τους τρεις χαρακτήρες που εμφανίζονται: τον Μάρκο Βαμβακάρη, σε δύο διαφορετικές ηλικίες και τον Μιχάλη Γενίτσαρη, μαγνητίζοντας τα βλέμματα και την προσοχή των θεατών σε όλη την διάρκεια της παράστασης. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά μεταμορφωνόταν επί σκηνής και έμπαινε «στο πετσί» του κάθε ρόλου, δίνοντας την εντύπωση ότι ζει πραγματικά τον κάθε χαρακτήρα, την κάθε φράση που απαγγέλλει, την κάθε νότα που τραγουδά. Με άνεση και καθαρότητα στον λόγο, επιμελημένη κίνηση, εξαιρετική εκφραστικότητα και υποκριτική ωριμότητα, διηγήθηκε την ιστορία των μεγάλων αυτών καλλιτεχνών, έκλαψε, φώναξε, γέλασε και ζωντάνεψε επί σκηνής τις έννοιες του «μάγκα» και του «ρεμπέτη», εκφράζοντας την λαϊκότητα και την αυθεντικότητα τους. Να σημειώσουμε επίσης ότι και φωνητικά υποστήριξε επαρκώς το τραγουδιστικό κομμάτι του ρόλου του, ίσως όχι με τέλεια τεχνική και χροιά, αλλά με ψυχή και πάθος, όπως απαιτεί το ρεμπέτικο,κερδίζοντας επάξια το πιο θερμό χειροκρότημα.
Το λιτό σκηνικό της παράστασης, με ένα τραπέζι και ένα γραμμόφωνο μόνο επί σκηνής, συμπλήρωσε περίτεχνα η προβολή έργων του γνωστού ζωγράφου Χρήστου Μπόκορου. Ρεαλιστικές απεικονίσεις απλών αντικειμένων και κυρίως ξύλινων σανίδων, με χαρακτηριστική την παρουσία της φλόγας στις περισσότερες εξ αυτών, συνέβαλαν στην δημιουργία μιας ιδιαίτερα μυσταγωγικής ατμόσφαιρας, που παρέπεμπε σε θρησκευτική λειτουργία. Η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του εν λόγω καλλιτέχνη, και κυρίως ο συνδυασμός στους πίνακες του του υλικού στοιχείου με το πνευματικό, συνδυάστηκε αρμονικά με τον χαρακτήρα του έργου, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι το ρεμπέτικό τραγούδι αποτελούσε για τους ρεμπέτες της εποχής ένα είδος θρησκείας. Μια εμπνευσμένη επιλογή που με την δύναμη του συμβολισμού μετουσίωσε θεαματικά την σκηνή.
Πολύ καλή επιλογή και η παρουσία του Νίκου Μπλουμπή, του νεαρού μουσικού που συντρόφευσε διακριτικά τον Τάκη Χρυσικάκο επί σκηνής και με το μπουζούκι του ζωντάνεψε αγαπημένα τραγούδια των δύο μεγάλων καλλιτεχνών. Αξίζει να σημειωθεί πως οι θεατές σιγοτραγουδούσαν τα γνωστά σε όλους άσματα, συμμετέχοντας εμπράκτως, εμφανώς συγκινημένοι, στην «λειτουργία» που λάμβανε χώρα εις μνήμην των πρώτων μουσικών που λάτρεψαν το ρεμπέτικο τραγούδι. Ο δε Γιώργος Σοφιανίδης ολοκλήρωσε την «τελετουργία» χορεύοντας το κλασικό ζεϊμπέκικο υπό τον ήχο του μπουζουκιού.

Μια μόνο παρατήρηση (-), η οποία έμεινε ως απορία μετά το τέλος της παράστασης. Ενώ είναι εμφανής η προσπάθεια απόδοσης μιας μυσταγωγικής ατμόσφαιρας που παραπέμπει σε θρησκευτική «λειτουργία» (εξ ου και ο τίτλος της παράστασης «…Μια Ρεμπέτικη Λειτουργία»), δεν προκύπτει από κάπου η παρουσίαση του Μάρκου Βαμβακάρη ως «Ευαγγελιστή» Μάρκου και του Μιχάλη Γενίτσαρη ως «Αρχάγγελου» Μιχαήλ. Ενώ και το δελτίου τύπου περιέχει αυτούς τους χαρακτηρισμούς και ο Λάμπρος Λιάβας προλογίζοντας την παράσταση προέβη σε σχετική αναφορά, δεν είδαμε την ιδέα-παρομοίωση αυτή να υλοποιείται επί σκηνής. Χωρίς βέβαια να επηρεάζεται εξ αυτού του λόγου το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο ήταν εξαιρετικό.
«Κατά Μάρκον…», λοιπόν (=), «Μια ρεμπέτικη λειτουργία» όπου, πέραν του κειμένου, της σκηνοθεσίας και της ερμηνείας, κοινωνήσαμε «σώμα και αίμα» βασανισμένων ανθρώπων και λάβαμε ως αντίδωρο μια καινούργια στάση απέναντι στο ρεμπέτικο μέσα από τις αληθινά απίστευτες ιστορίες που το γέννησαν…
Βαθμολογία
7,1/10
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2023 στην Θεσσαλονίκη, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 12α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2023
.
Δείτε & αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Οι νέες ταινίες της εβδομάδας και σε ποιες αίθουσες προβάλλονται, κλικ εδώ.
.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.