«ΚΑΡΑΚΟΡΟΥΜ»: Μια ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ από την ομάδα OBERON. Είδαμε στο θέατρο «Τ» και σχολιάζουμε…
Το θετικό της υπόθεσης ήταν ότι η δοκιμασία κράτησε λιγότερο από μία ώρα και ως εκ τούτου οι «απώλειες» ήταν ανεκτές. Χωρίς βέβαια αυτό να καθιστά το γεγονός λιγότερο θλιβερό. Και εν προκειμένω η θλίψη εντοπίζεται στην «καταπόνηση» ταλαντούχων ηθοποιών κάτω από το βάρος μιας… δυσβάσταχτης παράστασης με τίτλο «Καρακορούμ», σε κείμενο Ανδρέα Στόϊκου και σκηνοθεσία Διονύση Καραθανάση από την ομάδα OBERON που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Τ. Της οποίας παράστασης το δελτίο τύπου κάνει λόγο για ένα έργο «σύγχρονο, ανατρεπτικό με κοινωνικούς προβληματισμούς και συμβολισμούς πάνω στο σημερινό αδιέξοδο, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, ερωτικό, προσωπικό…» και λοιπά υπαρξιακά και μεγαλόπνοα καλλιεργώντας υψηλές προσδοκίες, αν και το… πολυσυλλεκτικό του πράγματος ελαφρώς «υποψιάζει»…
Όλα τούτα έλαβαν «σάρκα και οστά» επί σκηνής από τρία πρόσωπα: δύο γυναίκες σε ρόλο πόρνης- αρτίστας καμπαρέ και έναν άνδρα σε ρόλο προαγωγού που παγιδεύονται στην έρημο, οδεύοντας προς μια ιδεατή «γη της επαγγελίας», το «Καρακορούμ», προκειμένου να υλοποιήσουν ένα φιλόδοξο σχέδιο. Να στήσουν καμπαρέ στην εκεί εμπόλεμη ζώνη, προσδοκώντας μεγάλα κέρδη από τη συρροή των στερημένων μαχητών… Μόνο που ενόσω περιπλανώνται, συνειδητοποιούν ότι ο πόλεμος στον τόπο προορισμού τους έληξε από καιρό, επιφέροντας τη ματαίωση των σχεδίων τους… Μια ανατροπή που τους οδηγεί σε ποικίλους προβληματισμούς σε όλα τα επίπεδα, αναφορικά με λογής προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδα, με τις σχέσεις των φύλων, την αγάπη και τον έρωτα, , τις εμμονές και τις προσδοκίες, τους ανταγωνισμούς, το αιώνιο τέλμα, τις αλήθειες και τα ψέματα… μέσα από λόγο συμβολικό στα όρια του σουρεαλισμού, με ελαφρές πινελιές χιούμορ.
Ποια ήταν τα σοβαρά αρνητικά (-) της παράστασης που δοκίμασαν τις αντοχές μας;
– Κατά πρώτον το χαώδες κείμενο του Ανδρέα Στόϊκου, στερούμενο εντελώς οποιασδήποτε συγκρότησης. Ο οποίος ναι μεν συνέλαβε μια ευρηματική πρωταρχική ιδέα προκειμένου να αποδώσει το αδιέξοδο και τη ματαιότητα του εύκολου πλουτισμού, αλλά ταυτόχρονα την έκαψε μέσα στο απόλυτο χάος! Μια απίθανη αναρχία που κατάπιε οτιδήποτε πάσχιζε εναγωνίως να διατυπωθεί ως έννοια, σκέψη, συναίσθημα από την πληθώρα όσων στριμώχθηκαν… Ένα άτακτο συνονθύλευμα λόγων χωρίς στοιχειώδη ειρμό, θυσιασμένων άδικα σε μια φόρμα επιτηδευμένα υπερβατική- δήθεν συμβολική, για λόγους… εντυπωσιασμού;… πρωτοπορίας;… ελιτισμού;… Μόνον ο συγγραφέας γνωρίζει. Και είναι άδικο γιατί σε σημεία το κείμενο ως γραφή έδωσε φωτεινές αναλαμπές, ας πούμε με κάποιες ανάσες ποιητικότητας, περιστασιακά ευφυές ψάξιμο ή λεπτό χιούμορ, προδίδοντας την ύπαρξη ταλέντου, ωστόσο «προδομένου». Αδυνατούμε να κατανοήσουμε για ποιο λόγο έπρεπε να περιληφθούν τα ΠΑΝΤΑ ως εξεζητημένοι προβληματισμοί και κυρίως ασύνδετοι/ αστήρικτοι/ ασυντόνιστοι σε μια ανύπαρκτη πλοκή…
– Κατά δεύτερον, ομολογούμε ότι η σκηνοθετική άποψη του Διονύση Καραθανάση ήταν αυτή που περισσότερο δοκίμασε τα όριά μας! Το μεγαλείο μιας άνευ λόγου ενοχλητικής υπερβολής και στόμφου που όχι μόνο κούρασε, αλλά μετέτρεψε άξιους ηθοποιούς σε καρικατούρες ρόλων χωρίς φανερή αιτία, κυρίως σε σχέση με τον ανδρικό ρόλο. Καταπονώντας τον ηθοποιό και αναγκάζοντάς τον να κραυγάζει αναίτια σε όλη τη διάρκεια, τόσο που η κομμένη του ανάσα και τα ποτάμια ιδρώτα να αγχώνουν τον θεατή σε βαθμό λύπησης για τα… πάθη του. ΓΙΑΤΙ όλο αυτό άραγε;;; Πέραν τούτου, όλη η δημιουργική έμπνευση περιορίστηκε σε ένα μπαούλο στο οποίο έμενε κλεισμένος ο (άτυχος) άνδρας ως συνέχεια των… παθών του, ενώ στο σύνολο της παράστασης κυριάρχησαν τα χάσματα και η έκδηλη αμηχανία- «τί κάνουμε τώρα; γιατί το κάνουμε;» Η οποία πάσχιζε να εκτονωθεί με άτεχνες κινήσεις, τραβηγμένες και αναιτιολόγητες, φανερά στημένες και ανούσιες, στα πλαίσια ενός προβληματικού ρυθμού που ΔΕΝ κυλούσε… σκάλωνε! Και με προσθήκη δυο-τριών τραγουδιών, κακόφωνα εκτελεσμένων και συνοδευμένων από «προσπάθεια» χορού… Μεγάλη απογοήτευση, δύσκολα ανεκτή!
– Το υποτυπώδες σκηνικό με τις βαλίτσες και το μπαούλο – κρυψώνα δεν συνέβαλε σε κάτι επί της ουσίας, ούτε οι ουδέτεροι φωτισμοί που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν στοιχειώδη ατμόσφαιρα.
Ευτυχώς στον αντίποδα υπήρξαν κάποια θετικά (+), που ωστόσο μετά βίας μπορούν να αντιπαρατεθούν στις σοβαρότατες αδυναμίες:
– Και αναφερόμαστε στο υποκριτικό ταλέντο των ηθοποιών Ηλία Παπαδόπουλου, Δήμητρας Σιάχου και Μελίνας Τριανταφυλλίδου. Μόνο που κάτω από προβληματική σκηνοθετική καθοδήγηση, με σήμα κατατεθέν την υπερβολή και την αμηχανία, αδικήθηκαν συνολικά και δυσκολεύεται κανείς να αξιολογήσει το αποτέλεσμα. Είναι όμως εμφανείς οι δυνατότητές τους, έστω και «παραμορφωμένες» εν προκειμένω, μόνο που οι γυναίκες θα πρέπει οπωσδήποτε να δουλέψουν τη φωνή τους στον τομέα «τραγούδι», καθώς και τη χορευτική κίνηση, παρόλο που έδωσαν πειστικά με την ιδιαίτερη αύρα τους τον χαρακτήρα μιας μοιραίας αρτίστας καμπαρέ. Ο «ήρωας» Ηλίας Παπαδόπουλος, είναι σίγουρο ότι αν μετρίαζε την υπερβολή, έχει όλη την απαιτούμενη εκφραστικότητα και άνεση ενός καλού ηθοποιού.
– Η μουσική ως σύνθεση έδεσε πολύ σωστά με το πνεύμα της παράστασης- ασχέτως κακής εκτέλεσης των τραγουδιών- και τα κοστούμια υπήρξαν εξαιρετικά, απόλυτα ταιριαστά με τους χαρακτήρες των ηρώων.
.
Εν κατακλείδι (=) μια παράσταση αδικημένη που ΑΝ δεν χανόταν μέσα στην αναρχία του λόγου πασχίζοντας να βρει ουσία και στην προβληματική σκηνοθεσία αναζητώντας στίγμα, θα μπορούσε κάτι σημαντικό να πει… Δυστυχώς όμως υπό αυτές τις συνθήκες, απλά μας ταλαιπώρησε…
.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3 στα 10
.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό